Συνέντευξη στους Γιώργο Σουβλή και Ankica Cakardic για το Political Critique

Τι συμβαίνει σήμερα, σε διεθνές επίπεδο με τους προοδευτικούς και φεμινιστικούς αγώνες σε όλο τον κόσμο; Μία από τις σημαντικότερες δράσεις των σύγχρονων αριστερών αγώνων χτίστηκε γύρω από το κάλεσμα, στο οποίο συμμετείχατε, για μια παγκόσμια απεργία των γυναικών στις 8 Μαρτίου. Υπάρχει πιθανότητα να έχουμε ένα νέο φεμινιστικό κίνημα;

Νομίζω ότι έχουμε ήδη ένα διεθνές φεμινιστικό κίνημα. Επιτρέψτε μου, ωστόσο, να διευκρινίσω ένα σημαντικό στοιχείο: δεν ζητήσαμε μια παγκόσμια απεργία των γυναικών, παρά το γεγονός ότι η δήλωση μας ερμηνεύθηκε με αυτόν τον τρόπο από διάφορα Μέσα. Κάναμε κάλεσμα για να υποστηρίξουμε τη Διεθνή Απεργία των Γυναικών που είχε ήδη οργανωθεί από ακτιβιστές σε όλο τον κόσμο. Ζητήσαμε επίσης την οργάνωση της απεργίας στις Ηνωμένες Πολιτείες και, υπό αυτήν την άποψη, είχαμε μπει πολύ αργά στο παιχνίδι, πράγμα που σημαίνει ότι έπρεπε τότε να βιαστούμε για να οργανώσουμε την απεργία των γυναικών μέσα σε τρεις εβδομάδες. Επιμένω σε αυτό το σημείο, διότι είναι πολύ σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι η απεργία των γυναικών δεν ήταν μέρα δράσης για την οποία μια ομάδα διανοούμενων ακτιβιστών ζήτησε εθελοντική συμμετοχή. Ήταν μια παγκόσμια κινητοποίηση που είχε τις ρίζες της στην απεργία των Πολωνών γυναικών κατά της απαγόρευσης των αμβλώσεων και την νίκη τους, στο κύμα των απεργιών και των διαδηλώσεων των γυναικών στην Αργεντινή, στην αναζωπύρωση του φεμινιστικού κινήματος σε αρκετές χώρες της Λατινικής Αμερικής και στην κινητοποίηση των γυναικών στην Ιταλία. Το κάλεσμα για διεθνή απεργία των γυναικών βασικά ισχυροποιήθηκε από αυτούς τους ήδη υπάρχοντες αγώνες: η ώρα για ένα νέο φεμινιστικό κίνημα έχει έρθει. Βρισκόμαστε εν μέσω αυτού και πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη αυτό το κίνημα.

Θα θέλατε να περιγράψετε την εμπειρία σας ως διοργανώτρια της απεργίας; Ένα από τα συνθήματά της στόχευε στην αντιπροσώπευση του 99% των γυναικών, μπορείτε να μας πείτε τι σημαίνει αυτό; Υπάρχει πιθανότητα να συνεχιστεί αυτός ο αγώνας;

Η ιδέα της οργάνωσης της απεργίας στις Ηνωμένες Πολιτείες προήλθε από μια σειρά παραγόντων. Ο πρώτος ήταν ότι η Πορεία των Γυναικών στην Ουάσιγκτον είχε αποκαλύψει την ύπαρξη μιας τεράστιας δυναμικής για την κινητοποίηση των φεμινιστριών. Ο δεύτερος είναι ότι υπήρχε ήδη μια σειρά συλλογικοτήτων, δικτύων και εθνικών οργανώσεων που ανέπτυσσαν έναν εναλλακτικό φεμινισμό σε αντίθεση με τον φιλελεύθερο φεμινισμό: βασίζεται στις κοινωνικές τάξεις, τον αντιρατσισμό και περιλαμβάνει τις τρανς γυναίκες, τα κουήρ και τα απροσδιορίστου φύλου άτομα.

Και πάλι, το κάλεσμα για απεργία δεν ήταν μόνο μια εθελοντική κίνηση στις ΗΠΑ, καθώς προήλθε από την συνειδητοποίηση ότι υπήρχε ήδη ένα άλλο είδος φεμινισμού εκεί: η απεργία εξυπηρετούσε τον σκοπό της δημιουργίας ενός εθνικού, μη σεκταριστικού δικτύου οργανώσεων και ατόμων, του να κάνει αυτόν τον άλλο φεμινισμό ορατό, να διακόψει την κυριαρχία της μορφής του εταιρικού φεμινισμού που αντιπροσωπεύει η Χίλαρι Κλίντον των φεμινιστριών υποστηρικτριών της και τέλος να ενδυναμώσει την εργατική τάξη, τις μετανάστριες και τις μαύρες γυναίκες.
Ένα φεμινιστικό κίνημα για το 99% πρέπει να έχει τις βάσεις του σε μια γενική διαδικασία επαναδραστηριοποίησης της ταξικής πάλης.

Αυτό είναι που εννοούσαμε με το σύνθημα «ένας φεμινισμός για το 99%»: ένας φεμινισμός βασισμένος στην τάξη, ικανός να εκφράζει απαιτήσεις και πολιτικές θέσεις που αντιπροσωπεύουν την πολυπλοκότητα της ζωντανής εμπειρίας των μη-τρανς και τρανς γυναικών που δεν υπολογίζονταν από τον εταιρικό και αρχηγικό φεμινισμό. Έτσι, ακόμη και η υιοθέτηση του όρου «απεργία» για τον ορισμό της ημέρας δράσης μας είχε ως στόχο να υπογραμμίσει το έργο που επιτελούν οι γυναίκες όχι μόνο στον εργασιακό χώρο αλλά και έξω από αυτόν. Για να προχωρήσουμε και να κατορθώσουμε να έχουμε μια συνέχεια, ένα φεμινιστικό κίνημα για το 99% πρέπει να έχει τις βάσεις του σε μια γενική διαδικασία επαναδραστηριοποίησης της ταξικής πάλης. Λάβαμε κάποιες επικρίσεις για τη χρήση του όρου «απεργία», καθώς δεν είμαστε συνδικαλιστικές οργανώσεις και δεν είχαμε επαρκείς επαφές με εργασιακές οργανώσεις.

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, όμως, είδαμε αρκετές σημαντικές κινητοποιήσεις εργατικού δυναμικού που διοργανώνονται από μη παραδοσιακές οργανώσεις και δίκτυα εργασίας, όπως για παράδειγμα η εκστρατεία «Αγώνας για 15 δολάρια την ώρα» (Fight for Fifteen) ή οι κινητοποιήσεις που οργανώνει η ROC, κινήματα όπως το «Οι ζωές των μαύρων αξίζουν» (Black Lives Matter) και τους τελευταίους μήνες οι απεργίες και οι κινητοποιήσεις των μεταναστών εναντίον του Τείχους και των απαγορεύσεων έναντι των μουσουλμάνων. Τώρα, αντί να βλέπουμε όλες αυτές τις μορφές κινητοποιήσεων ως διαφορετικές μεταξύ τους ή ως εναλλακτική λύση στην εργατική οργάνωση στο χώρο εργασίας, θα πρέπει να τις δούμε ως το σύνολο των διαφορετικών μορφών με τις οποίες γίνεται επί του παρόντος ταξική πάλη, μορφές που δυνητικά ενισχύουν η μια την άλλη και δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την οργάνωση στάσεων εργασίας στον επαγγελματικό χώρο.

Η απεργία των γυναικών ήταν μέρος αυτής της διαδικασίας: συνέβαλε στην πολιτική επανανομιμοποίηση του όρου «απεργία» στα κράτη, έχει προκαλέσει αντισυμβατικές στάσεις εργασίας σε τρεις σχολικές συνοικίες και έχει προβάλλει τις εργατικές οργανώσεις όπου η πλειοψηφία των εργαζομένων είναι γυναίκες, όπως η ROC ή η NYSNA ή περιπτώσεις τοπικών εργατικών οργανώσεων και αγώνων στο χώρο εργασίας που κατευθύνονται από γυναίκες και κουήρ άτομα. Σε ένα πρόσφατο άρθρο για το Jacobin, μιλήσατε για κάποιους «κινδύνους» του αντι-Τραμπισμού και για μαθήματα που πρέπει να λάβουμε υπόψη σε σύγκριση με τον αντι-Μπερλουσκονισμό. Ποια μπορεί να είναι τα προβλήματα;

Ο κίνδυνος είναι να μην δούμε τη συνέχεια μεταξύ των πολιτικών του Τραμπ και των πολιτικών που ακολούθησε το Δημοκρατικό Κόμμα υπό την προεδρία του Ομπάμα. Δεν υποστηρίζω ότι δεν υπάρχουν διαφορές, προφανώς, αλλά νομίζω ότι πρέπει να δούμε το είδος του νεοφιλελευθερισμού του Τραμπ ως αποτέλεσμα δεκαετιών νεοφιλελεύθερων, αντιμεταναστευτικών πολιτικών και πολιτικών κατά των μαύρων που έλαβαν χώρα τόσο υπό Ρεπουμπλικανικές όσο και από Δημοκρατικές κυβερνήσεις. Η εκλογή του Τραμπ είναι, κατά τη γνώμη μου, το καταγγελτικό αποτέλεσμα της οκταετίας της προεδρίας του Ομπάμα. Γιατί πώς είναι δυνατόν, μετά από οκτώ χρόνια μιας προεδρίας που ξεκίνησε με το σύνθημα «Ναι, μπορούμε», να καταλήξουμε σε έναν μισογύνη και ρατσιστή αυταρχικό, όπως ο νέος πρόεδρος;

Υπό αυτήν τη σκοπιά, ενώ κατά τους πρώτους μήνες της προεδρίας του Τραμπ έχει φανεί μια πολλά υποσχόμενη πορεία αγώνων και αντίστασης, θα ήταν ένα στρατηγικό λάθος να κινητοποιηθούμε μόνο κατά του Τραμπ, χωρίς να ασχολούμαστε επίσης με την πολιτική πτώχευση του Δημοκρατικού κόμματος. Για να νικήσουμε τον Τραμπ, πρέπει να διατυπώσουμε μια ριζοσπαστική εναλλακτική λύση όχι μόνο για τον Τραμπ αλλά και για το είδος του προοδευτικού νεοφιλελευθερισμού που αντιπροσωπεύει η Χίλαρι Κλίντον.

Πιστεύετε ότι η νίκη της Κλίντον θα είχε δώσει κάτι στο γυναικείο κίνημα; Θα αποτελούσε μια πραγματική λύση κατά της υποψηφιότητας του Ντόναλντ Τραμπ; Είναι οι γυναίκες που δεν την ψήφισαν μερικώς υπεύθυνες για την εκλογή του Τραμπ;

Κατά τη διάρκεια των εκλογών, η εκστρατεία του Σάντερς βρέθηκε στο στόχαστρο της σταθερής επίθεσης των φιλελεύθερων φεμινιστριών που υποστήριζαν την Κλίντον, η οποία ισχυρίστηκε ότι ήταν αντιφεμινιστικό να ψηφίσει κάποια τον Σάντερς και ότι οι γυναίκες πρέπει να ενωθούν με έμβλημά τους τη «γυναικεία επανάσταση» που ενσαρκώνει η Κλίντον. Αυτό το είδος φεμινισμού έχει αποτύχει εντελώς. Στις προεδρικές εκλογές, η πλειοψηφία των λευκών γυναικών, ιδιαίτερα εκείνων χωρίς τριτοβάθμια εκπαίδευση, προτίμησε να ψηφίσει έναν ανοιχτά μισογύνη υποψήφιο και όχι για την υποτιθέμενη υπερασπίστρια των γυναικείων δικαιωμάτων, την Κλίντον.

Φυσικά, ο ρατσισμός και μόνο εξηγεί μέρος αυτής της ψήφου. Αλλά υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψη και το ερώτημα που πρέπει να θέσουμε στον εαυτό μας είναι: ποιες γυναίκες έχουν όντως επωφεληθεί από το είδος του φιλελεύθερου φεμινισμού που ενσαρκώνει η Κλίντον; Στη δεκαετία του ‘70 μια γυναίκα με πανεπιστημιακή εκπαίδευση εξακολουθούσε να κερδίζει κατά μέσο όρο λιγότερο από έναν άνδρα χωρίς πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Στη δεκαετία 2000-2010 η κατάσταση άλλαξε εντελώς: ενώ το μέσο εισόδημα των γυναικών και των ανδρών της εργατικής τάξης παρέμεινε σταθερό, τα έσοδα των γυναικείων ελίτ αυξήθηκαν ταχύτερα από τα κέρδη των ανδρικών ελίτ και το 2010 μια γυναίκα με υψηλό εισόδημα κέρδιζε κατά μέσο όρο πάνω 1,5 φορές περισσότερα από όσα ένας άνδρας της μεσαίας τάξης.Ο εμπορικός φεμινισμός αποδεικνύεται ότι είναι ένα σχέδιο για τον αυτό-προβιβασμό της γυναικείας ελίτ.Σε ένα πρόσφατο κομμάτι στο The Nation, η Κάθα Πόλιτ έχει διατυπώσει το τι είναι ο φιλελεύθερος φεμινισμός, ενώ ταυτόχρονα θεωρεί δεδομένο ότι ο φιλελεύθερος φεμινισμός αντιπροσωπεύει το σύνολο του φεμινισμού ή τι είναι και πρέπει να είναι ο φεμινισμός γενικά. Τα δικαιώματα αναπαραγωγής και- υποθέτω- η καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω φύλου είναι τα μόνα αιτήματα που μπορούν σαφώς να αναγνωριστούν ως «φεμινιστικά», ασχέτως με την καταπολέμηση του ρατσισμού, του πολέμου, της φτώχειας, της περιβαλλοντικής κρίσης κλπ. Βλέποντας την πραγματικότητα της εργατικής τάξης, των μεταναστριών και των έγχρωμων γυναικών, πραγματικά δεν βλέπω τι έχει να προσφέρει αυτός ο φεμινισμός. Η ίση αμοιβή, για παράδειγμα, φαίνεται να είναι ένας αξιέπαινος σκοπός, αλλά αν διαχωριστεί από τις απαιτήσεις σχετικά με τον κατώτατο μισθό, δεν σημαίνει τίποτα για τις εργαζόμενες γυναίκες, καθώς η ίση αμοιβή μπορεί επίσης να επιτευχθεί με τη θηλυκοποίηση της ανδρικής εργασίας και τη μείωση των μισθών των ανδρών.

Στην τελική, ο εμπορικός φεμινισμός αποδεικνύεται ότι είναι ένα σχέδιο για τον αυτό-προβιβασμό των γυναικείων ελίτ. Μπορούμε, φυσικά, να συμμαχήσουμε και να αγωνιστούμε μαζί για κοινά θέματα όπως τα αναπαραγωγικά δικαιώματα, αλλά εκτός από αυτό φοβάμαι ότι θέλουμε πολύ διαφορετικά πράγματα.

Το βιβλίο σας «Επικίνδυνες Σχέσεις» (Dangerous Liaisons) λειτουργεί ως ένα είδος ιστορικής ανασκόπησης των φεμινιστικών αγώνων, αλλά με έμφαση στις επαναστατικές ή προοδευτικές ιστορίες του φεμινιστικού κινήματος και της θεωρίας. Ένας από τους κύριους θεωρητικούς στόχους σας ήταν να προσπαθήσετε να συνδέσετε το φεμινιστικό κίνημα με την ταξική πάλη αλλά και να προσεγγίσετε το θέμα με τρόπο πιο σχετικό με οργανωτικά και πολιτικά ζητήματα. Εάν δούμε τον σύγχρονο μαρξιστικό φεμινισμό ως μια ιστορία τριών επιπέδων (ξεκινώντας από τις θεωρίες διπλών συστημάτων του ντιμπέιτ για την οικιακή εργασία, τον υλισμό σύμφωνα με την Κριστίν Ντέλφι και την ενιαία θεωρία), μπορείτε να υποστηρίξετε ότι η θεωρία της κοινωνικής αναπαραγωγής είναι το κλειδί για την κατανόηση του φύλου/της σεξουαλικότητας στον καπιταλισμό;

Λοιπόν, αυτό είναι το είδος της θεωρίας που προσπαθώ να αναπτύξω, έτσι φυσικά η απάντησή μου είναι, ναι! Αυτό το ερώτημα θα χρειαστεί μια πολύ μεγάλη εξήγηση, αλλά θα δώσω μια σύντομη περίληψη: οι θεωρίες διπλών συστημάτων έχουν ως κίνητρο, κατά την άποψή μου, τη δικαιολογημένη φιλοδοξία να δοθεί προτεραιότητα στο φύλο και τη φυλετική καταπίεση και να αποφευχθεί το είδος οικονομικού αναγωγισμού, που ακόμα υποστηρίζεται από μερικούς μαρξιστές ή σοσιαλιστές ακτιβιστές. Το πρόβλημα με αυτήν τη λύση, ωστόσο, είναι ότι δημιουργεί περισσότερες θεωρητικές δυσκολίες από ό,τι μπορεί να λύσει. Η θεωρία της κοινωνικής αναπαραγωγής προσπαθεί να κάνει κάτι το διαφορετικό, δηλαδή να επαναπροσδιορίσει την έννοια του καπιταλισμού, αμφισβητώντας την ιδέα ότι ο καπιταλισμός είναι ένα οικονομικό σύστημα και αντιθέτως, επιμένοντας στην οπτική ότι ο καπιταλισμός είναι ένα σύνολο κοινωνικών σχέσεων, ο πυρήνας του οποίου είναι η καπιταλιστική συσσώρευση, αλλά συνδέεται με αυτόν στενά τόσο η παραγωγή όσο και η αναπαραγωγή.Η συζήτηση για τον αγώνα σχετικά με την ταυτότητα σε αντίθεση με την ταξική πάλη, προσδιορίζει με εσφαλμένο τρόπο το πρόβλημα.Αν κοιτάξουμε τον καπιταλισμό μ’ αυτόν τον τρόπο, τότε μπορούμε να δούμε πώς ο ρατσισμός ή ο σεξισμός δεν είναι δύο συστήματα που αλληλεπιδρούν με ένα τρίτο οικονομικό σύστημα- τον καπιταλισμό- αλλά είναι σύνολα σχέσεων κυριαρχίας και καταπίεσης που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των συνθηκών της αναπαραγωγής κεφαλαίου και συνεχώς παράγονται και αναπαράγονται από τη δυναμική της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Αυτό κάνει επίσης το ερώτημα του κατά πόσο η ταξική πάλη πρέπει να έχει προτεραιότητα σε σχέση με τους αγώνες που βασίζονται στην ταυτότητα, όχι μόνο απαρχαιωμένο αλλά και εντελώς παραπλανητικό. Από τη μια πλευρά, αν σκεφτούμε την τάξη ως πολιτικό παράγοντα, τότε το φύλο, η φυλή και η σεξουαλικότητα είναι εγγενή συστατικά του τρόπου με τον οποίο οι άνθρωποι χαρακτηρίζουν τον εαυτό τους και τη σχέση τους με τον κόσμο και με τις συνθήκες της ζωής τους, επομένως αποτελούν απαραίτητα στοιχεία για τον τρόπο με τον οποίο θα πολιτικοποιηθούν και θα αγωνιστούν.

Οι άνθρωποι δεν αντιμετωπίζουν τη φυλετική, την ταξική ανισότητα ή την ανισότητα των φύλων ως ξεχωριστά φαινόμενα, η εμπειρία των ανθρώπων δεν προσδιορίζεται με συγκριτικό τρόπο: το πώς ένας άνθρωπος διαχωρίζεται με φυλετικά κριτήρια θα διαμορφώσει βαθιά τον τρόπο με τον οποίο εκμεταλλεύεται και θα βιώσει την εκμετάλλευσή της και αντίστροφα. Η πολιτική οργάνωση δεν μπορεί να αφαιρέσει την εμπειρία των ανθρώπων, πρέπει στην πραγματικότητα να ξεκινήσει από τις συγκεκριμένες εμπειρίες των ανθρώπων, διαφορετικά καταλήγει σε ορθολογισμό: στο να δείχνει στους ανθρώπους σχεδιαγράμματα στο χαρτί για το τι σημαίνει ή θα πρέπει να σημαίνει η ταξική πάλη μέσα στην πραγματικότητα στην οποία ζουν.

Από την άλλη πλευρά, αν ο φεμινισμός και ο αντιρατσισμός θέλουν να είναι απελευθερωτικά σχέδια για όλους όσους διαχωρίζονται με βάση τη φυλή ή το φύλο, τότε το ζήτημα του καπιταλισμού είναι αναπόφευκτο. Σε αυτό το σημείο, το πραγματικό ερώτημα είναι: τι είδος φεμινισμού ή αντιρατσισμού χρειαζόμαστε; Το πρόβλημα που είχαμε κατά τις τελευταίες δεκαετίες, για παράδειγμα, δεν είναι ότι οι αγώνες που βασίζονται στην ταυτότητα αντικατέστησαν την ταξική πάλη, είναι μάλλον ότι κυριάρχησε η φιλελεύθερη θέση εντός των φεμινιστικών αγώνων και συζητήσεων. Το πώς θα σπάσουμε αυτήν την κυριαρχία είναι το θέμα που πρέπει να συζητήσουμε σήμερα. Η συζήτηση για τον αγώνα σχετικά με την ταυτότητα σε αντίθεση με την ταξική πάλη, προσδιορίζει με εσφαλμένο τρόπο το πρόβλημα, δημιουργεί περιττούς διαχωρισμούς και πρέπει να σταματήσει μια για πάντα.

Σε ένα από τα άρθρα της από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, η Μπιάνκα Μπεκάλι αναφέρει ότι το ριζοσπαστικό φεμινιστικό κίνημα που δημιουργήθηκε στην Ιταλία στα μέσα της δεκαετίας του '70 έχει σχεδόν εξαφανιστεί. Συμφωνείτε με τη θέση της; Εάν ναι, γιατί συνέβη αυτό; Είναι δυνατόν να πούμε ότι ο ριζοσπαστικός φεμινισμός έχει γίνει «η υπηρέτρια» του καπιταλισμού;

Συμφωνώ σίγουρα μαζί της. Αλλά αυτή είναι μια διαδικασία που δεν ισχύει μόνο στην Ιταλία, αλλά σχετίζεται με την παρακμή της ταξικής πάλης παντού. Αυτό που συνέβη ειδικότερα στην Ιταλία είναι ότι ο διαφορικός φεμινισμός έγινε η ηγεμονική μορφή του φεμινισμού, συμπεριλαμβάνοντας αριστερές οργανώσεις όπως η Rifondazione Comunista. Ο πλούτος των μαρξιστικών συνεισφορών στον φεμινισμό, από την παράδοση του Operaismo για παράδειγμα, ως επί το πλείστον ξεχάστηκε.Ο διαφορικός φεμινισμός έγινε η υπηρέτρια του καπιταλισμού.Δεν πιστεύω ότι ο ριζοσπαστικός φεμινισμός έγινε η υπηρέτρια του καπιταλισμού, αλλά νομίζω ότι ο διαφορικός φεμινισμός είναι αυτός που έγινε. Για να σας δώσω δηλαδή ένα παράδειγμα, σε έναν τόμο που δημοσιεύθηκε το 2008, ο κύριος υποστηρικτής του διαφορικού φεμινισμού, το Libreria delle donne, υπερασπίστηκε την εξάπλωση της μερικής απασχόλησης ως μορφή εργασίας που θα επιτρέψει στις γυναίκες να πουν ένα διπλό ναι: στη μητρότητα και στην εργασία. Από το 1993 έως το 2013, το ποσοστό των συμβάσεων μερικής απασχόλησης στο σύνολο των συμβάσεων εργασίας των γυναικών αυξήθηκε από 21% σε 32,2% και το 80,7% των εργαζομένων με μερική απασχόληση είναι γυναίκες. Το 22,4% των εργαζόμενων γυναικών ηλικίας κάτω των 65 ετών αφήνει την τυπική αγορά εργασίας λόγω οικογενειακών λόγων και το ποσοστό αυτό φτάνει έως και το 30% για τις γυναίκες με παιδιά. Ως αποτέλεσμα, η ISTAT προβλέπει ότι ένα μεγάλο ποσοστό γυναικών θα περάσει τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του στη φτώχεια. Πόσο φεμινιστικό είναι αυτό;

Υποστηρίζετε σωστά ότι μία από τις σημαντικότερες συνεισφορές στην κουήρ θεωρία έγινε από την Τζούντιθ Μπάτλερ στο «Αναταραχή Φύλου» και στο «Σώματα με Σημασία».  Στο έργο σας αναφέρετε μερικά από τα προβλήματα με την Μπάτλερ και τον ριζοσπαστικό φεμινισμό, επειδή τονίζει τον ιδεολογικό χαρακτήρα της καταπίεσης των φύλων και των ψυχολογικών συνεπειών της, με κόστος να περιορίζεται συχνά στην πολυπλοκότητα της πραγματικότητας στο επίπεδο της γλώσσας ή ακόμα και την αποϊστορικοποίηση των σχέσεων της καταπίεσης μεταξύ των φύλων. Μπορείτε να εξηγήσετε εν συντομία την κριτική σας;

Δεν επικρίνω την Μπάτλερ για την εξέταση του φύλου μόνο από ιδεολογική ή ψυχολογική άποψη, διότι σίγουρα δεν το κάνει αυτό, καθώς λαμβάνει υπόψη την ποικιλία των θεσμικών οργάνων και των σχέσεων εξουσίας που συμβάλλουν σε θέματα φύλου, και αυτά υπερβαίνουν κατά πολύ τις πρακτικές του κυρίαρχου λόγου. Επικρίνω όμως δύο θέσεις της σχετικά με την επιτελεστικότητα. Η πρώτη είναι ότι παρουσιάζει την επιτελεστικότητα ως τον τρόπο με το οποίο εμφανίζεται γενικά το φύλο και δεν λαμβάνει υπόψη το ενδεχόμενο η περιγραφή της να αναφέρεται μάλλον σε μια συγκεκριμένη μορφή αναπαράστασης του φύλου, η οποία λαμβάνει χώρα μέσα στον μεταγενέστερο καπιταλισμό και συνδέεται άμεσα με τη μαζική κατανάλωση (ένα επιχείρημα που χρησιμοποιήθηκε για τον ορισμό των σεξουαλικών ταυτοτήτων από τους Ρόσμαρι Χένεσι και Κέβιν Φλόιντ, για παράδειγμα). Ο καπιταλισμός δεν αναφέρεται καν στα πρώιμα έργα της για το φύλο.

Το δεύτερο είναι ότι υιοθετεί την ερμηνεία του Ντεριντά για τις γλωσσικές πράξεις του Ώστιν ως μέθοδο εξήγησης των κοινωνικών σχέσεων και της ιστορίας γενικότερα, εφαρμόζοντας για παράδειγμα την έννοια της «επανάληψης» στην ερμηνεία των ανατρεπτικών δράσεων, των αγώνων. Αυτό που προσπαθώ να εξηγήσω στο άρθρο μου είναι ότι αυτή η εφαρμογή των γλωσσικών θεωριών στην εξω-γλωσσολογική πραγματικότητα έχει σοβαρούς περιορισμούς και δεν μας βοηθά να κατανοήσουμε την ιστορική δυναμική των αγώνων. Για παράδειγμα, δεν βλέπω πώς ένα ιστορικό γεγονός μπορεί να λάβει χώρα μέσα σε αυτό το εννοιολογικό πλαίσιο.

Μπορείτε ως καθηγήτρια φιλοσοφίας να σχολιάσετε δύο πράγματα; πώς είναι να είσαι γυναίκα φιλόσοφος σήμερα σε έναν παραδοσιακά πολύ «ανδρικό» κλάδο, δεδομένου επίσης ότι η φιλοσοφία είναι ιστορικά μισογυνιστική; Και ποια η θέση σας σχετικά με τη διαδεδομένη μεθοδολογία στη φιλοσοφία που αποφεύγει την κοινωνική ιστορία, που υποδηλώνει ότι θα καταλάβουμε καλύτερα τον φιλόσοφο εάν ασχοληθούμε «μόνο» με τα κείμενα;

Είμαι ιστορικός της φιλοσοφίας, πιο συγκεκριμένα της αρχαίας φιλοσοφίας και σπούδασα στην Ιταλία όπου ο κλάδος δεν είναι ιδιαίτερα ανδρικός ή τουλάχιστον σίγουρα λιγότερο από αυτόν των Ηνωμένων Πολιτειών ή της Γερμανίας. Στον τομέα μου υπάρχουν αρκετές εξέχουσες γυναίκες φιλόσοφοι και από αυτήν την άποψη έχω τύχη να είμαι πολύ λιγότερο εκτεθειμένη στο είδος της απομόνωσης που, για παράδειγμα, αισθάνονται συχνά οι κουήρ και οι γυναίκες φοιτήτριές μου.

Όμως είναι ξεκάθαρο ότι η φιλοσοφία έχει πρόβλημα. Από τη μία πλευρά υπάρχουν τα κύρια συγγράμματα και ο αποκλεισμός της μη-δυτικής φιλοσοφίας, όπως για παράδειγμα των διάφορων σχολών της κινεζικής φιλοσοφίας, καθώς και αρκετών γυναικών φιλοσόφων. Από την άλλη, υπάρχει η υπεροχή της ιδανικής θεωρίας στην ηθική και την πολιτική σκέψη, ειδικά μέσα στην παράδοση της αναλυτικής. Επιτρέψτε μου μόνο να πω ότι εάν αναλάβουμε να κάνουμε την πολιτική θεωρία και την ηθική στηρίγματα για την αντιμετώπιση, τον προσδιορισμό και την αποσαφήνιση των πραγματικών κοινωνικών, πολιτικών και ηθικών προβλημάτων, η ιδανική θεωρία θα είναι βασικά άχρηστη.

To TPP είναι αποκλειστικός συνεργάτης του Poltical Critique στην Ελλάδα
Μετάφραση: Νικολέττα Αλεξανδρή