του Κωνσταντίνου Πουλή

Είχαμε κάποτε έναν θυμόσοφο μάστορα στο πατρικό μου σπίτι, που έβαζε πλάκες Πηλίου. (Δεν έβαζε τετράγωνα πλακάκια γιατί μετά από λίγο ανακάλυπτε ότι αρχίζει ασυναίσθητα να βιάζεται). Φεύγοντας το πρωί τον ρωτάω βιαστικά τι κάνει και μου απαντά: «Τι να κάνουμε; Πόλεμος. Δεν το ξέρεις; Οι νεκροί βρίσκονται εντός των συνόρων. Στο Σεράγεβο διασκεδάζουν». Παρά την εμφανή αμετροέπεια, η φράση με είχε αφήσει εμβρόντητο. Πρώτον, διότι είναι κάπως ασυνήθιστη απάντηση στο «καλημέρα, πώς πάει;» Δεύτερον, διότι έτσι είναι η στάθμιση του δικού μας και του ξένου πόνου.

Ο Σπαλιάρας είχε την ατυχία να βρίσκεται ένα μικρόφωνο μπροστά στο στόμα του όταν είπε την ανοησία για τους «λαθρομετανάστες» που την περνάνε κοτσάνι σε σύγκριση με τους παίχτες του Survivor, αλλά η σκέψη του είναι εντελώς φυσιολογική: χίλιες βεργιές σε ξένο κώλο δεν πονάνε. Θυμήθηκα και έψαξα να βρω μια αφήγηση που περιέχεται σε μια έκθεση των Γιατρών Χωρίς Σύνορα:


«Πρώτα κατάφερα να φτάσω στην Τουρκία μέσω του Ιράν με τον αδερφό μου αλλά μετά από ένα μήνα μας συνέλαβαν και μας γύρισαν στο Αφγανιστάν με αεροπλάνο. Μερικές εβδομάδες αργότερα επέστρεψα πάλι στο Ιράν. Εκεί έπρεπε να δουλέψω για τους διακινητές για τέσσερις μήνες για να πληρώσω για το ταξίδι μου. Με είχαν κλεισμένο σε ένα σπίτι στο Ιράν για δέκα μέρες, μόνο με νερό και ψωμί πριν με πάρει ο διακινητής για δουλειά. Σε εκείνο το μέρος ήταν πολύ άσχημα. Ο διακινητής μαστίγωνε όποιον διαμαρτυρόταν. Μετά από τέσσερις μήνες με μετέφεραν στην Τουρκία. Ήμουν στην Κωνσταντινούπολη κλειδωμένος σε ένα υπόγειο για 40 μέρες. Δεν είδα τον ήλιο για 40 μέρες. Οι διακινητές ζητούσαν περισσότερα χρήματα. Με απείλησαν ότι θα με κρατούσαν εκεί για πάντα, αν δεν τους έδινα τα επιπλέον χρήματα. Οι διακινητές μπορούσαν να σε κάνουν να φοβηθείς πολύ. Μας απειλούσαν όλη την ώρα ότι θα μας σκοτώσουν. Μια φορά με χτύπησαν στο κεφάλι και στο χέρι με ένα χοντρό ξύλο. Δεν μπορούσα να κουνήσω το χέρι μου για δύο εβδομάδες. Ένας ξάδερφος μου πλήρωσε τα χρήματα και έτσι μετά από 40 μέρες με άφησαν από το δωμάτιο που με κρατούσαν».

Άντρας από το Αφγανιστάν, 24 ετών

Είχα έναν καθηγητή στο σχολείο που μας έλεγε ότι όταν δει μια εικόνα στις ειδήσεις με παιδιά που υποφέρουν δεν μπορεί να κοιμηθεί για μια εβδομάδα. Δύο πιθανότητες υπάρχουν:  ή δεν έβλεπε ειδήσεις ή έλεγε ψέματα και κοιμόταν του καλού καιρού. Διότι δεν έχω καμία αμφιβολία ότι ο άνθρωπος δεν ζει χωρίς ύπνο και ότι όποτε ανοίξεις τις ειδήσεις κάποιος υποφέρει. Ζούμε λοιπόν όλοι, και οι ευαίσθητοι και οι αναίσθητοι, όπως ο Σπαλιάρας. Αγνοώντας τον ξένο πόνο, ζώντας μέσα στις μικροανέσεις και τα μικροπροβλήματά μας.

Η σκέψη του Σπαλιάρα απηχεί μέχρι κεραίας την κακή σκέψη όλων μας: τον εκνευρισμό μας για όσα μάς ψιλοενοχλούν. Έχετε μιλήσει ποτέ με καραβοτσακισμένο άνθρωπο, που σου λέει «Να εκτιμάς αυτά που έχεις;» Ανόητη σοφία. Κανείς δεν μπορεί να εκτιμήσει αυτά που έχει, γιατί ο ξένος πόνος δεν νιώθεται, οπότε είναι φυσιολογικό να σκέφτεται κανείς την παρανυχίδα του, όχι τους βομβαρδισμούς σε μια μακρινή χώρα. Ακόμη καλύτερα, να μισεί αυτούς που του φέραν τη δυστυχία στην πόρτα του. Αυτούς που τολμάνε να του θυμίζουν ότι έχει και χειρότερα, μάλιστα τόσο χειρότερα που θα έπρεπε να πλύνουμε το στόμα με σαπούνι πριν να μιλήσουμε για τα βάσανά μας.

Πώς το ξεπερνάμε αυτό ώστε να μην είμαστε ανάλγητα γαϊδούρια; Πολύ δύσκολα. Όσο έχουμε την τύχη να μη βομβαρδίζει κανείς το σπίτι μας, που δεν τη θεωρώ καθόλου αυτονόητη και δεδομένη, θα χρειαστεί να ασκηθούμε στο να νοιαζόμαστε. Εκεί έχω να προτείνω κάτι ασυνήθιστο.

Θυμόμαστε την περίφημη φράση του Τερέντιου, το «Τίποτε ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο». Το αίτημα της πλατιάς κατανόησης, μιας κατανόησης που περικλείει τις αγωνίες του χούλιγκαν τοπικής ομάδας, του φιλοτελιστή που αυτοκτονεί, της κυρίας που επιπλήττει την καθαρίστριά της και του βομβιστή αυτοκτονίας, χρειάζεται να απλωθεί προς όλες τις πλευρές. Προς την πλευρά του μετανάστη και του πρόσφυγα, των παθημάτων του και της συμφοράς του, και μαζί, τολμώ να πω, προς τον Σπαλιάρα. Η απέλπιδα προσπάθειά μας να κατανοήσουμε το ακατανόητο θα πρέπει να παλέψει για να καταλάβει και γιατί δεν συμφωνούν όλοι μαζί μας. Με όλο τον εκνευρισμό που μπορεί να μας προκαλούν, είναι πολλοί και δεν ωφελεί μόνο να τους βρίζουμε.

Η εμπειρία μου (η μικρή) από την κατανόηση της άλλης πλευράς μού δείχνει ότι όταν αναρωτιέσαι αν ο άλλος είναι αφελής ή φασιστάκι, οι πιθανότητες είναι μεγαλύτερες να ισχύει το δεύτερο. Έτσι την είχα πατήσει με το Ωραιόκαστρο. Η κωδική λέξη «λαθρομετανάστες»  συνήθως είναι σήμα κινδύνου: εστιάζει στην παραβίαση της νομιμότητάς μας, όχι του προσφυγικού τους δράματος. (Ακόμη και όταν ανακάλεσε ο δεινοπαθήσας γόης, αυτή η λέξη παρέμεινε.)

Ο Μπαλζάκ έπαιρνε λέει στο κατόπι τους φτωχούς περαστικούς: «ένιωθα τα κουρέλια τους στη ράχη μου, περπατούσα μέσα στα τρύπια παπούτσια τους». Ένα από τα επιτεύγματα της λογοτεχνίας, όταν πετυχαίνει το μίγμα, είναι ότι μπορούμε να καταλάβουμε για λίγο τα πάθη κάποιου άλλου. Αυτό, ας μη γελιόμαστε, είναι δύσκολο και σπάνιο. Γι’  αυτό υπάρχει αυτή η παροιμία που την κλωθογυρίζω στον νου μου κάθε τρεις και λίγο, που θα την ήθελα να χαραχτεί ως επιτύμβιο επίγραμμα στο μνήμα μου, όταν με το καλό ακολουθήσω κι εγώ τις ορδές των πρώην ζωντανών στην ανυπαρξία: Χίλιες βεργιές σε ξένο κώλο, λίγες είναι.

Αυτή είναι η πρώτη πηγή της βαρβαρότητας, που χρειάζεται να αντιμετωπίσουμε. Ξεκινάει από τον κακό μας εαυτό και φτάνει μέχρι τον φασίστα της γειτονιάς μας, με μότο το «ας καεί ο κόσμος, αρκεί να πιω το τσάι μου». Δεν καταργεί σε καμία περίπτωση τις διαφορές ανάμεσα στους ανθρώπους, αλλά είναι αδυναμία πιο βαθιά από μια στραβή ψήφο.

Υ.Γ. Δεν ήθελα να γράψω βιαστικά για τους καφέδες στους Φίλη και Ξυδάκη. Θα γράψω όμως ένα εκτενές γράμμα για τον μελλοντικό ΣΥΡΙΖΑ, το έχω σκεφτεί. Είναι ένα γράμμα που θα απευθύνεται στον αντιμνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ του μέλλοντος, που θα κάνει αντιπολίτευση στον Κυριάκο Μητσοτάκη και θα αναρωτιέται γιατί τον αποπαίρνουν.

Υ.Γ.2 Έχω γράψει άλλες 272 λέξεις που απαντούν στο ερώτημα γιατί κάθομαι και ασχολούμαι με τον Σπαλιάρα, και μήπως δεν έχω παρατηρήσει ότι δεν είναι πολιτικός ή διανοούμενος. Δεν χωρέσαν, αλλά τις έχω κρατήσει για τα σχόλια, αν επανέλθει αυτή η κριτική.