τοῦ Κωνσταντίνου Πουλῆ

Ἡ Ὄλγα Γκριγκόριεβνα ἦταν μιὰ πιανίστα ποὺ εἶχε μεγαλώσει σὲ οἰκοτροφεῖα καὶ ἐστίες μουσικῶν σχολῶν, λοιπὸν εἶχε πάντοτε τὸ παράπονο ὅτι ἔζησε ὅλη τὴ ζωή της στριμωγμένη. Ὅταν πρωτονοίκιασε κανονικὸ σπίτι, μόλις προσελήφθη ὡς καθηγήτρια μουσικῆς, γιὰ πολὺ καιρὸ δὲν ἔβγαινε καθόλου. Ὅλοι νόμιζαν ὅτι εἶχε πάθει κατάθλιψη, ἀλλὰ ἐκείνη περνοῦσε τὶς ὡραιότερες μέρες τῆς ζωῆς της, ἀπολαμβάνοντας τὴν ἁπλοχωριὰ τοῦ σαλονιοῦ της. Καθόταν καὶ διάβαζε σὲ διαφορετικὸ σημεῖο κάθε ἀπόγευμα, καὶ μάλιστα πολὺ συχνὰ ἔβαζε μιὰ μαξιλάρα στὸ πάτωμα καὶ καθόταν στὴ μέση τοῦ δωματίου, νὰ ἁπλώνει τὴν ἀρίδα της χωρὶς νὰ ἀκουμπάει πουθενά. Τὰ δωμάτια ποὺ ἔμενε ἀπὸ μικρὴ χωροῦσαν μόνο τὴν κουκέτα της καὶ ἕνα γραφειάκι. Ὅταν ἄρχισε γιὰ πρώτη φορὰ νὰ βγάζει σοβαρὰ χρήματα, ἀπὸ τὰ πρῶτα της ρεσιτάλ, ἀγόρασε ἕνα σπίτι ποὺ τὸ μεγαλύτερό του μπάνιο ἦταν 30m2. Δὲν ξέρω τί τοῦ ἤρθε τοῦ ἀρχιτέκτονα νὰ σπαταλήσει τριάντα ὁλόκληρα τετραγωνικὰ στὸ μπάνιο, ἐκεῖ ὅπου κανονικὰ βρίσκεται κανεὶς πάντα μόνος του, ἀλλὰ αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ σπατάλη εἶχε μαγέψει τὴν Ὄλγα Γκριγκόριεβνα. Στὸ σαλόνι, μάλιστα! Νὰ τὸ καταλάβεις. Γιατὶ στὸ σαλόνι χρειάζεται νὰ χωράει νὰ περάσει μὲ ἄνεση ὁ δίσκος τοῦ σερβιτόρου ἀνάμεσα στοὺς καλεσμένους, νὰ μὴ μπλέκεται στὰ φορέματα τῶν γυναικῶν. Ἀλλὰ στὸ μπάνιο; Αὐτὴ ἡ σπατάλη εἶναι ὁ καθαρὸς ὀρισμὸς τῆς πολυτέλειας! Στὸ τέλος εἶχε ἐγκαταστήσει μιὰ μικρὴ βιβλιοθήκη ἐκεῖ μέσα, ἔτσι διάβασε τὸ Ἀναζητώντας τον χαμένο χρόνο.

Ὁ Ὠρελιὰν ἔζησε δεκαπέντε χρόνια σὲ μιὰ σοφίτα στὸ Παρίσι, μὲ συνολικὸ ἐμβαδὸ τέσσερα τετραγωνικά μέτρα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ὅμως σύμφωνα μὲ τον νόμο μόνο τὸ 1,56m2 λογαριάζεται ὡς βιώσιμος χῶρος. Καθὼς ἡ γαλλικὴ νομοθεσία θεωρεῖ πὼς αὐτὸ τὸ ἐμβαδὸ βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὰ ἀνεκτὰ ὄρια διαβίωσης, ὁ Ὠρελιὰν ἀποφάσισε μετὰ ἀπὸ δεκαπέντε χρόνια νὰ κινηθεῖ νομικὰ κατά τῆς ἰδιοκτήτριας καὶ νὰ ζητήσει νὰ τοῦ ἐπιστραφοῦν τὰ ἐνοίκια ὅλων αὐτῶν τῶν ἐτῶν. Ὅταν ἡ Ὄλγα Γκριγκόριεβνα ἔμαθε ἀπὸ τὴν ἐφημερίδα τὴν ἱστορία τοῦ Ὠρελιάν, θυμήθηκε τὸ στριμωξίδι ὅλων τῶν νεανικῶν της χρόνων καὶ τὴν πῆραν τὰ κλάματα. Μὲ τὸν καιρὸ εἶχε γίνει σκληρή, τώρα διηύθυνε τὴν Conservatoire de Paris (ἡ μόνη ξένη!) καὶ εἶχε φήμη γυναίκας αὐστηρῆς, ἂν ὄχι αὐταρχικῆς. Μόλις ἄκουσε αὐτὴ τὴν ἱστορία ἀποφάσισε νὰ πάει νὰ τον βρεῖ, νὰ τὸν γνωρίσει. Τὸ πρόβλημά της ἦταν ἂν θὰ τον ἔβρισκε στὸ σπίτι του ἢ ἂν θὰ τὰ εἶχε καταφέρει νὰ φύγει. Στὸ δημοσίευμα δὲν ἀναφερόταν ἡ διεύθυνση, ἀλλὰ ἀναγραφόταν ἡ περιοχή, λοιπὸν μιὰ ποὺ ἠ ἱστορία εἶχε ἀποκτήσει κάποια δημοσιότητα, ἔλπιζε ὅτι ἂν ρωτοῦσε στὴ γειτονιὰ θὰ τον ἔβρισκε. Πράγματι, ὅταν ἔφτασε στὸν φοῦρνο τῆς γειτονιᾶς («μπουλανζερί», γαλλιστί), μετὰ ἀπὸ τὴ γνωστὴ μελωδικὴ καλημέρα, ρώτησε ἂν γνωρίζουν τον διάσημο γείτονά τους. Ἡ Ὄλγα ἀναρωτιόταν ἂν θἂ τον εἶχαν ἀναζητήσει κι ἄλλοι, σκεφτόταν ὅτι μπορεῖ νὰ ἔχει ζητήσει στὸν φούρναρη νὰ μὴ δίνει τὴ διεύθυνσή του, ὅτι μπορεῖ νὰ ἔχει βαρεθεῖ τὶς ἐπισκέψεις καὶ νὰ μὴ θέλει νὰ δεῖ κανέναν περίεργο. Τὰ σκεφτόταν ὅλα αὐτὰ ὅσο περπατοῦσε, χωρὶς καμία δυσκολία νὰ περπατάει καὶ νὰ σκέφτεται μαζί, μιὰ ποὺ ἦταν μιὰ γυναίκα τόσο δραστήρια καὶ δυναμική.

Τοῦ χτύπησε τὸ κουδούνι καὶ τοῦ εἶπε λακωνικὰ «θὰ ἤθελα νὰ σᾶς ρωτήσω κάτι». Ὁ Ὠρελιὰν δὲν συνήθιζε νὰ δέχεται ἐπισκέψεις στὸ σπίτι του, γιατὶ δὲν τοῦ ἄρεσε νὰ μαζεύει μετά, καὶ οἱ ἐπισκέπτες εἶχαν ὅλοι τὴ συνήθεια νὰ ἀφήνουν τὰ πράγματά τους ἀριστερὰ-δεξιά, νὰ παρατᾶνε τὸ παλτό τους μέσα στὴ μέση καὶ νὰ τοῦ ἀφήνουν ἄπλυτα φλιτζάνια γιὰ νὰ τοὺς θυμᾶται ἀφοῦ φύγουν. Ἐξάλλου ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι στὶς πόλεις κανεὶς δὲν χτυπάει τὸ κουδούνι ἀπροειδοποίητα, αὐτὸ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ κακὰ τῆς ἐπαρχίας ποὺ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι τῆς πόλης ἔχουμε γλιτώσει. Αὐτὴ τὴ φορὰ ὅμως ὁ Ὠρελιὰν αἰφνιδιάστηκε καὶ δὲν πρόλαβε νὰ πεῖ ὄχι, γιατὶ ἦταν σὲ ἀπόγνωση. Στὴν ἀρχὴ ἡ δικηγόρος τοῦ ἔλεγε ὅτι ἡ ὑπόθεση αὐτὴ εἶναι σίγουρη, ὅτι ὅλα θὰ πᾶνε καλά. Σὲ λίγο περάσαμε στὸ «πιστεύω ὅτι» ὅλα θὰ πᾶνε καλά, καὶ «ἐλπίζω ὅτι» δὲν θὰ ὑπάρχει κανένα πρόβλημα, δηλαδὴ εἶχε προσθέσει αὐτὲς τὶς μικρὲς λεξοῦλες τῆς ἀπελπισίας, ποὺ στὸ μυαλὸ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἀγωνιᾶ ἠχοῦν σὰν καμπάνες.

Ὅταν ἀνέβηκε ἡ Ὄλγα στὸ διαμέρισμά του −στὸ δωμάτιό του, γιὰ τὴν ἀκρίβεια, ἀφοῦ στὴν περίπτωσή του διαμέρισμα καὶ δωμάτιο ταυτίζονταν− παραξενεύτηκε. Κάπως τὸ εἶχε φανταστεῖ διαφορετικό, ἴσως κρίνοντας ἀπὸ τὶς δικές της ἀναμνήσεις. Ἕναν τόσο μικρὸ χῶρο πρέπει νὰ τὸν κρατᾶς ἐντελῶς συγυρισμένο, γιὰ νὰ σὲ χωράει. Ὅμως αὐτὸ ἦταν χάος τρικούβερτο. Ὑπῆρχαν παντοῦ πεταμένα πράγματα, παλιὲς ἐφημερίδες, χαρτάκια ἀπὸ κάτι σοκολάτες ποὺ ἀγόραζες φτηνὰ σὲ πολυσυσκευασία ἀπὸ σοῦπερ μάρκετ καὶ κάτι σκόρπια περιοδικὰ ἀεροπλοΐας. Κοιμόταν σὲ σλήπινγκ μπάγκ, τὸ ὁποῖο μετὰ ἄφηνε ξεδίπλωτο.

Γιὰ ὅποιον ἤξερε τὸν Ὠρελιάν (διατύπωση κάπως παράδοξη, ἀφοῦ κανεὶς δὲν ἤξερε τὸν Ὠρελιάν, ποὺ ἦταν κατάμονος) αὐτὴ ἡ συμπεριφορὰ ἦταν ἐντελῶς ἀπρόσμενη. Κανονικὰ ἦταν ὑπόδειγμα εὐταξίας, ποτὲ δὲν ὑπῆρξε ἀκατάστατος. Γιὰ νὰ ζήσει ἄνετα σὲ αὐτὸ τὸ δωματιάκι δίπλωνε προσεκτικὰ τὰ ροῦχα του στὴν ἄκρη τοῦ κρεβατιοῦ, πάνω ἀπὸ κάτι περιοδικὰ ποὺ στοίβαζε μὲ μεγάλη ἐπιμέλεια στὶς γωνίες. Πότε-πότε ἄλλαζε τὴ διάταξη, ἔτσι γιὰ γοῦστο, γιὰ νὰ μὴ βαριέται, ξάπλωνε στὸ ἀριστερὸ πλευρὸ καὶ ἔβαζε τὰ περιοδικὰ πίσω του ἀντὶ μπροστά του, ὅπως ἦταν στὸ κρεβάτι. Μόνο πολὺ πρόσφατα ἄρχισε νὰ ἀποδιοργανώνεται αὐτὸ τὸ σύστημα.

Πρῶτα ἄρχισε νὰ πετάει κάπως ἄτσαλα τὰ περιοδικά, μετὰ νὰ ἀφήνει τὴν ὁδοντόκρεμα χωρὶς καπάκι, νὰ γίνεται δηλαδὴ ἕνας ἄνθρωπος ἀκατάστατος, ἀπρόβλεπτος, ποὺ δὲν ἦταν ποτέ.

Ἑνῶ λοιπὸν πάντοτε ἦταν ὅλα ταχτοποιημένα, καὶ δὲν ὑπῆρχε περίπτωση νὰ ψάξει τὰ κορδόνια τῶν παπουτσιῶν του καὶ νὰ μην τὰ βρεῖ, τώρα ποὺ εἶχε πιὰ διαρραγεῖ ὁ ψυχικὸς δεσμός του μὲ τὸ σπίτι του, ὅλα ἦταν δυνατά. Σὰν ἕνα ροῦχο ποὺ ξαφνικὰ σὲ στενεύει χωρὶς νὰ παχύνεις καὶ χωρὶς νὰ μπεῖ. Ξαφνικὰ θέλεις νὰ σηκώσεις τὸ χέρι σου λίγο πιὸ ψηλά, καὶ τότε γιὰ πρώτη φορὰ τὸ χθεσινὸ ροῦχο εἶναι γιὰ πέταμα.

Ἡ Ὄλγα Γκριγκόρεβνα στὴν ἀρχὴ σκεφτόταν νὰ τὸν ρωτήσει τί ἄλλαξε μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια. Πῶς ἔγινε καὶ ξύπνησε ἕνα πρωὶ καὶ ἀποφάσισε ὅτι δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ ζήσει ἐκεῖ; Ὅταν τὸν εἶδε ὅμως ἄλλαξε γνώμη καὶ ἀποφάσισε νὰ τὸν ρωτήσει τὸ ἀντίστροφο. Πῶς καὶ γιατί ἄντεξε; Ἀφοῦ λοιπὸν κάθισε στὸ κρεββάτι, ὁ Ὠρελιὰν κάθισε ἀπέναντί της χωρὶς νὰ τὴν κεράσει τίποτε καὶ τὴν κοίταζε σοβαρὸς καὶ βλοσυρός, χωρὶς νὰ λέει τίποτα. Δὲν ἦταν ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ διευκολύνουν τὴ συζήτηση καλύπτοντας τὰ κενὰ τῆς σιωπῆς σὲ μιὰ παρέα. Εἶχε τὸ ὕφος ποὺ ἔλεγε «ἦρθες κάτι νὰ πεῖς, πές το». Τὴν κοίταζε καὶ περίμενε.

Ἐκείνη σκεφτόταν ὅτι αὐτὴ ἡ ζωὴ τοῦ Ὠρελιὰν ἦταν μιὰ πραγματικὴ δυνατότητα, ἕνα ἐναλλακτικὸ σενάριο τῆς ζωῆς της. Μολυσμένο κουνούπι ποὺ εἶχε τσιμπήσει τὸν διπλανό. Τῆς φαινόταν γιὰ κάποιον λόγο μιὰ πολὺ ἄμεση ἀπειλή. Ἴσως ἡ ἀνάμνηση τῆς ταπείνωσης δὲν σβήνει ποτέ, καὶ γι’ αὐτὸ ἤθελε νὰ μάθει τόσες λεπτομέρειες γιὰ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο ποὺ εἶχε βουλιάξει γιὰ τόσον καιρό. Ἔφτιαξε λίγο τὸ φουστάνι της, ξερόβηξε, δείχνοντας ἕναν σεβασμὸ ποὺ εἶχε χρόνια νὰ τον νιώσει γιὰ ὁποιονδήποτε, καὶ ρώτησε: «πῶς ζήσατε τόσα χρόνια ἐδῶ;» Ὁ Ὠρελιὰν δὲν βιαζόταν. Ἀπάντησε πολὺ ἤρεμα: «τί νὰ σᾶς πῶ, συνηθίζεις».