του Βασίλη Νάστου
Φιλόλογου- εκπαιδευτικού

Πριν τη νίκη της επανάστασης, η Κούβα αποτελούσε ένα ισπανικό προτεκτοράτο το οποίο μετέπεσε σε καθεστώς αμερικάνικης επικυριαρχίας, όπου κυριαρχούσε η φαυλότητα, η καταπίεση, η εκμετάλλευση. Κατά την τελευταία φάση του αποικιοκρατικού καθεστώτος στο νησί δομές δημόσιας υγείας δεν υπήρχαν, το ποσοστό του αναλφαβητισμού άγγιζε το 90%, τα επίπεδα φτώχειας ήταν δυσθεώρητα υψηλά, οι διώξεις των αντιφρονούντων και τα βασανιστήρια αποτελούσαν ανομολόγητη καθημερινότητα, ενώ οι μαύροι κάτοικοι του νησιού ζούσαν στα δεσμά μιας άτυπης δουλείας, ενός ιδιότυπου κουβανικού απαρτχάιντ, απόληξη του καθεστώτος κανονικής δουλείας, στο οποίο κάποτε τελούσαν και από το οποίο προσπάθησε πρώτος ο Céspedes να τους απαλλάξει. Όλα αυτά άλλαξαν επί Φιντέλ, καθώς οι βασικές προτεραιότητες της νέας κατάστασης στο νησί ήταν η –σταδιακή- διασφάλιση της πρόσβασης στις δομές υγείας και παιδείας για τον κάθε πολίτη και η εξασφάλιση της ισότητας για τους πολίτες της χώρας, ανεξαρτήτως φύλου ή χρώματος και η εξεύρεση παραγωγικής δραστηριότητας. Το πρόγραμμα αλφαβητισμού της Κούβας και η αγροτική μεταρρύθμιση του 1961 του Τσε, που απελευθέρωνε τη γεωργία και προς μια sui generis ιδιωτική πρωτοβουλία, ήταν βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση.

Tα αποτελέσματα απέχουν πολύ από το να χαρακτηριστούν ιδανικά. Για τις διακυμάνσεις, όμως, που εξέτρεψαν τον πιθανό γραμμικό σχεδιασμό της επαναστατικής διακυβέρνησης οφείλει κανείς να αναζητήσει τους υπαιτίους κυρίως εκτός Κούβας. σε αυτούς οι οποίοι επέβαλαν το εκδικητικό εμπάργκο του 1962 και επεδίωκαν συστηματικά την εμπορική και οικονομική απομόνωση της χώρας έκτοτε. Και το ερώτημα «αν η περίοδος Φιντέλ ήταν μια περίοδος δικτατορίας» πέραν του ότι υπερβαίνει τις προθέσεις του κειμένου απαντάται σε μεγάλο βαθμό από τους ίδιους τους δρόμους της Αβάνας αλλά και από το γεγονός ότι οι Κουβανοί δεν φαίνεται να έχουν αποκηρύξει τις βασικές αρχές της επανάστασης. Απαντάται και από τη φυσική συμμετοχή του Φιντέλ στο Tank T34 στην αμερικανοκίνητη αντεπαναστατική απόπειρα του κόλπου των Χοίρων  το 1961, πράξη που επιβεβαίωσε τις πολύ βαθιές συνειδησιακές ρίζες της πολιτικής του, ιδιότητα καθόλου εγγενής ενός δικτάτορα. Απαντάται ακόμα, αν θέλετε, και από την έλλειψη αντικαστρικών εκδηλώσεων γενικευμένης αποδοχής στο νησί.

Άρα, είναι όλοι ευχαριστημένοι από την κατάσταση στην Κούβα; Σε μια χώρα όπου οι συνθήκες ζωής είναι εξαιρετικά δύσκολες είναι προφανές ότι θα ήταν παράλογο να είναι όλοι οι πολίτες ευχαριστημένοι. Άλλωστε, γενικά είναι παράλογο να είναι όλοι οι πολίτες ευχαριστημένοι, οπουδήποτε. Αλλά, ειδικά στην Αβάνα, το εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι ότι οι όποιες δυσλειτουργίες προκύπτουν ως απόρροιες της παθογένειας ενός άλλου μοντέλου, εκ θεμελίων διαφορετικού από το «δικό μας» και, άρα, αδύνατο να κριθεί με τα δικά μας μέτρα και σταθμά. Περπατώντας στην Αβάνα, γίνεται αμέσως αντιληπτή η ανεπάρκεια των υποδομών και οι δυσλειτουργίες στην καθημερινότητα των πολιτών, ειδικά αν το μέτρο σύγκρισης είναι τα δυτικά δεδομένα. Τα σπίτια είναι, σε μεγάλο βαθμό, ερείπια, μισογκρεμισμένα, χωρίς καθημερινή ύδρευση, γεμάτα υγρασία και μούχλα, με υλικοτεχνική υποδομή άλλων εποχών. Η καθημερινότητα μέσα σε αυτά είναι δυσβάσταχτη, αίτιο ίσως που δικαιολογεί τη συνήθεια των Αβανέζων να συγκεντρώνονται στις πλατείες και τη Malecón και να διασκεδάζουν υπαίθρια σε καθημερινή βάση.
 

 Ο μέσος μισθός των κατοίκων κυμαίνεται από 15-40 pesos μηνιαίως, ποσό που σε καμία περίπτωση δεν είναι επαρκές ως βάση επιβίωσης, έστω. Ακόμα και το «κουπόνι» αποτελεί απλά και μόνο ένα υποτυπώδες κέρασμα ή ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη. Αλλά, ακόμα και αν υπήρχε η στοιχειώδης οικονομική άνεση, εμπορικά κέντρα απουσιάζουν από την Αβάνα, ενώ οι συνθήκες λειτουργίας, υγιεινής αλλά και τα προσφερόμενα προϊόντα στα μπακάλικα, τα κρεοπωλεία, τα φαρμακεία απέχουν πολύ από το να θεωρούνται ανεκτές, τουλάχιστον στα μάτια του επισκέπτη.

Αποτέλεσμα της αδυναμίας του κράτους να εξασφαλίσει τα προς το ζην στον Κουβανό πολίτη είναι η ανάπτυξη μιας σκιώδους παραοικονομίας που στηρίζεται στον τουρισμό με την επίγνωση, την ανοχή ή ακόμα και τη στήριξη του κράτους. Οι Αβανέζοι ασχολούνται σχεδόν όλοι με τους τουρίστες με κάθε πιθανό τρόπο. Πολλοί είναι ταξιτζήδες και οδηγούν κάθε πιθανό τύπο ταξί (συμβατικό ευρωπαϊκό, lada, ως αποτέλεσμα της κάποτε σοβιετικής στήριξης στο νησί, κάμπριο Cadillac, Bewick ή Chevrolet, αποθησαυρίσματα της φυγής των Αμερικανών πλουτοκρατών μετά την επικράτηση της επανάστασης, coco taxi, άλογα, ποδήλατα ή κάτι σακαράκες, βγαλμένες από το Μπρονξ). Ο τουρίστας δεν θα δυσκολευτεί να βρει ταξί σε καμία περίπτωση, καθώς το κάλεσμα «taxi, Señor» ακούγεται από παντού, κυριολεκτικά. Πολλοί πουλάνε τρόφιμα, ποτά, αναψυκτικά, σνακς (όπως τα τσούρος, τσιτσαρον και ποπ-κορν παρασκευασμένα όλα στο σπίτι τους) στο δρόμο, πολλοί είναι ζαχαροπλάστες (ένα από τα λίγα επαγγέλματα που είναι ανοικτά στην ιδιωτική πρωτοβουλία). Ένα μεγάλο πρόβλημα στην Αβάνα είναι ότι, αν εκφράσεις το σύνηθες ερώτημα «πού να πάω για φαγητό;», η απάντηση που θα λάβεις είναι, μάλλον ασυνήθιστη: «σπίτι μου», θα απαντήσει ο Αβανέζος. Ναι, πολλοί ντόπιοι αναζητούν να κάνουν το τραπέζι στους τουρίστες στο σπίτι τους, με το αζημίωτο φυσικά, αλλά προσφέροντας μια αυθεντική κουβανέζικη εμπειρία. Κάποιοι το κάνουν με τρόπο επίσημο, με κρατική άδεια, ενώ άλλοι στα κρυφά –στα σχεδόν κρυφά, μάλλον, κάτι σαν κοινό και ανομολόγητο μυστικό. Πωλητές και κατασκευαστές σουβενίρ είναι παντού, φολκλόρ θεάματα διάσπαρτα. Μια ολόκληρη οικονομία που λειτουργεί παράλληλα με την επίσημη, απόδειξη της ανεπάρκειας της δεύτερης. Οι Κουβανοί, για να αντεπεξέλθουν στις αντικειμενικές υλικές δυσκολίες της καθημερινότητας, πουλάνε τα πάντα στους τουρίστες – ένας μας πούλησε και το σπίτι του, χωρίς ίχνος υπερβολής. 
 
Καθώς ο λόγος περί της οικονομίας, οι βάσεις της τοπικής οικονομίας είναι γνωστές. Η αγροτική παραγωγή (ζαχαρότευτλα, που, παρεμπιπτόντως, ως γλυκίσματα είναι αηδία, ρύζι, φρούτα, καρύδες –πολλών ειδών-, ελάχιστη κτηνοτροφία), τα πούρα, για τα οποία έμαθα από τον Sergio και τον πατέρα του, Beni, που μας άνοιξαν την αγροικία τους, ότι, αντίθετα στον αστικό μύθο, δεν τυλίγονται στους μηρούς Κουβανέζων γυναικών, αλλά μόνο με τα χέρια, καθώς ούτε οι μηχανές έχουν καταφέρει να τυλίξουν το πούρο με τον τόσο αυθεντικό κουβανέζικο τρόπο «τρύπα-τάπα-κάπα» –εκβιομηχάνιση και Κούβα ασύμπτωτοι κλάδοι και εδώ-, και το ρούμι Havana Club, το όποιο αποτελεί κρατική επιχείρηση και ρέει από παντού άφθονο, αποτελούν τη βάση της κρατικής οικονομίας.
 
Στο παρελθόν έγιναν προσπάθειες για περαιτέρω αυτονομία, οι όποιες, μάλλον, ευοδώθηκαν κατά τη δεκαετία του 1980, όπως φαίνεται και από –αντιφρονούντες- λογοτέχνες σαν τον Ερνέστο Παδούρα (βλ. «Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά, κεφ. δεύτερο). Η κατάρρευση, όμως, της ΕΣΣΔ οδήγησε την Κούβα σε περαιτέρω αποκλεισμό και σε οικονομική συρρίκνωση, εμφανή και σήμερα. Η καθημερινότητα του πολίτη δυσχεραίνεται και από μια εξαιρετικά δυσκοίλια γραφειοκρατία, την οποία ο τουρίστας αντιλαμβάνεται από τις πρώτες κιόλας ημέρες, και από την υπερβολική αστυνόμευση. Οι αστυνομικοί βρίσκονται παντού. Το ίδιο το κράτος φαίνεται να αποτελεί μια αόριστη, απρόσωπη οντότητα, πανταχού παρούσα, που γεννά το δέος. Γενικά, η Κούβα φαίνεται να διοικείται από ένα καθεστώς που στηρίζεται στον αυστηρό έλεγχο, χωρίς όμως αυτό και μόνο το χαρακτηριστικό να μπορεί να χαρακτηρίσει τη διοίκηση φασιστική, όπως πολλοί θα σπεύσουν να πουν καγχάζοντας. Είναι και αυτή μια σύμφυτη αντίθεση που σε εμάς μοιάζει με σχήμα οξύμωρο, με λογική αντίφαση, όπως και πολλά άλλα που συμβαίνουν στην κουβανική επικράτεια.

Μέσα στους πολλούς περιορισμούς που βιώνει ο Κουβανός πρέπει να προστεθεί και η εξαιρετικά περιορισμένη πρόσβαση στο Ίντερνετ, κάτι που σιγά-σιγά φαίνεται ότι διορθώνεται. Αλλά και η πίστη στη Σαντερία, μια εθελούσια αποστέρηση των ελευθεριών. Η Σαντερία είναι μια αρχέγονη αφρικανικών καταβολών θρησκεία με χαρακτηριστικά μαύρης μαγείας που επιβάλλει περιορισμούς στους πιστούς της –ουκ ολίγους στην Κούβα. Για παράδειγμα, η Θεά Γιαμαγιά δύναται να απαγορεύσει στους προστατευόμενούς της το θαλασσινό μπάνιο. Φραγμός σημαντικός και αυτός και μάλιστα καθόλου συμβατός με ένα καθεστώς θεωρητικά σύμφωνο με τις αρχές του διαλεκτικού υλισμού.
 
Άρα, λοιπόν, η Κούβα είναι ένα καθεστώς αυταρχικό με πολίτες εγκλωβισμένους και δυστυχισμένους; Σίγουρα όχι. Στην Κούβα απόλυτες θέσεις δεν χωράνε. Ξεκινώντας από το απόλυτα αντικειμενικό, ανακαλύπτουμε μια ακόμα –για το δυτικό κριτήριο- αντίφαση: οι Κουβανοί είναι η τελευταία χώρα σε παιδική θνησιμότητα και από τις πρώτες σε προσδόκιμο ζωής. Τεκμήριο ενός κοινωνικού κράτους υψηλών παροχών αυτό. Περνάμε στο πιο βιωματικό: οι Κουβανοί έχουν λύσει το πιο μεγάλο, ίσως, πρόβλημα της ανθρώπινης ύπαρξης. να χαμογελάνε, παρά τις αντιξοότητες. Και, ναι, χαμογελάνε –ή γελάνε- διαρκώς. Παντού. Σε κάθε στενό, όπου πέφτει αχτίδα του ηλίου οι Κουβανοί χαμογελάνε. Πώς το έλεγε ο Ρίτσος; «Καλοί μου άνθρωποι,/ πώς μπορείτε/ να σκύβετε ακόμα,/ πώς μπορείτε/ να μη χαμογελάτε;». Οι Κουβανοί κατάλαβαν ότι χωρίς χαμόγελο απλά δεν γίνεται.

Μπορεί να ζουν μια καθημερινότητα σκληρή, ωστόσο έχουν βασικά σημεία αναφοράς. Την ιστορική τους διαδρομή, καθώς ο Τσε Γκεβάρα, ο Χοσέ Μαρτί και λιγότερο ο Σιενφουέγος, ο Μάξιμο Γκόμεζ και ο Αντόνιο Μασέο φαίνονται να απλώνουν ένα δίκτυ προστασίας πάνω από την πόλη της Αβάνας, ως παντοτινοί εγγυητές μιας πολιτισμικής και –γιατί όχι;- συνειδησιακής συνέχειας. Την κουλτούρα τους, τον τρόπο ζωής τους, τον οποίο, αν δεν τον αντικρύσεις με τα μάτια σου, δύσκολα μπορείς να τον πιστέψεις. Και αυτή η σύνθεση της καθημερινότητάς τους, η αντιμετώπιση της δυσκολίας με χαμόγελο και κέφι και με την επίγνωση –έστω ασυνείδητη- της ιδιαιτερότητας της πολιτικής, ιστορικής και κοινωνικής παράδοσης της οποίας είναι φορείς αποτελεί ακόμα μια νίκη των Κουβανών, μια νίκη που ο λεγόμενος και συχνά ναρκισσευόμενος δυτικός πολιτισμός δεν έχει καταγάγει: αυτήν κατά του πρωτογονισμού της πεποίθησης ότι η χαρά εκπηγάζει από την κτήση της ύλης. 

Οι ρυθμοί ζωής τους είναι εξαιρετικά χαλαροί (άλλη μια αντίφαση με τη θεώρηση της Κούβας ως κράτους αυταρχικού), καθώς για τον Κουβανό το κάθε τι μπορεί να γίνει «mañana», κάτι αντιληπτό από τη στιγμή που πατάς το ποδάρι σου στο αεροδρόμιο. Και είναι πραγματικό αξιοπερίεργο ότι, σε μια χώρα που είτε ο χρόνος την ξέχασε, είτε αυτός δεν έχει μεγάλη αξία (εξαρτάται από τη σκοπιά που το βλέπεις και την προθετικότητα), στη Σάντα Κλάρα υπάρχει, σε κεντρικό σημείο, ένα γλυπτό ρολόι. Στην ζωή τους φαίνεται να έχουν απλοποιήσει τα πάντα. Η οικονομική τους ανεπάρκεια δεν αποτελεί παράγοντα περιοριστικό. Κάθε βράδυ, αλλά και όλη την ημέρα, μαζεύονται στις κεντρικές πλατείες, σε πάρκα, σε παγκάκια και –κυρίως- στη μαρτυρική Malecón  των επτά χιλιομέτρων, όπου τα φαντάσματα φαίνεται να έχουν ξορκιστεί και στο ατελείωτο κατά μήκος πεζούλι δεν βρίσκεις θέση να κάτσεις, καθώς, αν αυτό δεν είναι κατειλημμένο από τους ψαράδες, τότε είναι από τους ντόπιους που διασκεδάζουν, ενώ το ρούμι και η μπύρα Cristal ρέουν άφθονες και ο χορός, το φλερτ και το γέλιο είναι ασταμάτητα, χωρίς, ωστόσο, να βλέπεις ποτέ Κουβανό τύφλα στο μεθύσι. Παρεμπιπτόντως, καλή η Cristal, αλλά καλύτερη η Bucanero, ειδικά αν προτιμάς τις Pilsner μπύρες.
 
Για το μέσο Κουβανό ο ήλιος είναι πηγή ζωής και χαράς. Τα παιδιά παίζουν στο δρόμο –εικόνα ξένη πλέον για τη φιλάρεσκη Δύση- με ντάλα ήλιο από πάνω τους, χωρίς να ενοχλούνται και χαμογελάνε ποζάροντας σε κάθε περαστικό, ντόπιο ή τουρίστα. Η βροχή κάπως τους μελαγχολεί, καθώς την περιμένουν, χαζεύοντας μάλλον αδρανώς, να περάσει. Φαινόμενα συνηθισμένα στην Ελλάδα, αποτελούν άγνωστους όρους για την Κούβα. Εξαρτημένος από τα ναρκωτικά ούτε ένας, κανείς άστεγος επίσης –αν και, σε κάποιες περιπτώσεις και μάλιστα όχι λίγες, ο όρος «στεγασμένος» είναι, μάλλον, σχετικός.  Η εγκληματικότητα άφαντη από τους δρόμους της Αβάνας, ενώ οι πυρκαγιές στα δάση στα όρια του μηδέν. Η καθημερινότητά τους είναι αρκετά απλή, χωρίς οργή, φθόνο προς τον ευκατάστατο τουρίστα και ένστικτα άγρια –ούτε έναν καυγά δεν είδαμε τόσες ημέρες, εκτός από την «esquina caliente» (φώτο κάτω) απέναντι από το Καπιτώλιο, όπου μαζεύονται και τσακώνονται για το Baseball, από ό,τι μάθαμε.


    
Αυτή ακριβώς η γοητεία της ιδιαιτερότητας είναι που καθιστά την Κούβα μαγευτική. Αυτή είναι, όμως, που την καθιστά και ευπρόσβλητη και ευάλωτη. Η χώρα έχει υπεισέλθει σε φάση μεταβατική, κάτι που το οσφραίνεσαι σε κάθε βήμα. Το καθεστώς της χώρας έχει αποδειχθεί ότι αδυνατεί να διασφαλίσει στον Κουβανό πολίτη την επιβίωση και την αυτάρκειά του, αποτέλεσμα των έμφυτων αδυναμιών που ανέδειξε το απάνθρωπο εμπάργκο στο οποίο η χώρα υποβλήθηκε. Οι Η.Π.Α. δεν θα ήθελαν ποτέ, όπως είναι φυσικό, ένα σύστημα κοινωνικοπολιτικό που θα αμφισβητεί ευθέως το κατεστημένο νεοφιλελεύθερο μοντέλο να εδραιωθεί στα νότια σύνορά της. Κατάφεραν να το απομονώσουν και, μετά την  κατάρρευση της ΕΣΣΔ, να επιτυγχάνουν διαρκή και αποφασιστικά χτυπήματα. Η περίοδος Ραούλ επισφράγισε την απομάκρυνση από βασικές θέσεις της επανάστασης, ενώ ο φυσικός θάνατος του Φιντέλ απελευθέρωσε δυναμικές αλλαγής, οι οποίες είχαν ήδη γίνει εμφανείς από την αμερικανοκουβανική προσέγγιση που επεδίωξε και πέτυχε ο Ομπάμα.  Σήμερα, 59 χρόνια μετά την επανάσταση, η σημειολογία είναι ισχυρή. Ο Ραούλ έχει ανακοινώσει την αποχώρησή του το 2018 από την ηγεσία του κόμματος και φαίνεται να έχει δώσει και το χρίσμα της διαδοχής του σε έναν άνθρωπο που ευαγγελίζεται «μεταρρυθμίσεις», αλλαγές που ένας Κάστρο δεν θα μπορούσε ποτέ να επιφέρει. Η αλλαγή θα συμπέσει με τα 60 χρόνια από τη νίκη της επανάστασης. Θα συμπέσει, επίσης, και με τη μεταφορά της έδρας των γραφείων του κόμματος από την πλατεία της Επανάστασης στην περιοχή του Καπιτωλίου –και μόνο η εικόνα του Καπιτωλίου παραπέμπει ευθέως στην Washington. Θα συμπέσει επίσης και με την κατάργηση του κουπονιού, το οποίο ο Ραούλ έχει χαρακτηρίσει ανεπαρκές.

Πέραν, όμως, από την πολιτική σημειολογία, ο άνεμος αλλαγής είναι εμφανής παντού στην Αβάνα. Τον αισθάνεσαι σε κάθε σου βήμα. Είπαμε νωρίτερα ότι κύριος πυλώνας της παραοικονομίας είναι ο τουρισμός. Ο ίδιος ο τουρισμός, όταν γίνεται αναγκαία προτεραιότητα, έχει την έμφυτη τάση να εκφυλίζει τον αυτόχθονα. Ο συμβιβασμός και η προσαρμοστικότητα στις ανάγκες και τις απαιτήσεις του ξένου χρηματοδότη καθίστανται απαραίτητα, προκειμένου να εξασφαλιστούν τα βασικά υλικά αγαθά για την καθημερινότητα. Οι ίδιοι οι κάτοικοι της Αβάνας έχουν αποδεχτεί για τον εαυτό τους τον, διόλου κολακευτικό και συνάδοντα με την ιστορική τους διαδρομή, χαρακτηρισμό «conformista». Ταυτόχρονα, όπως είναι φυσικά αναπόφευκτό, η διαδοχή των γενεών έχει πάντα τάση ανανεωτική –χωρίς, φυσικά, η ανανέωση να έχει απαραίτητα πρόσημο θετικό ή να ταυτίζεται με την πρόοδο. Οι σημερινοί 25άρηδες και 30άρηδες είναι ιστορικά και κοινωνικά αποστασιοποιημένοι από την επανάσταση, την άνοδο του βιοτικού επιπέδου της δεκαετίας του ‘80, τη δυναμική που εγγυόταν η ΕΣΣΔ αλλά και από την κατάρρευση του 1994 και την εικόνα των πνιγμένων στη Malecón. Η εικόνα προκύπτει ξεθωριασμένη από τις αφηγήσεις των μεγαλυτέρων και αποδίδει μια πραγματικότητα περασμένη, χαμένη στο βάθος της ιστορίας, θολή και ξένη προς τις σημερινές ανάγκες και τον τρόπο ζωής τους. Φαντάζει ανίσχυρη να διαμορφώσει ισχυρό αντιληπτικό, ιδεολογικό και συναισθηματικό υπόβαθρο. Η νέα γενιά των Κουβανών είναι πιο «χαλαρή», αλλά και ιδεολογικά αποχρωματισμένη. Ο Τσε φυσικά και υπάρχει παντού ακόμα, σπάνια όμως ως ιδέα και περισσότερο ως μόδα και ως εμπορεύσιμο προϊόν. Ακόμα και αναμνηστικές πινακίδες αυτοκινήτου με εικόνα του Τσε εμπορεύονται στο παζάρι.

Πέρα από την αλλοτριωτική επιρροή του τουρισμού, ο αντιαμερικανισμός φαίνεται να εκλείπει από τη νέα γενιά. Οι Η.Π.Α. βρίσκονται παντού στην Αβάνα, ενώ η εντυπωσιακή πρεσβεία στη Malecón  –πώς τα καταφέρνουν πάντα οι κερατάδες να εδραιώνουν τη θέση τους σε περιοχές που θα έπρεπε να αποτελούν διαρκή μνημεία των εγκλημάτων τους;- είναι εκεί, για να αποτελεί σημείο εξοικείωσης με την αμερικάνικη μαζική «κουλτούρα». Οι νέοι –και όχι μόνο- Κουβανοί λοξοκοιτάζουν προς το Miami και τις υπόλοιπες Η.Π.Α. Μπλουζάκια, σημαιάκια, κονκάρδες και λοιπά καθημερινά αντικείμενα φανερώνουν δύο πράγματα: την τεράστια επιρροή της, κατά Joseph Nye, soft power και την αποδοχή του «American dream» στην Κούβα. Ταυτόχρονα, ούτε ένας barbudo δεν έχει απομείνει στο νησί… 
 
Στο τέλος της Malecón και λίγο πριν το κέντρο της πόλης, βρίσκεται ένα γλυπτό του Rafael Miranda San Juan, μνημείο στην Άνοιξη, το οποίο αποδέχεται την παγκοσμιοποίηση και την πολυπολιτισμικότητα ως αναντίρρητες και άφευκτες συνιστώσες της πραγματικότητας. Λίγο παρακάτω, στα συντρίμμια μιας κάποτε κακοδιατηρημένης κουβανικής πολυκατοικίας, ανεγείρεται ένα τεράστιο ξενοδοχείο, ένδειξη του πόσο βαθιά έχει ήδη θέσει τις ρίζες της η επερχόμενη νέα πραγματικότητα του νησιού. Οι Κουβανοί έχουν ένα ρητό, με το οποίο νουθετούν τα παιδιά τους: «να μάθεις να ξεχνάς». Το τελευταίο, φυσικά, όχι ως προτροπή αδράνειας, αλλά ως παραίνεση αποφυγής της έχθρας και του μίσους. Με την ελπίδα η όποια νέα κατάσταση προκύψει, αν προκύψει, να μην εξαλείψει την μαγευτική κουβανική ιδιαιτερότητα. Και το μεγαλείο.

Υγ. Ένα μεγάλο «ευχαριστώ» στη Θάλεια, σχεδόν μόνιμη κάτοικο του νησιού, χωρίς την οποία δεν ξέρω αν θα είχαμε καταλάβει την Κούβα με τον ίδιο τρόπο.