Παράλληλα, απορρίπτει το αίτημα του ΔΝΤ για επίσπευση των στρες τεστ και δηλώνει αισιόδοξος πως οι τράπεζες δεν θα χρειαστούν άλλη κεφαλαιακή ενίσχυση ενώ καλεί το ταμείο να αποφασίσει ως το τέλος του έτους αν θα συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα ή όχι.

«Υπάρχουν προγραμματισμένα stress tests το 2018 για τις ευρωπαϊκές τράπεζες από την EBA και τον SSM. Δεν προβλέπεται AQR (έλεγχος της ποιότητας του ενεργητικού). Θεωρούμε ότι η Ελλάδα πρέπει να είναι εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου, κάτι που καμιά φορά το ΔΝΤ έχει την τάση να ξεχνάει. Ας αφήσουμε τις ελληνικές τράπεζες να επικεντρώσουν τις δυνάμεις τους στο να διαχειριστούν τα κόκκινα δάνεια και με αυτό τον τρόπο μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι ότι δεν θα χρειαστούν νέα κεφαλαιακή ενίσχυση», υπογραμμίζει ο υπουργός, σε συνέντευξή του στην “Καθημερινή της Κυριακής”.

Οσον αφορά στη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα, σημειώνει: «Νομίζω πως στο Eurogroup του Ιούνιου έγιναν βήματα σύγκλισης ανάμεσα στο ΔΝΤ και τους Ευρωπαίους αλλά λογικό είναι να συνεχίζει το ΔΝΤ να πιέζει για ακόμη περισσότερη αποσαφήνιση σε σχέση με τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος και τη ρήτρα ανάπτυξης. Εχω πει πολλές φορές ότι μπορούμε να δουλέψουμε με το ΔΝΤ μέσα και με το ΔΝΤ έξω. Αυτό που δεν μπορεί να συνεχίσει είναι να συνεχίσει επ’ αόριστον με ένα πόδι μέσα και ένα πόδι έξω. Αρα, οφείλει έως τα Χριστούγεννα  να πάρει τις τελικές αποφάσεις του.  

Ο υπουργός Οικονομικών εκτιμά ότι η έξοδος στις αγορές ήταν επιτυχής και ένα βήμα προς την επιστροφή στην κανονικότητα.

«Ηταν μια επιτυχής έξοδος όπως αποτυπώνεται τόσο στις δηλώσεις των ξένων θεσμικών παραγόντων όσο και του διεθνούς Τύπου. Εξάλλου, από την επόμενη μέρα της έκδοσης το ομόλογο έχει απόδοση στο 4,45%, απόδειξη της ισχυρής ζήτησης και της υγιούς διάρθρωσης του χαρτοφυλακίου με επενδυτές που δεν πωλούν το ομόλογο. Αντίθετα το ομόλογο του 2014 π.χ. ανέβηκε πολύ γρήγορα πάνω από το 5% και έφτασε το 5,25% τις πρώτες δυο εβδομάδες κυκλοφορίας», τονίζει.

Τέλος, διαμηνύει ότι οι καθυστερήσεις στην υλοποίηση όσων συμφωνήθηκαν με τους πιστωτές διατηρούν την αβεβαιότητα και οδηγούν σε απώλεια αξιοπιστίας και συμμαχιών.

Η πλειοψηφία των μελών της κυβέρνησης συμμερίζεται αυτή την άποψη, σημειώνει, αφήνοντας ωστόσο αιχμές για υπουργούς που δεν κινούνται στην ίδια κατεύθυνση.