Το Δ.Σ. του Ταμείου ενέκρινε επί της αρχής τη συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα με 1,6 δισ. ευρώ, τα οποία και θα εκταμιευτούν μόλις αποσαφηνιστούν τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους. Μέτρα στα οποία εξακολουθεί να καλεί τους Ευρωπαίους, καθώς συνεχίζει να υπογραμμίζει πως είναι εξαιρετικά μη βιώσιμο.
 
«Αν και οι διαφορές μεταξύ του Ταμείου και των Ευρωπαίων εταίρων της Ελλάδας έχουν περιοριστεί, τα στελέχη του ΔΝΤ εκτιμούν ότι μια στρατηγική ελάφρυνσης που βασίζεται στη διατήρηση χωρίς προηγούμενο υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, ή σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης για μακρό χρονικό διάστημα, δεν είναι αξιόπιστη. Γι’ αυτό χρειάζεται περαιτέρω σύγκλιση σε μια στρατηγική που θα βασίζεται σε πιο ρεαλιστικές υποθέσεις…» αναφέρει σχετικά στην ανακοίνωσή του.
 
Ζοφερή εικόνα περιγράφεται για την ελληνική οικονομία και για τους στόχους των πρωτογενών πλεονασμάτων, καθώς αναφέρει μεν πως τα μέτρα που έχουν θεσμοθετηθεί για το 2019 και 2020 θα συμβάλουν στην επίτευξη του 3,5% του ΑΕΠ που έχει ως στόχο το μνημόνιο έως το 2022, τονίζουν όμως πως από εκεί και έπειτα θα χρειαστεί να μειωθεί ο στόχος στο 1,5%, εννοώντας, προφανώς, πως σε διαφορετική περίπτωση θα χρειαστούν περαιτέρω μέτρα για την επίτευξή του.
 
Μάλιστα, υπογραμμίζει πως το δημοσιονομικό περιθώριο που θα δημιουργηθεί σε μια τέτοια περίπτωση θα πρέπει να διατεθεί για να υποστηριχθούν οι επενδύσεις, να μειωθούν οι φόροι και να ενισχυθεί το δίχτυ κοινωνικής προστασίας.
 
Δύο ακόμα σημεία που προβληματίζουν από την ανακοίνωση του Ταμείου, είναι εκείνα για τα εργασιακά και τη στρατηγική για τον χρηματοπιστωτικό τομέα.
 
Συγκεκριμένα, η Κριστίν Λαγκάρντ κάλεσε την κυβέρνηση να επανεξετάσει την απόφασή της για επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων που έχει προαναγγείλει για τη λήξη του μνημονίου, ενώ ζητεί επιπλέον να προχωρήσει στην απελευθέρωση των κλειστών επαγγελμάτων και της κυριακάτικης λειτουργίας των καταστημάτων.
 
Για τις τράπεζες, το ΔΝΤ θεωρεί υπεραισιόδοξες τις υποθέσεις για τον χρηματοοικονομικό τομέα και τα κόκκινα δάνεια, καλώντας τις εποπτικές αρχές να ενισχύσουν τα κίνητρα για μείωση των κόκκινων δανείων, καθώς και να ολοκληρώσουν μία αξιολόγηση του χαρτοφυλακίου, προχωρώντας σε ακόμα ένα stress test για τις ελληνικές τράπεζες. «Οι εποπτικές αρχές πρέπει να κάνουν επιπλέον ενέργειες, περιλαμβανομένων επικαιροποιημένων asset quality review και στρες τεστ, ώστε να εξασφαλιστεί ότι οι τράπεζες είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες πριν από το τέλος του προγράμματος», δήλωσε η επικεφαλής του Ταμείου.
 

ΕΚΤ: Ειλημμένες οι αποφάσεις για τις τράπεζες

 
«Η τραπεζική εποπτεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έχει αποφασίσει για τις εποπτικές προτεραιότητές της, σχετικά με τις ελληνικές τράπεζες για τους επόμενους 12 μήνες. Είναι γνωστές και περιλαμβάνουν, για παράδειγμα, επιτόπιους ελέγχους σε συγκεκριμένους τομείς των διάφορων ελληνικών τραπεζών» τονίζει σε δήλωσή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ εκπρόσωπος της ΕΚΤ. «Εάν/όταν γίνει αίτημα για την προσθήκη επιπρόσθετων δραστηριοτήτων, σε αυτό το εποπτικό της πρόγραμμα, η τραπεζική εποπτεία της ΕΚΤ θα πρέπει να αποφασίσει σχετικά».
 
Την ίδια ώρα, η αντίδραση της Κομισιόν κρίνεται θετική, καθώς δια στόματος του Επιτρόπου για την Οικονομία, Πιέρ Μοσκοβισί, διαμηνύει την ικανοποίησή της για τις αποφάσεις. Συγκεκριμένα, ο Γάλλος ανέφερε ότι η συμφωνία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) όσον αφορά την Ελλάδα είναι ένα «πολύ θετικό σήμα για τις αγορές».