του Κωνσταντίνου Πουλή

Ανήκω κι εγώ σ’ αυτούς που τόνισαν περισσότερο τη φονική και άδικη πολιτική των Δημοκρατικών. Το πόσο φονικός ήταν ο (πολύ χαριτωμένος επικοινωνιακά) Ομπάμα κλπ. Με βάση αυτό το επιχείρημα, ο ακροδεξιός κλόουν είναι πολύ χρήσιμος για το σύστημα, διότι έτσι έχουμε διαιώνιση της εξωτερικής βαρβαρότητας και της εσωτερικής αδικίας, είτε όταν ψηφίζεται ο Τραμπ είτε αν ψηφίζονταν οι Δημοκρατικοί, που θα λέγαμε «πάλι καλά που δεν εξελέγη το τέρας», αλλά η ουσία της πολιτικής θα παρέμενε απαράλλακτη. Αν έχουμε άδικο;

Πότε η πλάστιγγα γέρνει τόσο ώστε να πρέπει να αλλάξουμε τη στάση μας; Ο Τραμπ προσπαθεί να εξηγήσει στο κοινό του ότι κινδυνεύει από τη Βενεζουέλα και τη Βόρεια Κορέα. Την ώρα που πασχίζει να το καταφέρει αυτό, ένας φασίστας δολοφονεί μια διαδηλώτρια, σε συνθήκες που εδώ και καιρό μυρίζουν αίμα. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, με ρατσιστές συμβούλους σαν τον Μπάνον και τον Μίλλερ, πρώτα καθυστερεί να αντιδράσει και μετά γράφει ότι «καταδικάζει τη βία από όπου κι αν προέρχεται», όπως θα το λέγαμε στη δική μας γλώσσα. Ξαναρωτώ λοιπόν, και απευθύνω το ερώτημα και προς τη δική μου μικρή σχετική αρθρογραφία: πότε γυρίζει η ζυγαριά, και το να λέμε ότι ο Τραμπ, ο Ομπάμα και η Χίλαρυ είναι το ίδιο πράγμα γίνεται μυωπική πολιτική;

Έρχεται, δηλαδή, ένα σημείο που πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά αυτό που συνιστά τη δική μας θεωρία των ίσων αποστάσεων: την αδυναμία να διακρίνουμε ότι η «καταδίκη του νεοφιλελευθερισμού απ’ όπου κι αν προέρχεται» μπορεί να είναι υπερβολικά ανεκτική απέναντι στην παρουσία ενός προέδρου που εκτός από νεοφιλελεύθερος είναι φιλικά διακείμενος προς τους νεοναζί.

Οι νεοναζί σκοτώνουν: όχι δυνητικά, όχι περιστασιακά, είναι μηχανές θανάτου, θαυμαστές χασάπηδων, υμνητές του Χίτλερ, σκοτώνουν προγραμματικά. Δεν χρειάζεται καθόλου να υποστείλουμε την κριτική προς τους Δημοκρατικούς, για να πούμε με σιγουριά ότι δεν είναι το ίδιο.