του Θάνου Καμήλαλη

Η ανατροπή της αρχικής απόφασης για την παραπομπή σε δίκη των στελεχών και εμπειρογνωμόνων του ΤΑΙΠΕΔ αντιμετωπίστηκε από τα περισσότερα ΜΜΕ ως «λύση του ζήτηματος» ή «ξεκλείδωμα της δόσης», τίτλοι που είναι μάλλον υπερβολικά εύσχημοι για να περιγράψουν την αλληλουχία δηλώσεων των δανειστών και ενεργειών της κυβέρνησης και της δικαιοσύνης. Παράλληλα, ούτε τα κόμματα της αντιπολίτευσης, που λίγες μέρες πριν κραύγαζαν για «κυβερνητικές παρεμβάσεις» στην υπόθεση του Noor 1, βρήκαν να σχολιάσουν κάτι για την ξαφνική «στροφή».

Η υπόθεση της πώλησης και επανενοικίασης των 28 ακινήτων του Δημοσίου από το ΤΑΙΠΕΔ στις θυγατρικές δύο ελληνικών τραπεζών το 2013-2014 απασχολεί έκτοτε συχνά – πυκνά την επικαιρότητα λόγω των διώξεων στελεχών του ΤΑΙΠΕΔ και των εκτιμήσεων για ένα σκάνδαλο που κόστισε στο Δημόσιο τουλάχιστον 575 εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με το εισαγγελικό πόρισμα μάλιστα, η ζημία κυμαίνεται μεταξύ 575 εκατ. και 2,5 δισ. ευρώ.

Η υπόθεση των 28 ακινήτων (ή ένα σκάνδαλο που κλείνει οριστικά)

Όπως έχει αναλυθεί και σε προηγούμενα άρθρα του TPP, τα 28 ακίνητα του Δημοσίου χωρίστηκαν από το ΤΑΙΠΕΔ σε δύο ομάδες των 14 και μεταβιβάστηκαν με τη μέθοδο της πώλησης και λειτουργικής επαναμίσθωσης (sale and lease back). Ως νέοι ιδιοκτήτες των ακινήτων επιλέχθηκαν η Εθνική Πανγαία, τότε θυγατρική της Εθνικής Τράπεζας και η Eurobank Properties, θυγατρική της Eurobank, ενώ ιδιαίτερη σημασία έχει ότι από το ΤΑΙΠΕΔ προσλήφθηκαν ως σύμβουλοι της ιδιωτικοποίησης δύο άλλες θυγατρικές των δύο τραπεζών, η NBG Securities SA και η Eurobank Equities Investment Firm.

Η σύμβαση κατατέθηκε έπειτα στο Ελεγκτικό Συνέδριο, το οποίο με την απόφαση 275-2013 του Ζ’ Κλιμακίου του αποφάσισε ότι δεν μπορεί να εγκρίνει τις συμβάσεις, αφού αφενός «δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένες, ως προς το αν η ελεγχόμενη συναλλαγή είναι επωφελής και συμφέρουσα για το Ελληνικό Δημόσιο», αφετέρου έθεσε ζήτημα αδιαφάνειας, καθώς «σε όλα τα στάδια της ελεγχόμενης διαγωνιστικής διαδικασίας μετείχαν ως χρηματοοικονομικοί σύμβουλοι του Τ.Α.Ι.Π.Ε.Δ οι εταιρείες NBG Securities SA και Eurobank Equities Investment Firm A.E., θυγατρικές και απολύτως ελεγχόμενες από τους ομίλους της Εθνικής Τράπεζας και της Τράπεζας Eurobank Ergasias αντίστοιχα, οι οποίες όφειλαν να απέχουν από τη διαδικασία καθόσον τελούσαν σε ιδιαίτερες σχέσεις με εταιρείες που μετείχαν ως διαγωνιζόμενοι».

Την απόφαση όμως του Ελεγκτικού Συνεδρίου αναίρεσε  το… Ελεγκτικό Συνέδριο μετά από αίτημα του ΤΑΙΠΕΔ. Στη νέα απόφαση (1204/2014) το Ελεγκτικό Συνέδριο αποφασίζει ότι είναι αναρμόδιο να εξετάσει τα οικονομικά ωφέλη της συναλλαγής, που «άπτονται οικονομικών ζητημάτων που απαιτούν εξειδικευμένες γνώσεις και αμιγώς τεχνικές κρίσεις, οι οποίες δε μπορούν να ελεγχθούν στην ουσία τους από το Ελεγκτικό Συνέδριο». Προσθέτει ότι «σε κάθε δε περίπτωση, η γνωμοδότηση του Συμβουλίου Εμπειρογνωμόνων είναι σαφώς και επαρκώς αιτιολογημένη σε σχέση με τον επωφελή και συμφέροντα χαρακτήρα της ελεγχόμενης συναλλαγής», 

Εκβιασμοί ενός χρόνου και χορήγηση ασυλίας

Βάσει όμως του εισαγγελικού πορίσματος για την τεράστια ζημία του Δημοσίου, η Δικαιοσύνη δεν αφήνει το θέμα να κλείσει, προξενώντας κατά καιρούς την έντονη δυσφορία των δανειστών. Η παρέμβαση τριών υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης μετά το Eurogroup της 15ης Ιουνίου και ο εκβιασμός της Ελλάδας δεν ήταν το πρώτο τέτοιο κρούσμα. Ένα χρόνο πριν, στις 24 Μαϊου 2016, ο πρόεδρος του Eurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ εκφράζει την έντονη δυσαρέσκειά του στον Ευκλείδη Τσακαλώτο για το ανοιχτό ζήτημα της δίωξης των στελεχών του ΤΑΙΠΕΔ. Μάλιστα, σύμφωνα με την «Καθημερινή», ο Ντάισελμπλουμ στέλνει επιστολή στα μέλη του EuroWorking Group, εκφράζοντας τα παράπονά του. 

«Παρά τις διαβεβαιώσεις του κ. Τσακαλώτου ότι θα αλλάξει τον νόμο μέσα σε 2-4 εβδομάδες για το νέο ταμείο αποκρατικοποιήσεων, δίνοντας ασυλία στους εμπειρογνώμονες μας, αυτοί έχουν κληθεί να καταθέσουν την Παρασκευή», αναφέρει ο πρόεδρος του Eurogroup και συνεχίζει λέγοντας ότι «ενόψει της δέσμευσης του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα για την προστασία αυτών των τριών εμπειρογνωμόνων, θα εκτιμούσαμε αν ο Γεώργιος (σ.σ. Χουλιαράκης) μπορούσε να επιβεβαιώσει πότε η νέα νομοθεσία θα περάσει και σε ποιες άλλες ενέργειες θα προβεί η ελληνική κυβέρνηση για την προστασία τους στο μεταξύ».

Η Ελλάδα λοιπόν δεσμεύεται (και τότε) ότι θα «προστατεύσει» τα στελέχη και τους εμπειρογνώμονες του ΤΑΙΠΕΔ και για να το κάνει αυτό, ως είθισται, νομοθετεί την ποινική τους ασυλία. Σε δύο δόσεις μάλιστα. Πρώτα, στον ιδρυτικό νόμο (άρθρο 192 του νόμου 4389/16) του νέου Υπερταμείου (που υπάγεται το ΤΑΙΠΕΔ) αναφέρεται ότι τα μέλη της διοίκησης απαλλάσσονταν από κάθε αστική ευθύνη εφόσον υφίσταται έλεγχος του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Το Ελεγκτικό Συνέδριο δηλαδή μπορεί να δηλώνει «αναρμόδιο» για τα τεχνικά και οικονομικά ζητήματα και να επικυρώνει τις συμβάσεις, αλλά η επικύρωση αυτή δίνει την απαραίτητη ασυλία στα στελέχη που έχουν επεξεργαστεί τα ίδια τεχνικά και οικονομικά ζητήματα…

Επειδή όμως σε αυτήν τη νέα παροχή ασυλίας δεν καλύπτονται οι εμπειρογνώμονες και οι σύμβουλοι, ακολουθεί νέο άρθρο, τον Ιούνιο του 2016 και μάλιστα σε άσχετο νομοσχέδιο. Σε άρθρο του νόμου «Κύρωση της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για το έγκλημα στον Κυβερνοχώρο» η κυβέρνηση προσθέτει ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι κάθε εμπειρογνώμονας ή μέλος γνωμοδοτικού οργάνου ο οποίος θα εμπλέκεται στις ιδιωτικοποιήσεις δεν αντιμετωπίζει ποινικές ή αστικές ευθύνες.

Βάσει των τελευταίων εξελίξεων όμως, φαίνεται ότι ούτε η παροχή ασυλίας ήταν αρκετή για τους δανειστές, οι οποίοι τις ημέρες μετά το Eurogroup της 15ης Ιουνίου 2017 εκβίασαν δημόσια την ελληνική κυβέρνηση. Ειδικά ο υπουργός Οικονομικών της Ισπανίας, Λουίς ντε Γκίντος και ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν, Βάλντις Ντομπρόφσκις, ήταν ξεκάθαροι, θέτοντας ως προϋπόθεση για τη δόση την απαλλαγή των εμπειρογνωμόνων από την ποινική δίωξη. Στις πιέσεις τους η απάντηση από το Μέγαρο Μαξίμου ήταν ενδεικτική: «Η Ελλάδα θα κάνει ό,τι είναι απαραίτητο προκειμένου, στο πλαίσιο της έννομης τάξης και της δικαιοκρατίας, το θέμα που έχει προκύψει με τους τρεις εμπειρογνώμονες του ΤΑΙΠΕΔ, να διευθετηθεί άμεσα και αποτελεσματικά» αναφερόταν σε κυβερνητικό non paper. 

Τελικά, όντως έγινε «ό,τι χρειαζόταν». Πρώτα η κυβέρνηση αποσύρθηκε από την παράσταση πολιτικής αγωγής κι έπειτα, με παρέμβαση του Αρείου Πάγου, η υπόθεση έκλεισε οριστικά. Με τον δικό της τρόπο, η «Καθημερινή» είχε ένα σύντομο χρονικό του τι συνέβη στα μέσα Ιουνίου και του πώς ο Ευκλείδης Τσακαλώτος υποχώρησε μπροστά στις εξωτερικές και εσωτερικές πιέσεις.

Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, σοβαρές ευθύνες για την εξέλιξη αυτή έχει η ίδια η ελληνική κυβέρνηση. Η τελευταία μέχρι πριν από λίγες ώρες ασκούσε στην υπόθεση ακόμη παράσταση πολιτικής αγωγής. Ο υπουργός Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος, μόνον μετά τις παραινέσεις του προέδρου του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ και του υφυπουργού Οικονομίας Στέργιου Πιτσιόρλα, μόλις χθες απέστειλε επιστολή στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους προκειμένου να παραιτηθεί από την υπόθεση ως πολιτική αγωγή. Νομικές πηγές, ωστόσο, σημείωναν ότι ακόμη και αν υπήρξε αυτή η επιστολή, μέχρι να ασκηθεί η αίτηση παραιτήσεως χρειάζεται χρόνος. Ως συνέπεια, οι προθέσεις της κυβέρνησης μέχρι πριν από λίγες ημέρες έδειχναν προς την κατεύθυνση που κινήθηκε τις τελευταίες μέρες η Δικαιοσύνη. 

Συμπτωματικά ή όχι, τα στελέχη του ΤΑΙΠΕΔ φαίνεται ότι απαλλάσσονται οριστικά από τις κατηγορίες. Η αλήθεια είναι πάντως, ότι λόγω της ασυλίας τους θα αθωώνονταν σε μία ενδεχόμενη δίκη, ωστόσο αυτό δεν μπορεί να είναι ένα… τιμητικό επιχείρημα, ούτε μία θέση υπέρ της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης σε τέτοιες υποθέσεις. Αντίθετα, η υπόθεση των διώξεων για τα 28 ακίνητα φαίνεται ότι είναι το άκρον άωτον του παρεμβατισμού σε θέματα που αφορούν νομικές ευθύνες των δανειστών. Για να το πούμε απλά: Η εικόνα που δίνεται είναι ότι ακόμα και μία πολύ μικρή πιθανότητα να τιμωρηθεί κάποιος «δικός τους» για πράξεις που ζημίωσαν την Ελλάδα, έπρεπε να αντιμετωπιστει άμεσα και με τον συνήθη εκβιασμό, τη μη καταβολή της επόμενης δόσης.

Η ασυλία ως έμμεση παρέμβαση

Κι αν ο εκβιασμός για την απαλλαγή των συμβούλων του ΤΑΙΠΕΔ είναι ένα πρωτόγνωρο περιστατικό, που θα μπορούσε να θεωρηθεί «μεμονωμένο», η χορήγηση ασυλίας σε άτομα που βρίσκονται σε θέσεις καίριας ευθύνης και συνήθως επιλέγονται από τους δανειστές, δεν είναι. Από τον ιδρυτικό νόμο του ΤΑΙΠΕΔ, το 2011, μέχρι και το πρόσφαστο «πολυνομοσχέδιο» (βλ. «τέταρτο μνημόνιο»), η εκάστοτε κυβέρνηση φροντίζει να εφοδιάζει με νομική ασυλία «τεχνοκράτες» που αναλαμβάνουν τα σημαντικότερα πόστα στη νέα μορφή διοίκησης του ελληνικού κράτους, συνήθως στις «Ανεξάρτητες Αρχές». Ασυλία, για παράδειγμα, απολαμβάνουν όσοι συμμετέχουν με οποιονδήποτε τρόπο στις ιδιωτικοποιήσεις του Υπερταμείου και του ΤΑΙΠΕΔ, στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, τα τραπεζικά στελέχη που εμπλέκονται στην αναδιάρθρωση «κόκκινων» δανείων, ενώ η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων βάσει του ιδρυτικού της νόμου «δεν υπάγεται σε κανενός είδους έλεγχο είτε από κυβερνητικούς είτε από κρατικούς φορείς».

«Η νομοθετική ασυλία προσώπων είναι ζήτημα που έχει απασχολήσει έντονα τον νομικό κόσμο τα τελευταία έτη» σημείωνε με αφορμή το νομοσχέδιο του τέταρτου «μνημονίου» η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, επαναλαμβάνοντας και παλαιότερες θέσεις της για το ζήτημα. «Κατά το μέρος που οι εκπρόσωποι του Δημοσίου και των πιστωτικών ιδρυμάτων δρουν σύννομα, η έλλειψη οποιασδήποτε ευθύνης τους είναι αυτονόητη και δεν χρειάζεται να επιβεβαιώνεται νομοθετικά. Μόνη, όμως, η τήρηση των προβλεπόμενων διαδικασιών δεν αποκλείει τη διάπραξη εγκλημάτων από τα πρόσωπα αυτά, ιδίως σε εξειδικευμένα ζητήματα για τα οποία ο νόμος δεν έχει σαφή διατύπωση των διαδικασιών που πρέπει να τηρούνται» προσθέτει και καταλήγει υποστηρίζοντας ότι:

«Η νομιμοφάνεια στη δράση των πιο πάνω οργάνων δεν μπορεί να αποκλείσει τη διάπραξη αστικών ή ποινικών αδικημάτων. Τα ζητήματα αυτά δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν εκ των προτέρων από το νομοθέτη, αλλά θα πρέπει σε κάθε ειδικότερη περίπτωση να κρίνεται από τις αρμόδιες δικαστικές και εισαγγελικές αρχές η ευθύνη των προσώπων αυτών. Παράλληλα, κατά το μέρος που εξαιρεί χωρίς λόγο ορισμένη κατηγορία πολιτών από την εφαρμογή των νόμων του Κράτους, η διάταξη αυτή είναι άκρως προβληματική και εγείρονται εύλογα ζητήματα συνταγματικότητάς της.»