«Η Ελλάδα έχει κάνει σημαντικές προόδους. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτη είναι η εξέλιξη του προϋπολογισμού. Το 2009 το έλλειμμα ανερχόταν στο 15% του ΑΕΠ. Τα 2016 η Ελλάδα πέτυχε αντίθετα ένα πλεόνασμα της τάξεως του 0,7%, δηλαδή μηδενικό έλλειμμα. Μόνο η Γερμανία και τρεις άλλες χώρες της Ε.Ε. είχαν ένα ελαφρά υψηλότερο πλεόνασμα. Μια τέτοια επιτυχία εξυγίανσης δεν θα ήταν δυνατή χωρίς βαθιές μεταρρυθμίσεις» είπε χαρακτηριστικά.
 
«Αυτό θα πρέπει εδώ στη χώρα μας να εκτιμηθεί και να γίνει σεβαστό. Στις σημαντικότερες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις συμπεριλαμβάνονται οι μεταρρυθμίσεις στην δημόσια διοίκηση (1/4 λιγότεροι υπάλληλοι), στο συνταξιοδοτικό σύστημα, στην αγορά εργασίας και στο τραπεζιτικό σύστημα» προσέθεσε.
 
Αναφορικά με το τρέχον πρόγραμμα του ESM ανέφερε πως «δε θεωρώ ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί το υπόλοιπο του ποσού, το οποίο ανέρχεται σε σχεδόν 46 δισ. ευρώ. Θα μείνουμε δηλαδή σαφώς πιο κάτω από την οροφή του προγράμματος».
 

Οι μεταρρυθμίσεις είχαν υψηλό κόστος
 

Ο ίδιος επέκρινε επίσης όσους χαρακτηρίζουν νεοαποικιακή την πολιτική των δανειστών λέγοντας ότι θεωρεί «την κριτική αυτή επιφανειακή και λανθασμένη και την απορρίπτω κατηγορηματικά. Είναι ορθό ότι οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις είχαν υψηλό κοινωνικό κόστος, υλικές απώλειες και προκάλεσαν μεγάλο πόνο σε πολλούς ανθρώπους στην Ελλάδα.
 
»Το ερώτημα όμως είναι ποιά εναλλακτική υπήρχε για μια χώρα στην οποίαν οι επενδυτές δεν ήθελαν να δανείσουν πλέον χρήματα. Η μοναδική εναλλακτική στα δάνειά μας θα ήταν να είχε προβεί η Ελλάδα το 2010 σε μια βίαιη προσαρμογή με ένα επικίνδυνο δραστικό πρόγραμμα εξυγίανσης εν μια νυκτί. Το κράτος δεν θα μπορούσε να καταβάλει ζωτικής σημασίας παροχές όπως σε νοσοκομεία και την αστυνομία. Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε απαράδεκτης σκληρότητας μέτρα από τους πολίτες και θα είχε θέσει σε κίνδυνο την πολιτική σταθερότητας της Ελλάδας»  είπε.
 
Ολοκληρώνοντας την ομιλία του ο Ρέγκλινγκ δήλωσε ότι «η κυβέρνηση της Αθήνας είναι τώρα σε καλό δρόμο για να ολοκληρώσει το πρόγραμμα του ESM, εάν συνεχίσει τις συμφωνηθείσες μεταρρυθμίσεις. Υπό την προϋπόθεση αυτή η κυβέρνηση θα ήταν σε θέση να βγει κανονικά στις αγορές. Ήδη τον Ιούλιο μπόρεσε να εκδώσει ένα πρώτο ομόλογο με επιτυχία. Αυτό είναι ένα μήνυμα ότι εδραιώνεται και πάλι η εμπιστοσύνη των επενδυτών. Εάν η κυβέρνηση συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις, οι υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης θα ήταν διατεθειμένες να βοηθήσουν την Ελλάδα μετά τη λήξη του προγράμματος τα 2018 με επιπρόσθετες ελαφρύνσεις του χρέους. Φυσικά μόνο τότε εφόσον αυτό θα ήταν αναγκαίο».