της Εύης Προύσαλη*

H παράσταση When the Dogs Assailed their Masters (Όταν τα σκυλιά επιτέθηκαν στα αφεντικά τους) ανεβαίνει στο Φεστιβάλ Αθηνών

Στα δεξιά της σκηνής, εμφανίζεται ένα ημίγυμνο νεαρό κορίτσι κι ένας λευκός μεγάλος κύβος. Το κορίτσι με αργές, ακανόνιστες αλλά σταθερές κινήσεις βυθίζεται σταδιακά μέσα στον κύβο, που ομοιάζει με τάφο. Η βραδύτητα των κινήσεών της, καθώς καταδύεται στον κύβο αναδεικνύει ποικίλες και πολύμορφες σωματικές φόρμες: σχηματισμούς χεριών και ποδιών που εξέχουν από την επίπεδη επιφάνεια, ένα ασώματο κεφάλι εν είδει προτομής, σπαράγματα από αγάλματα -της κλασικής αρχαιότητας(;)-, ανθρώπινα μέλη διάσπαρτα σε εμφάνιση ή εξαφάνιση κ.ά. Ο εγκιβωτισμός μοιάζει δύσκολη και επίπονη διαδικασία. Παρότι το υλικό του κύβου δεν παρουσιάζει αντίσταση, οι κινήσεις της φανερώνουν την ακούσια κι εξ ανάγκης είσοδό της. Νοσταλγία για την ένδοξη στην ελληνική ιστορία και παράδοση, καταφυγή στο παρελθόν όταν η ελληνική σημαία ήταν αρραγής και κυμάτιζε περήφανα ; Εμβάπτιση στην παρακαταθήκη του παρελθόντος για να ανασυρθούν τα νάματα που μπορεί να γονιμοποιήσουν και να εμπνεύσουν το παρόν του ελληνισμού; Είτε η προσκόλληση και εμμονή στο αρχαίο κλέος, ως επιβαλλόμενη σχέση/μονόδρομος για την πορεία του σύγχρονου ελληνισμού προς το μέλλον του, μια σχέση/«ταφόπλακα», που καταπίνει οποιαδήποτε καινοτόμο και ρηξικέλευθη πράξη και σκέψη;

Στη συνέχεια εμφανίζεται ένας κολυμβητής με κολυμβητικό κοστούμι παλαιάς εποχής. Επιχειρεί μια εικονική «βουτιά» και προσγειώνεται στο δάπεδο της σκηνής, όπου και ξεκινά μία συνεχή και αδιάλειπτη πορεία πρόσθιας κολύμβησης, λες και βρίσκεται σε πραγματική θάλασσα. Φτάνει στο ένα άκρο της σκηνής κι αμέσως με εξαιρετικά επιδέξιες κινήσεις αναστρέφεται και κολυμπά προς το άλλο. Τον συνοδεύουν οξείς ήχοι, που διακόπτονται από τους ακανόνιστους κτύπους των ντραμς. Κάθιδρος και φανερά κατάκοπος από την «κολύμβησή» του, ακινητεί κοιτώντας προς το κοινό. Εκείνη τη στιγμή η ελληνική σημαία αποσύρεται. Ο κολυμβητής επιτελεί την «ανοιχτού ωκεανού» κολύμβησή του, η οποία ουσιαστικά επισυμβαίνει στον περιορισμένο χώρο μιας «σκηνής θεάτρου». Ο κοπιώδης αγώνας του είναι, τελικώς, ένα θέαμα. Η δυσχερής «κολύμβησή» του μάταιη και άκαρπη, καθώς χρησιμεύει μόνο ως ένα ακόμη θεατρικό δρώμενο, προς τέρψη ή «παραδειγματισμό» των θεατών του. Ένας αγώνας από πριν οριοθετημένος επί τάπητος, ελεγχόμενος και χρονομετρημένος από τον επόπτη/κριτή, που εμφανίζεται στο τέλος, για την τελική «επιβράβευση».

Στην επόμενη σκηνή εμφανίζονται οι τέσσερεις χορευτές από το βάθος, οι οποίοι υπό τους έντονους, σκληρούς ήχους της ορχήστρας, με σπασμωδικές κινήσεις, ανερμάτιστες, με ανεξέλεγκτο χειρονομιακό κώδικα, που ισορροπεί ανάμεσα στην χορογραφία και την παθιασμένη έκφραση ανομολόγητων ατομικών συναισθημάτων, παραταγμένοι σε μία γραμμή, με βηματισμούς συγχρονισμένους, κατευθύνονται προς το κοινό με επιθετική και απειλητική διάθεση! Ήχος συναγερμού κατακλύζει τον χώρο, ενώ οι κινήσεις γίνονται εντελώς ανεξέλεγκτες και ά-μορφες. Ξαφνικά ακινητούν. Οι δύο αποχωρούν, ενώ ένα ζευγάρι παραμένει κι επιδίδεται με χαλαρότητα πλέον, σ’ ένα αργό, χορευτικό ντουέτο, κατά το οποίο ο άντρας υπο-βοηθά τη γυναίκα να περπατήσει και να … συνεχίσει την πορεία της. Τη φρενήρη κίνηση, ως αντίστιξη, ακολουθεί, έτσι, η χορογραφημένη σύνθεση της επαφής και σχέσης ενός ζευγαριού σε απόλυτη αλληλεξάρτηση. Πρόκειται για τη μόνη ομαδική χορευτική εμφάνιση. Ένα χορευτικό σύνολο, ιδιόμορφο, εξατομικευμένο, καθώς καθένας εκφράζεται με τις προσωπικές του ιδιοσυγκρασιακές κινήσεις και φόρμες. Μία συνομιλία σωμάτων, εκτάσεων των μελών και ποικίλων εκφράσεων του προσώπου ως ένδειξη των ατομικών τους χαρακτηριστικών -συναισθημάτων και σκέψεων- με μόνο κοινό στοιχείο το πάθος και την ένταση, σε μια συνεχή κίνηση προς τα εμπρός. Μια ανομοιογενής συλλογικότητα/κοινότητα εν εξελίξει στον χώρο και τον χρόνο.

Ακολουθεί το πρώτο μέρος ομιλούντος λόγου, το οποίο εκφωνείται στα αγγλικά, από έναν άντρα με αμπέχονο και πολλά παράσημα στο πέτο του, ίσως από έναν αντάρτη/πολεμιστή: «Σας παρακαλώ, μην παίζετε. Μόνο να είστε.». «Συνδεθείτε. Μην μιλάτε μόνο. Δράστε! Πρέπει να κατανοήσετε τις πραγματικές καταστάσεις». Η μουσική σε έντονο ρυθμό ροκ ως και heavy metal, συνοδεύει τα λεχθέντα.

Ακολούθως, ένας άντρας, με τον κορμό του γυμνό, ο οποίος περπατά και κινείται άλλοτε σαν πίθηκος κι άλλοτε ως γορίλας, βγάζει άναρθρες κραυγές, λυγμούς, συριγμούς, κροταλίσματα. Ανορθώνεται σταδιακά, καθώς κινείται βαριά, ανασαίνοντας βαθιά, ασθμαίνοντας, ορθώνεται τελικώς, με το κεφάλι γερτό μπροστά, κι επιδίδεται σε περίτεχνης αισθητικής κινησιολογία, η οποία αφήνει να διαφανεί η σωματική του ευελιξία, που αναδεικνύει την διάταξη των μυών του αλλά και τη γεμάτη πόνο κατάστασή του: βρυχάται, βοά και ολολύζει. Η σπαρακτική κραυγή του, ενισχυόμενη από τον ηλεκτρονικό ήχο των μουσικών οργάνων, κατακλύζει και κλονίζει συθέμελα τον χώρο, διαπερνώντας και το σώμα των θεατών. Θυμίζει, λιοντάρι που απειλεί, ζώο πληγωμένο που ουρλιάζει για βοήθεια, απόγνωση παγιδευμένου όντος. Κινήσεις βίαιες και μάταιες. Μάχεται τον εαυτό του ; Σκιαμαχεί ; Πολεμά ; Ραδινός και ακίνητος σ’ ένα σημείο, συστρέφεται, διπλώνεται και ξεδιπλώνεται σε μια ανοιχτή απεύθυνση προς την έρημο ή τη ζούγκλα. Φωνή βοώντος… Μία εσωστρεφής κι ωστόσο εκ-στατική χειρονομία ενός όντος εγκαταλελειμμένου, στο σύμπαν, στον κόσμο, ανάμεσα στους άλλους, αλλά κυρίως «ενώπιος ενωπίω» με την υπόστασή του, σωματική και δια-νοητική.

Το νεαρό κορίτσι της πρώτης σκηνής επανεμφανίζεται πάλι ενώ ένας χορευτής τραβά από τη μέση της κομμάτια κολλητικής ταινίας, τις άκρες των οποίων κολλά στο δάπεδο της σκηνής ώστε να σχηματιστεί μια «φούστα» που την κρατά δεμένη με τη γη. Εκείνη με μικρές, ανεπαίσθητες κινήσεις προσπαθεί να βηματίσει και να προχωρήσει, παρ’ όλα αυτά παραμένει ακίνητη και σταθερή. Μία άλλη χορεύτρια κραδαίνοντας κουδούνια, κινείται ανάμεσα από τα εμπόδια της «φούστας», καθώς ένας εκκωφαντικός ήχος διαπερνά την αίθουσα. 
«NO MORE, no more, no more …» (Φτάνει πια), αρθρώνει σε όλους τους τόνους από το μικρόφωνο η χορεύτρια, με χαλαρή αρχικά, ολοένα κλιμακούμενης έντασης φωνή έως εξαντλήσεως κάθε δυνατού ρυθμού, συνοδεία αντίστοιχων ήχων. Το ακινητοποιημένο κορίτσι, δεσμευμένο και αγκιστρωμένο, λαμβάνει στάσεις και φόρμες απαράμιλλου αισθητικού κάλλους, που συνομιλούν διακειμενικά με αγάλματα της Αφροδίτης, της Νίκης κ.ά. Αναγνώριση και καταγγελία της εξάρτησης του όντος από ποικίλες ιδεολογικές και υλιστικές δεσμεύσεις, οι οποίες σαν σχοινιά περιστέλλουν τους βαθμούς ελευθερίας και κίνησης κι εξαντλούν τα όρια αντοχής. Οι απέλπιδες προσπάθειες βηματισμού της κοπέλας απλώς επιβεβαιώνουν το γεγονός της πλήρους κατίσχυσης των παραμέτρων που εμποδίζουν την ελεύθερη κίνηση.  

«Human dignity» και «Right to life» (Ανθρώπινη αξιοπρέπεια και δικαίωμα στη ζωή), είναι οι επόμενες ρήσεις που διατρέχουν την αίθουσα, ως κραυγές, την ίδια στιγμή που ένα ζευγάρι εμφανίζεται, -άντρας-γυναίκα- ντυμένο με κοστούμια. Παλεύουν, με συνεχείς, μονότονες, πανομοιότυπες κινήσεις ασταμάτητα. Χορογραφημένες γροθιές, σπρωξίματα, τραβήγματα, που ομοιάζουν με λαβές από πολεμικές τέχνες. Αναπαριστούν μια αντιπαράθεση, η οποία επαναλαμβάνεται συνεχώς με στερεοτυπικό τρόπο. Κανείς δεν νικά, κανείς δεν χάνει. Πρόκειται, έτσι, για ένα ομοίωμα (simulacrum) αντιπαράθεσης, πάλης ή μάχης, αφού οι στερεότυπες κινήσεις τους αναδεικνύουν τη ματαιότητα του εγχειρήματος, με την ανύπαρκτη έκβαση. Η φαινομενική αντιπαλότητα καθίσταται, έτσι, «καθεστώς». Τουτέστιν, μια άγονη, αναποτελεσματική, αλυσιτελής αντιπαλότητα, η οποία έχει απολέσει τη δυναμική της για αλλαγή, μεταβολή ή πρόοδο της κατάστασης. Η δήθεν πολεμική καταλήγει, έτσι, απλώς σε τακτικισμό. Πρόκειται, για μια αναφορά στα πάσης φύσεως αντιπαρατιθέμενα δίπολα που προβάλλονται ως μείζονες συγκρούσεις και διαφωνίες και οι οποίες διαιωνίζονται εσαεί, προς χάριν της εξουσίας, η οποία συντηρώντας την «στερεοτυπική» πολεμική, αποφεύγει την οποιαδήποτε εναλλακτική διέξοδο: διαφυλικά (αρσενικό-θηλυκό), δια-πολιτισμικά (ανατολή-δύση), κοινωνικά (κοινωνικές τάξεις), πολιτικά (πλασματικοί κομματικοί διαξιφισμοί), θρησκευτικά κ.ο.κ.

Το ημίγυμνο κορίτσι εμφανίζεται και πάλι μαζί με τον αρχικό κύβο, αλλά τώρα τα χέρια και ο κορμός του είναι περισταλμένα από κολλητικές ταινίες. Ανεβαίνει στον κύβο/βωμό, στέκεται όρθια, και προσπαθεί απεγνωσμένα να απεγκλωβιστεί, ενώ το μόνο που ακούγεται είναι ο υποτονικός ήχος των ταινιών που σπάζουν ή ξεκολλούν από το σώμα της. Μια χρυσαλλίδα που απορρίπτει το κουκούλι της. Μια αναγέννηση. Η υποδήλωση μιας διαφαινόμενης αλλαγής. Η χορογράφος Λίντα Καπετανέα εμφανίζεται και απευθύνεται στο κοινό: «Αυτό το σώμα, η μουγκή αφήγηση, άστοχο δημιούργημα, ρυπαρή σάρκα, εφήμερο, τυχαίο, εντροπία και ντροπή! Έλλογη κατασκευή, καταπιεστική τελειότητα, μολυσμένο με φαντασιώσεις του τίποτα. Κατανάλωσα το σύμπαν. Μορφή χωρίς όριο. Αυτό είναι το θέατρο που παίζω. Αυτό με τρέφει.». Ο κολυμβητής εμφανίζεται ξανά και διατρέχει τη σκηνή παίζοντας ένα «τόπι». Τα φώτα σβήνουν.

Το χοροθεατρικό αυτό δρώμενο της ομάδας RootlessRoot -η οποία ιδρύθηκε από τη Λίντα Καπετανέα (Ελλάδα) και τον Γιόζεφ Φρούτσεκ (Σλοβακία) το 2006- είναι ένα εξαιρετικό σκηνικό παράδειγμα της αλληλοδιείσδυσης των ειδών ή καλύτερα της εγγενούς συνάφειάς τους. Σκηνικές εικόνες, χορός, ήχος/μουσική και λόγος αλληλοσυμπληρώνονται ή ενίοτε αντιπαρατίθενται γόνιμα, δημιουργώντας μια εντελή σύνθεση. Το σκηνικό αφήγημα χτίζεται σταδιακά. Οι θεματικές ξεδιπλώνονται αβίαστα και περιχωρούνται, με κύριο άξονα τη χορευτική αφηγηματολογία και κινησιολογία, η οποία εκπλήσσει με το κράμα φυσικότητας, οικειότητας και συγχρόνως αν-οικειότητας χειρονομιών. Ο λόγος τονίζει και διαλευκαίνει το σκηνικό τοπίο, εισάγοντας νέες παραμέτρους θέασης των δρώμενων. Η ηχητική/μουσική παρουσία, αυτοδύναμη αλλά και σημαίνουσα, εντείνει κι επιτείνει τις δράσεις, συνομιλώντας με το θυμικό. Η δεξιότητα και η ακρίβεια στην επιτέλεση, από όλους ανεξαιρέτως τους χορευτές (Manuel Ronda, Anna Calsina-Forrellad, Nathan Jardin, Λίντα Καπετανέα), είναι αξιοθαύμαστη. Πρόκειται, για μνημείο καθαρότητας και διαύγειας σκηνικών εικόνων και λόγου, που κατορθώνει να διευρύνει τα όρια της υλικής σωματικότητας, ώστε να αποδώσουν έννοιες και καταστάσεις του όντος, στην ατομικότητά του αλλά και στη συγχρονία και τη διαχρονία του (Σύλληψη /Χορογραφία: Λίντα Καπετανέα, Γιόζεφ Φρούτσεκ, Δραματουργία: Martin Kubran). Η χοροθεατρική ομάδα Rootlessroot φαίνεται ότι στοχάζεται πάνω στα ζητήματα της εποχής μας, αξιοποιώντας με τρόπο άμεσο και λιτό τα μέσα και τα εργαλεία της τέχνης, χωρίς κομπασμούς και βερμπαλισμούς. Η σκηνική της καθαρότητα και ευθυβολία, την κατατάσσει ανάμεσα στους καλύτερους σκηνοθέτες και δημιουργούς σκηνικών εικόνων.

Άραγε η σκηνική αυτή δραματουργική σύνθεση αφορά μόνο την Ελλάδα και τους Έλληνες; Μάλλον όχι. Αφορμάται απλώς από την ελληνική ιστορική συγκυρία. Η παράσταση συνδιαλέγεται με το απανταχού ανθρώπινο ον, με την υπαρκτική και την κοινωνική του θέση, τη φύση και τους εξουσιαστικούς περιορισμούς που υφίσταται. Με το παρόν, το μέλλον και το διηνεκές του. «Όταν τα σκυλιά επιτέθηκαν στα αφεντικά τους», είναι ο τίτλος της παράστασης. Τα «σκυλιά» και τα «αφεντικά» είναι επιδεκτικά ανεξάντλητων σημασιολογικών προσδιορισμών, όπως άλλωστε και η «επίθεση» ως κατηγορική έννοια. Απομένει σε μας, τους σύγχρονους αποδέκτες, να διευκρινίσουμε και να ταυτοποιήσουμε τους όρους και τις συνθήκες, με αναφορά στο οικείο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Άλλωστε, ο χρόνος «παίζει» εσαεί,  όπως και ο κολυμβητής της παράστασης με το «τόπι» του. Το «μεταβάλλον αναπαύεται», όπως είπε και ο Εφέσιος φιλόσοφος, Ηράκλειτος.

*Η Εύη Προύσαλη είναι Δρ. Θεατρικών Σπουδών – Κριτικός Θεάτρου