του Κωνσταντίνου Πουλή

Η Ελλάδα είναι ένα πλοίο στο οποίο βουλιάζουμε όλοι μαζί και η κρίση θεραπεύεται όπως μια ασθένεια, με επώδυνα πλην απαραίτητα φάρμακα. Αυτές οι εικόνες ανήκουν στο βασικό οπλοστάσιο των μνημονιακών κλισέ, και αυτό τις καθιστά ακόμη πιο ενδιαφέρουσες, γιατί ο φορέας τους δεν αντιλαμβάνεται το βάρος τους. Ας τις ζυγίσουμε λοιπόν.
 
O Τσίπρας στη συνέντευξη στην Guardian παρομοίασε τα μέτρα που λαμβάνει η κυβέρνησή του (που  λαμβάνουν όλοι, εδώ που τα λέμε) με
 
“ένα απαίσιο φάρμακο που υπομένει κανείς όταν κινδυνεύει η ζωή του” […] “Κρατάς τη μύτη σου και το παίρνεις… Ξέρεις ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος.. Γιατί έχεις δοκιμάσει τα πάντα για να επιζήσεις, να κρατηθείς στη ζωή”.
 
Αυτή η μεταφορά τού άρεσε αρκετά ώστε να την επαναλάβει στη συνέντευξη στον Alpha:
 
“όλα κρίνονται από το αποτέλεσμα. Είναι σαν να έχουμε έναν ασθενή. Του εφαρμόζουμε μια θεραπεία, του εφαρμόζουμε ταυτόχρονα ένα κοκτέιλ θεραπειών. Σημασία έχει να γίνει καλά ο ασθενής”
 
Ποιο είναι το υπονοούμενο αυτής της φράσης, που είχε χρησιμοποιήσει και ο Στρως Καν; Εκεί γινόταν πιο σαφές: Ο Στρως Καν ζητούσε από τους ασθενείς να μη μάχονται εναντίον του γιατρού: “Είναι ψευδαίσθηση”, έλεγε, “να νομίζει κανείς ότι μπορεί να θεραπευτεί αλλάζοντας τον γιατρό που συνταγογραφεί ένα δυσάρεστο φάρμακο”.
 
Ας μην αθροίζουμε περισσότερα παραδείγματα: Το αλληγορικό βάρος είναι σαφές και έχει τον πιο γνωστό πρόσφατο πρόγονό του στον γύψο,  του δικτάτορα Παπαδόπουλου ή στην κωμική αναπαραγωγή του στη σχετική ταινία του Βέγγου, “ο Θανάσης στη χώρα της σφαλιάρας”.
 
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ότι κανείς γνωστικός δεν αμφισβητεί τον γιατρό του. Αυτή είναι η βάση του επιχειρήματος, που εξηγείται από τον Πλάτωνα στην Πολιτεία, όταν λέει πως έτσι είναι η φύση των πραγμάτων: ο άρρωστος θα απευθυνθεί στον γιατρό (Πολιτεία 489B) και αυτός που θέλει να κυβερνηθεί σε αυτόν που ξέρει να τον κυβερνά.

Ορίστε λοιπόν η πηγή της αναλογίας του πρωθυπουργού μας, στο μέσο μιας συντροφιάς που δεν είναι καθόλου ευχάριστη, αν το καλοσκεφτείς. Όχι για όλους, αλλά για όποιον θα ήθελε να τοποθετείται σε μια δημοκρατική παράδοση. Για την ακρίβεια, κριτική ασκείται στον Πλάτωνα και για τα δύο μέρη αυτής της πρότασης: και για το πολιτικό και για το ιατρικό. Ως προς το ιατρικό, διότι όλο και περισσότερο η στάση αυτή που αφήνει τον ασθενή έρμαιο της ιατρικής αυθεντίας δέχεται κριτική και η ιατρική κοινότητα επιζητεί να τον εφοδιάσει με τα μέσα που θα του επιτρέψουν, παρότι δεν είναι γιατρός, να αποφασίζει για τη ζωή του. “Αυτονομία” το ονομάζουν στη βιοηθική (βλ. το τρίτο μέρος εδώ) και εννοούν ότι το γεγονός πως κάποιος είναι ασθενής δεν σημαίνει ότι απαιτείται να βάλει κάποιον κεχαγιά στ’ αρχίδια του χωρίς όρια. Ποια μπορεί να είναι αυτά τα όρια; Ας αφήσουμε λίγο τον Πλάτωνα και τη βιοηθική και ας στραφούμε στην πρόσφατη εμπειρία μας: ο Στρως Καν είναι ένας σχεδόν ξεχασμένος πολιτικός που σημάδεψε την αγαθή πρώτη επαφή μας με τον κόσμο των μνημονίων, αλλά στιγματίστηκε από τον βασικό κίνδυνο αυτής της μεταφοράς: ένα μικρό λαθάκι (και κάτι σκάνδαλα που δεν είναι της ώρας).
 
Μάλιστα, επειδή το ΔΝΤ έχει ένα μάλλον κακό ιστορικό με τέτοια λάθη, μπορεί να προχωρήσει κανείς λίγο περισσότερο, βρίσκοντας και πάλι παρηγοριά και έμπνευση στον Πλάτωνα. Ο γιατρός είναι ο πιο ικανός για να θεραπεύσει αλλά και για να σκοτώσει. Αν όμως, λέει ο Πλάτων, ο γιατρός βαλθεί να δηλητηριάσει έναν πλούσιο, εκεί παίζει ρόλο ένα εξωιατρικό κριτήριο, που είναι η γνώμη και η επιθυμία του. Α γεια σου, αυτό λέμε κι εμείς! Στην περίπτωσή μας, εμφανίζεται η πολιτική λιτότητας ως το αδιαμφισβήτητο καίτοι δυσάρεστο φάρμακο, το οποίο ο γιατρός συνταγογραφεί και ο ασθενής πρέπει να πάρει.
 
Η βαθύτερη ειρωνεία του πράγματος είναι πως πρόκειται ακριβώς για την εικόνα που αποτυπώνει ο τίτλος του βιβλίου του Βαρουφάκη. Όταν λέει η Λαγκάρντ “να μείνουν οι μεγάλοι στο δωμάτιο” να μιλήσουν, εννοεί αυτό ακριβώς που εννοούν και ο Πλάτων, ο Στρως Καν και εσχάτως και ο ανανεωμένος Τσίπρας: είναι όπως ένα παιδάκι που κλωτσάει και δεν θέλει το σιρόπι του, αλλά πρέπει να το πάρει, γιατί του το λένε οι μεγάλοι. Η μεταφορά αυτή αποσιωπά πρώτον το ενδεχόμενο ο γιατρός να κάνει μαλακία, ενδεχόμενο καθόλου αμελητέο στην πραγματικότητα, ή να είναι κακόβουλος, ενδεχόμενο που είναι αμελητέο στην ιατρική αλλά καθόλου αμελητέο στην πολιτική, όπου συγκρούονται διαφορετικά συμφέροντα, και δεν πρόκειται καθόλου για την ενιαία αντιμετώπιση της υγείας του ασθενούς.
 
Υπ’  αυτό το πρίσμα, τι εννοεί ο Τσίπρας όταν λέει ότι έχει κάνει μεγάλα λάθη; Τι άλλο είναι αυτό, από μια ομολογία καθυστερημένης ωρίμανσης; Το φάρμακο ήταν πάντοτε το ίδιο και ήταν το σωστό. Ο Τσίπρας ήταν ανώριμος και αρνιόταν το καλό του, που το εκπροσωπούσε ο γιατρός, με το πικρό σιρόπι που έκρυβε τη σωτηρία μας, και τώρα είναι ο καιρός να κλείσουμε τα μάτια και να πάρουμε το σιρόπι.
 
Tο υπονοούμενο είναι πως ενώ οι μεγάλοι ήξεραν, εμείς κλωτσάγαμε τα ποδαράκια μας, με τα ματωμένα γονατάκια από το ποδόσφαιρο στις αλάνες, αντί να πάρουμε το φάρμακό μας ή (για να έρθουμε στη δεύτερη αλληγορία) να κάνουμε κουπί.
 
Ας συζητήσουμε την επόμενη μεταφορά, αυτή με το καράβι που βουλιάζουμε όλοι μαζί:
 
Α. Τσίπρας: Ας φανταστούμε ότι είμαστε όλοι σε ένα καράβι, σε μια μεγάλη τρικυμία και προσπαθούμε να σώσουμε το καράβι, που είναι η χώρα μας. Κάποιοι είναι πιο αδύναμοι, κάποιοι είναι πιο δυνατοί. Θα δώσεις κουπί σε αυτούς που είναι πιο δυνατοί, σε αυτούς που αντέχουν.

Α. Σρόιτερ: Στη θάλασσα αυτούς!

Α. Τσίπρας: Μα, θα πεταχτούμε όλοι μαζί στη θάλασσα, αν το καράβι έχει βουλιάξει ή αν χρεοκοπήσει η χώρα”.

Το καράβι έχει πάλι κι αυτό τις αρνητικές συνδηλώσεις του, ως πολιτική μεταφορά. Κατ’  αρχάς, η λογική λέει ότι το καράβι στη φουρτούνα θέλει καπετάνιο. Ποιος θέλει να διαφωνεί την ώρα που βουλιάζει; Δεν το είπε ο Τσίπρας, αλλά η εικόνα είναι σαφής: όπως μας λέει πάλι ο Πλάτων, (Πολιτεία 488e)  ο αληθινός κυβερνήτης κυβερνά με ή χωρίς τη θέληση του πληρώματος, ξέροντας τι πρέπει να κάνει. Ακριβώς όπως περιγράφει και ο Κρέων στην Αντιγόνη το πλοίο της πόλης, που φτάνει σε απάνεμο λιμάνι, έχοντας γλιτώσει από τη φουρτούνα.

Τι κοινό έχουν όλα αυτά με τον Τσίπρα; Και ποια διαφορά έχουν από οτιδήποτε θα ονομάζαμε (πού το θυμήθηκα;) αριστερή ματιά στα πράγματα; Ότι σε όλες αυτές τις αλληγορίες, υπάρχει ο καπετάνιος και το πλήρωμα. Ένας στην κορυφή, και μετά ένα πλοίο όπου θα βρεθούμε όλοι μαζί στη θάλασσα. Αυτή είναι η βασική λαθροχειρία αυτής της δεύτερης μεταφοράς. Όπως ξέρουμε από το διασημότερο ναυάγιο όλων των εποχών, ή από τη σχετική ταινία με τον Λεονάρντο ντι Κάπριο, δεν περισσεύουν σωσίβια για όλους. (Άλλος ένας λόγος για τον οποίον η δήλωση του Παπακωνσταντίνου ήταν ατυχής). Ποτέ δεν είμαστε όλοι μαζί. Η μεταφορά του πλοίου της πόλεως αποκρύπτει ότι αυτός ο κόσμος έχει μούτσους και καπεταναίους και πως μούτσοι και καπεταναίοι δεν σώζονται ούτε πνίγονται μαζί. Ο γλιτωμός στον Τιτανικό είχε σχέση πρωτίστως με το φύλο και την ηλικία: γλίτωσαν παιδιά και γυναίκες, περισσότερο. Όμως οι επιβάτες της πρώτης θέσης είχαν τα ίδια ποσοστά επιβίωσης με τα παιδιά στην τρίτη θέση. (Daniel Menelsohn, Unsinkable, στο Waiting for the Barbarians) Η στατιστική αυτή ενισχύεται από τη μαρτυρία ότι π.χ. οι Νταφ Γκόρντονς, που έντυναν τη βασιλική οικογένεια, την Ισαντόρα Ντάνκαν και τον Όσκαρ Ουάιλντ, χρειάστηκε να εξηγήσουν στο δικαστήριο πώς συνέβη και επιβίωσαν από το ναυάγιο, διότι στη δική τους βάρκα ήταν μόνο δώδεκα άτομα μέσα, δηλαδή μπορεί και να δωροδόκησαν το πλήρωμα. Με λίγα λόγια, το ναυάγιο τείνει να εξισώνει τους ανθρώπους στην καταστροφή, αν και ακόμη και εκεί δεν πετυχαίνει πάντοτε. Ας απαντήσουμε λοιπόν ότι όπως ακριβώς τα συμφέροντά μας δεν ταυτίζονται με τα συμφέροντα του γιατρού, έτσι ακριβώς δεν ταυτίζονται με του καπετάνιου. Η κατάσταση ανάγκης τείνει να μας κάνει όλους ευάλωτους και διατεθειμένους να παραδοθούμε στον καπετάνιο για να μας βγάλει στη στεριά. Ο λόγος για τον οποίο αυτές οι μεταφορές εδραιώνονται ως αυτονόητα μνημονιακά κλισέ είναι πως επιτυγχάνουν το επικοινωνιακό όνειρο κάθε πρωθυπουργού (εδώ ο Σαμαράς για τη φουρτούνα)  που επιβάλλει στον λαουτζίκο μέτρα λιτότητας:  προσποιούνται ότι είμαστε “όλοι μαζί”, υπό την καθοδήγηση ενός ανθρώπου που κρατάει στα χέρια του τη σωτηρία μας, λόγω της γνώσης και εμπειρίας του. Επειδή αν αυτά λέγονταν έτσι θα γέλαγε και το παρδαλό κατσίκι, επιστρατεύεται ο μεταφορικός λόγος.

Αυτό το “όλοι μαζί” (όλως τυχαίως, το σλόγκαν του αντιαριστερού σκάι) δίνει τον τόνο της μεταφοράς: απαντούμε πως δεν είμαστε μαζί. Σ’  αυτόν τον άκαρδο κόσμο, όπου άλλος κάνει σκι και άλλος τρώει πιροσκί, ο μεταφορικός λόγος της εξουσίας είναι το μόνο “όλοι μαζί” που γνωρίζουμε. Οι διαδοχικοί πρωθυπουργοί μας πασχίζουν “όλοι μαζί” να εξηγήσουν πως αποτελούμε ενιαία οντότητα, με ενιαία συμφέροντα. Εγώ πάλι λέω ότι οι πολίτες δεν είναι ούτε ασθενείς ούτε ναυαγοί, είναι πολίτες, και πρέπει να κρίνουν και να διακινδυνεύσουν αποφασίζοντας.