του Αντώνη Ανδρουλιδάκη

Τα βογγητά ενός μισοπεθαμένου κόσμου, τα χαχανητά των ανέμελων γερόντων-εφήβων, οι γκρινιάρικες εμμονές των απαιτητικών παιδιών, χαλαρώνουν, απομακρύνονται, καθώς φορώ τα ακουστικά μιας λιτανείας του κύματος. Ταξιδεύω το ενδιαφέρον του Εαυτού μου, έξω από τον περίκλειστο κόσμο των άλλων ενδιαφερόντων για να εισέλθω στον κόσμο των ενδιαφερόντων των Άλλων.

Ταξιδεύω τον Εαυτό μου σημαίνει πως εκχέω το κουρασμένο σαρκίο μου στο εκμαγείο μιας διακοπής και αναδύομαι εκ νέου χαρούμενος, ανανεωμένος και ενδιαφέρων. Είμαι επιτέλους ενδιαφέρων για τους άλλους. Έχω το ενδιαφέρον των άλλων. Δηλαδή, έτσι «είμαι». Κυρίως αναδύομαι μέσα από τις φωτογραφίες των διακοπών μου στον τόπο του ενδιαφέροντος των Άλλων. «Φορτίζω τις μπαταρίες» ενός Εαυτού-gadget εξυπηρετικού ενός συστήματος εργασίας.

Αλλά, αν είμαι στο πεδίο ενδιαφέροντος του Άλλου, γιατί νοιώθω τόσο βαρετά, τη στιγμή μάλιστα που είμαι βέβαιος πως η τελευταία ηδονιστική σέλφι μου είναι καλύτερη από κάθε άλλη που έχω δει να κυκλοφορεί «εκεί έξω»; Όσο το ερώτημα αυτό δεν απαντάται, η καταφυγή θα είναι  «ε λοιπόν, είτε σας αρέσει είτε όχι εγώ θα αποσπάσω το ενδιαφέρον σας!

Για τον νηπιώδη ψυχισμό οι διακοπές είναι ένα βασικό συστατικό μιας ζωής που είναι «καλή», γιατί ζωή χωρίς διακοπές δεν είναι μια καλή ζωή, αναμφίβολα. 29 κατασκευαστές εργατικής αποδοτικότητας συνιστούν ολιγοήμερη φόρτιση της επιδοσιακής μπαταρίας μου, προκειμένου μετά να «μπορώ» να με αυτό-εκμεταλλεύομαι. Η φωτογραφία των διακοπών μου είναι το πιστοποιητικό της μελλοντικής επιδοσιακής μου επάρκειας. 

Μερικές δεκαετίες πριν αν ο παππούς μου έφευγε για διακοπές, για ένα ταξίδι, όταν επέστρεφε θα ήταν ένας περισσότερο σοφός άνθρωπος που θα μπορούσε να ξεκινάει τις διηγήσεις του με την μαγευτική, για το ακροατήριο, έκφραση «όταν είχα πάει…».  Σήμερα, ο χρόνος έχει σημασία μόνο ως ενεστώτας:  είμαι εδώ τώρα, φωτογραφίζομαι εδώ, τώρα κάνω τσεκ ιν εδώ! Και αυτός ο ενεστώτας αφαιρεί κάτι από τη σοφία, ενώ προσθέτει στον ναρκισσισμό και στην ακόρεστη ανάγκη για προσοχή. Το «όταν είχα πάει…» ακούγεται σαν μια βαρετή γεροντίλα, σαν μια νερόβραστη ξεπερασμένη από τα γεγονότα είδηση, σαν μια μουσειακή νοσταλγία, ανίκανη να προσελκύσει το ενδιαφέρον του Άλλου, παρά μόνο το σαρκαστικό του μειδίαμα για μια άνευ νοήματος παρελθοντολογία.

Αν είναι κάτι που έχει αλλάξει δραματικά στο χαρακτήρα των ταξιδιών στις τελευταίες δεκαετίες είναι πως, καθώς ταξιδεύουμε σταματήσαμε να αναρωτιόμαστε, ίσως γιατί αφοσιωθήκαμε στο να θαυμάζουμε. Και προφανώς είναι πολύ διαφορετικό ένα στοχαστικό «ταξίδι ε;» από ένα θαυμαστό «ταξίδι ουάου!». Ίσως βέβαια και να φταίει ότι γενικότερα έχουμε χάσει την ικανότητα μας να αναρωτιόμαστε κι έτσι την «πλήρωσαν» κάπως και τα ταξίδια ή οι διακοπές.

Αλλά ο ηδονισμός τα έχει αυτά τα κουσούρια. Ανεβασμένοι όλοι στο θεατρικό σανίδι ενός άκαρδου κόσμου, μασκαρεμένοι με την εκάστοτε επιβεβλημένη αντικοινωνική μουτσούνα που κατά τα λοιπά παριστάνει την κοινωνικότητα, δεν μπορεί παρά να εισπράττουμε το φθόνο, έστω κι αν κάνουμε κάπως τους ανυποψίαστους περαστικούς.  Στην πραγματικότητα,  κάθε ηδονιστική ποδοσέλφι αναζητά το φθονερό φεισμπουκικό θαυμασμό που της «αξίζει», με σκοπό την αλληλοτροφοδότηση και την υπεραναπλήρωση τυχόν ψυχικών δυσλειτουργιών, ενώ σχετικές πληροφορίες διατίθενται εντός του «συστήματος διακοπών».

Ταξιδεύω σημαίνει ταξιδεύω τον Εαυτό μου… και άρα και το πόδι μου. Και άρα και το νυχάκι του μικρού δακτύλου του ποδιού μου. Και αυτό ακριβώς το απειροελάχιστο του «είναι» μου, επιθυμώ να είναι αρκετό για να προκαλέσει την προσοχή και το αμέριστο ενδιαφέρον του Άλλου, αποφεύγοντας έτσι να ασχοληθεί κανείς με το όλον μου. «Ούτε στο νυχάκι μου δεν φτάνεις», είναι ο υπαινιγμός. Είναι ένα ταχυδακτυλουργικό κόλπο -αυτός ο εντοπισμός στη μερικότητα- που με απαλλάσσει από την ανάγκη της ολόπλευρης αποκάλυψης. Καθώς σχεδόν ένας ολόκληρος χρόνος έχει εξατμιστεί κυριολεκτικά μέσα στην κοπιώδη ρουτίνα της επίδοσης, με μια εργασία που με καίει και με σφάζει καθημερινά, μια ποδοσέλφι είναι ικανή να προκαλέσει τόσο φθονερό θαυμασμό που στο τέλος ίσως κάνει και την ίδια τη ζωή μου να μοιάζει θαυμάσια. Ο φθόνος των άλλων δεν είναι παρά η ατράνταχτη απόδειξη του θαυμάσιου κόσμου μου. Ο φθόνος των άλλων σχεδόν επιδιώκεται για να επιβεβαιώσει αυτή τη παιδαριώδη φαντασιοπληξία. Και όσο πιο πολλές φωτογραφίες και τσεκ ιν από το «θαυμαστό τώρα», τόσο μεγαλύτερες οι πιθανότητες ενός φθόνου που θα το επιβεβαιώνει.

Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο. Μοιράζομαι τώρα στην ταξιδιωτική εμπειρία μου με την εδραιωμένη πεποίθηση ότι η εμπειρία μου αυτή αξίζει να μοιραστεί. Είναι μια μοναδική και ανεπανάληπτη εμπειρία που σίγουρα όλοι θα ήθελαν να ζήσουν -και τι κρίμα που μόνο εγώ μπορώ- και που αναμφίβολα φέρει μια εγγενή αξία από μόνη της. Γενικώς, οι εμπειρίες μου, οι εμπειρίες οι δικές μου, του Εαυτού μου, έχουν αυτό το μοναδικό χαρακτηριστικό. Να είναι μοναδικές και για τους άλλους…που με φθονούν γιατί δεν τις έχουν.  Οι εμπειρίες μου ενδιαφέρουν και μέσα απ’ αυτές ενδιαφέρω κι εγώ! Το ταξίδι, οι διακοπές, γίνονται ένα προνομιακό πεδίο άσκησης του ναρκισσισμού μου. Ένας ακόμη τρόπος ψευδαισθητικής απελευθέρωσης από το χυλό της ομοιομορφίας, που παριστάνει την κοινωνία. Μια διαφυγή από την υπαρξιακή συντριβή. 

Μάλλον χρειαζόμαστε επειγόντως έναν κόσμο όπου «ταξιδεύω» θα σημαίνει όλο και πιο πολύ «ταξιδεύω τον αγαπημένο Άλλο». Τον παίρνω αγκαλιά και τον ταξιδεύω. Τον πάω διακοπές. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον να ταξιδεύουμε. Να κάνουμε τις διακοπές μας. Όταν ταξιδεύω με τον αγαπημένο Άλλο δεν είναι ανάγκη να εισχωρώ και εγώ σε διαφημίσεις. Τα όρια της ύπαρξης ανακαλύπτονται εκ νέου, δεν χάνονται, δεν διαχέονται, μέσα σε φωτισμένες γαλάζιες οθόνες. Και κάπως έτσι, το ταξίδι, οι διακοπές, εγώ, γεννιόμαστε ξανά μέσα στον τόπο του Άλλου. Χρειαζόμαστε μια αποκατάσταση του «ταξιδεύω» περισσότερο ως το «αναρωτιέμαι ενός ερωτευμένου» και λιγότερο ως η αποφόρτιση ενός καμένου (burn out) Εαυτού μέσα στο τίποτα ενός ανέραστου θαυμασμού.

Στην Κοινωνία της Κόπωσης και της απεριόριστης και θαυμαστής θετικότητας, οι διακοπές, το ταξίδι, είναι το κόκκινο πανί που αποσπά την προσοχή, προσελκύει το ενδιαφέρον, για να περνάει απαρατήρητος ο καπιταλιστικός ταυρομάχος.