του Αντώνη Ανδρουλιδάκη

Η καπιταλιστική οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2008 με την κατάρρευση της Lehman Brothers, αποκαλύπτοντας, ως τυχαία καρφίτσα, τη φούσκα των παραγώγων και του καζινοκαπιταλισμού, μπαλώνεται νυχθημερόν με λιτότητα και «μεταρρυθμίσεις» που δεν μπορούν όμως να αποκρύψουν ότι, πολιτικά, ο βασιλιάς είναι γυμνός. Δεν μπορεί να αποκρυβεί το γεγονός ότι υποβόσκει η πολιτική κρίση ή η κρίση της Πολιτικής που αντανακλά, εν τέλει, και τη βαθιά υπαρξιακή κρίση της δυτικής κουλτούρας. Μια κρίση, που παρά τις «βαθυστόχαστες», οικονομικίστικες και υπερ-διανοητικές αναλύσεις της, αδυνατεί εν τέλει να ερμηνευθεί πειστικά –πέρα από αφορισμούς και καταγγελίες-. Τα βαθύτερα αίτια της παραμένουν για το κοινωνικό σώμα ανερμήνευτα, σχεδόν «μαγικά», που ως εκ τούτου αφήνεται, εν πολλοίς, στην απελπισία του, ανήμπορο να κατανοήσει την πορεία του και να την υπαγάγει σε μια αληθινά ορθολογική κατεύθυνση.

Τα χρέη σε παγκόσμιο επίπεδο έχουν ξεφύγει από τον έλεγχο τόσο των κρατών, όσο και των διεθνών οργανισμών, καθώς το χρηματοπιστωτικό σύστημα δείχνει να έχει πάρει διαζύγιο από τον όποιο νομισματικό και οικονομικό ορθολογισμό των προηγούμενων δεκαετιών. Αρκεί η εαρινή Έκθεση του 2015 του ΔΝΤ, όπου διαπιστώνεται ότι η εκτύπωση τεράστιας ποσότητας χρημάτων και οι ποσοτικές διευκολύνσεις (QE) αδυνατούν να «διευκολύνουν» το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, ενώ είναι μάλλον χαρακτηριστική της εποχής, η δήλωση του αρμόδιου για την Έκθεση στελέχους που αδυνατεί να απαντήσει στο ερώτημα που έχουν καταλήξει όλα αυτά τα καινούργια χρήματα που διοχετεύτηκαν στις κεντρικές τράπεζες τα τελευταία χρόνια. 

Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πάντως, τις κοσμογονικές αλλαγές που συντελέστηκαν στο δυτικό κοινωνικό μοντέλο τις τρείς τελευταίες δεκαετίες, και συνεχίζουν ακάθεκτες:

Πριν απ’ όλα, έχουμε μια κρίσιμη αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου με την ψηφιακή τεχνολογία, τη διάδοση των αυτοματισμών, το απέραντο του κυβερνοχώρου και τη θεαματική εξάπλωση της διαδικτυακής επικοινωνίας. Αυτή η αλλαγή, πιθανόν αθροιστικά να μην αφαίρεσε περισσότερες θέσεις εργασίας απ’ ό.τι δημιούργησε, είναι βέβαιο όμως ότι τροποποίησε ριζικά το περιεχόμενο, τον τρόπο ή και τον τόπο της εργασίας και μάλλον και το ίδιο το υποκείμενο της. Αναγκαστικά, η εργατική τάξη και το συνδικαλιστικό κίνημα έχασαν το βιομηχανικό στέρεο έδαφος κάτω από τα πόδια τους. Όλα έγιναν πιο ασαφή, ρευστά, ευέλικτα και επισφαλή, όπως και οι θέσεις εργασίας. Στο πλαίσιο αυτό, η Κοινωνία της Κόπωσης, όπως την ορίζει ο Κορεάτης φιλόσοφος Μπιούνγκ-Τσουλ Χαν, δημιούργησε έναν νέο τύπο σκλάβου. Το επιδοσιακό άτομο που υποβάλλει τον ίδιο τον εαυτό του σε υπερ-αυτο-εκμετάλλευση και σε εθελοντική εξάντληση. 
Κατά δεύτερον, η παγκοσμιοποίηση των αγορών και η ανεμπόδιστη κίνηση των κεφαλαίων, πίεσε και πιέζει τις χώρες με υψηλότερο κόστος παραγωγής, στο παιχνίδι ενός αδυσώπητου παγκόσμιου ανταγωνισμού. Μέχρι στιγμής, κανένας καπιταλιστής δεν κρεμάστηκε από το σχοινί που πούλησε, ενώ εκατομμύρια εργαζόμενοι στο δυτικό κόσμο, κρέμονται σαν μαριονέτες στα χέρια των καπιταλιστών που γυρεύουν την κινεζοποίηση τους. Ο «άνθρωπος από μάρμαρο» της πάλαι ποτέ ΕΣΣΔ, «εξάγεται» πλέον από την Κίνα  προς την Ευρώπη ως πρότυπο παραγωγικότητας.

Η ταχύτατη γήρανση του πληθυσμού, τουλάχιστον στην Ευρώπη, και η αντιστροφή της ηλικιακής πυραμίδας που εξασφάλιζαν μέχρι πρότινος το κοινωνικό κράτος, είναι ένας επιπλέον λόγος που επιτείνει, εκτός των άλλων, και τον περιορισμό της εξελικτικής ώσης των κοινωνιών.

Για την κλιματική αλλαγή και τις συνέπειες της, δεν έχει παρά να κλίνει κανείς τη λέξη στις δραματικές πτώσεις της: Ονομαστική: Ρύπανση, Γενική: της Αντιρρύπανσης, Αιτιατική: την Απορρύπανση. Κλητική: Ω Καπιταλισμέ!
Τελικά, η επέλαση ενός μεσαιωνικού τύπου νεοφιλελευθερισμού, ως τα ρούχα του γυμνού βασιλιά, δηλαδή η παλινδρόμηση σε προηγούμενα στάδια της καπιταλιστικής συσσώρευσης, δεν συνιστά έναν κάποιο ελιγμό των κυρίαρχων τάξεων, αλλά αποκαλύπτει, ούτε λίγο ούτε πολύ, την κατάρρευση του δυτικού μοντέλου της αστικής δημοκρατίας, χωρίς ακόμη να εφευρεθεί εκείνο που θα πάρει τη θέση του. Ο πυρήνας του διαφωτιστικού προτάγματος καταρρέει, αφήνοντας στα ερείπια του τις θεμελιακές «κολώνες» των δικαιωμάτων, του ορθού Λόγου κ.λπ. να μοιάζουν ότι εξ-εγείρονται από το ισοπεδωμένο «κτίριο». Το ναυάγιο του καπιταλισμού είναι εδώ, αλλά επειδή κάμποσοι κρατιούνται ακόμη από σχεδίες και καριδότσουφλα, φαντάζονται ότι είναι πρώτη θέση στο κατάστρωμα…με τη μουσική να παιανίζει το λαμπρό μέλλον της ανθρωπότητας. Είναι ζήτημα χρόνου να ανακαλύψουν, και αυτοί, ότι αυτό που στην πραγματικότητα έχει «πνιγεί», είναι το ίδιο το υποκείμενο του καπιταλισμού. Η ίδια η ανθρώπινη ύπαρξη.          

Οι επιβάτες εγκαταλείπουν το πλοίο, ο καθείς με τον τρόπο του, μη αντέχοντας άλλο τη διαβρωτική δυσπιστία απέναντι σ’ ένα συνεχώς ψευδόμενο πλήρωμα, την πολυετή κόπωση από το διαρκές και ανέλπιδο κουπί, τη χαώδη γραφειοκρατικοποίηση της πλεύσης, την ανεπάρκεια των προτεινομένων λύσεων ελλιμενισμού και, τελικά, τον ίδιο τον εαυτό τους.

Ο πολίτης εγκαταλείπει την πολιτική, όπως εγκαταλείπει η μητέρα ή ο πατέρας τα παιδιά ή και αντίστροφα μετά την ενηλικίωση τους, όπως εγκαταλείπει ο εραστής την ελλειμματική ηδονιστικά ερωμένη του, όπως εγκαταλείπει ο υποψήφιος μικροαστός το μικρό του χωριού του, όπως εγκαταλείπει ο έφηβος το παραδοσιακό αξιακό σύστημα της οικογένειας του, όπως εγκαταλείπει ο ψυχωσικός την αβάσταχτη πραγματικότητα της ζωής του, όπως εγκαταλείπει ο χρήστης ουσιών τον ίδιο του τον εαυτό.    

Οι στρατηγικές ναρκισσιστικής επιβίωσης, που «χρυσο-πουλήθηκαν» στην «απελευθερωτική» δυτική πιάτσα ως επανάσταση ενάντια στις καταπιεστικές συνθήκες του παρελθόντος, ως η πρόοδος κόντρα στη συντήρηση, δεν κατάφεραν να προκαλέσουν τίποτα περισσότερο από την αναπαραγωγή -σε πλήρη έξαρση-  των χειρότερων χαρακτηριστικών του πολιτισμού που υποτίθεται ότι επέκριναν.
Κάθε ναρκισσιστής σκοντάφτει, τελικά, στον ίδιο τον εαυτό του.

Στην πραγματικότητα, ο πολιτισμικός «προοδευτισμός», που γύρεψε να «ξεπατώσει» τις καταπιεστικές ρίζες της ανθρώπινης ύπαρξης και πράξης, έγινε τόσο πολύ της μόδας, υιοθετήθηκε τόσο από τις κυρίαρχες ελίτ, που μας αφήνει κάπως άβολα έκπληκτους, σαν κάποιον επαναστατημένο έφηβο όταναίφνης ο κυριαρχικός πατέρας του σπεύδει να αποδεχτεί με περίσσια ευκολία το σύνολο των ριζοσπαστικών αιτημάτων του, ενώ εκείνος μένει… «παγωτό».

Με τον τρόπο αυτό, οποιαδήποτε κριτική της σύγχρονης κοινωνίας, αν θέλει να λέγεται κριτική και όχι εφηβική επαναστατική γυμναστική, οφείλει να ασκεί κριτική και στα περισσότερα εναπομείναντα «προοδευτικά» αιτήματα της δήθεν «απελευθέρωσης», αλλά και να διεξάγεται με τρόπο ώστε να μην προσκρούει στην υπερ-διανοητικοποιημένη αμυντική θωράκιση του δυτικού ανθρώπου. Η ποίηση ή τα παραμύθια ίσως να ήταν ο καλύτερος τρόπος για κάτι τέτοιο, αλλά εκτός από τον Μάρξ και τον Θεό, έχει πεθάνει επίσης και ο Αίσωπος και ο Τόμας Έλιοτ, ενώ –ως γνωστόν- και ο ίδιος ο αρθρογράφος, αλλά πιθανόν και ο αναγνώστης, δεν αισθάνονται καθόλου καλά τελευταία.

Οι «μέρες της αφθονίας μας ΔΕΝ είναι ΑΠΛΑ μετρημένες», έχουν τελειώσει…και είναι στ’ αλήθεια πολύ δύσκολο να αποδεχτούμε κάτι τέτοιο. Και καλά για μας, που έχουμε λίγο ως πολύ συνηθίσει να μετράμε με την μεζούρα την υλική «αφθονία» μας. Γι’ αυτούς όμως που έχουν τελειώσει και οι μέρες της «ψυχικής αφθονίας» τους;

Με τούτα και με τ’ άλλα, ακόμη και ακραίοι ριζοσπάστες καταντούν να φαίνονται μάλλον κοινότοποι, καθώς εξακολουθούν να στρέφουν τα ανανεωτικά πυρά τους εναντίον της εξουσιαστικής οικογένειας, της καταπιεστικής σεξουαλικής ηθικής, της καλλιτεχνικής λογοκρισίας, των διακρίσεων των φύλων, των θρησκευτικών παραδόσεων ή της ηθικής της εργασίας. Η κοινοτοπία της επαναστατικότητας τους έγκειται στο ότι, ο οδοστρωτήρας της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης έχει ήδη ανοίξει διάπλατα τις ανοιχτές θύρες που εκείνοι διατυμπανίζουν ότι διεκδικούν να παραβιάσουν (προφανώς στην δυτική εκδοχή του κόσμου και όχι στην καθημαγμένη από τους πολέμους και τις δικτατορίες ανατολή).

Μπορεί, εντελώς παραδειγματικά, να δει κανείς την κατάληξη του κινήματος της ριζοσπαστικής οικολογίας, που καθώς «υιοθετήθηκε»  από το καπιταλιστικό σύστημα, μετασχηματίστηκε σε «πράσινη ανάπτυξη», δηλαδή σε εξωραϊστική διασκέδαση της αστικής πλήξης και ενοχής ή σε βιομηχανία της αντιρρύπανσης και έχασε την όποια ανατρεπτική του δυναμική. Αρκεί να θυμηθούμε τους κάποτε πρωτοπόρους ηγέτες του να γίνονται οι θερμότεροι θιασώτες του Νατοϊκού βομβαρδισμού της Σερβίας, για να καταδειχθεί τι σημαίνει «ευνουχισμός» ή αποστέωση της ουσίας ενός λαϊκού κινήματος. Κάτι σαν «στρίβειν δια του αρραβώνος» μετά της φιλτάτης εξουσίας. Ανάλογα είναι τα πράγματα και με τα προτάγματα του Μάη του ’68, με την «φαντασία στην εξουσία» και το «απαγορεύεται το απαγορεύεται». Η αλήθεια είναι, ότι η μόνη φαντασία που ήρθε στην εξουσία, ήταν η φαντασιωσική διαστροφή του ουσιαστικού ανθρώπινου πόθου για νόημα ζωής και η μόνη άρση των απαγορεύσεων αφορούσε στην απρόσκοπτη διακίνηση των κεφαλαίων και στην παγκοσμιοποίηση της αγοράς.    

Παρ’ όλα αυτά, οι μεταμοντέρνοι «επαναστάτες» του σήμερα, αδυνατούν να αντιληφθούν ότι ο εξουσιαστικός τους κατεστημένος αντίπαλος δεν είναι πλέον ο homoeconomicus, ούτε ο ναρκισσιστικός εγωτικός άνθρωπος της κοινωνίας της αφθονίας. Στη θέση του αντίπαλου δέους, δεν είναι απλά ο «καταναλωτής» της Κοινωνίας του Θεάματος. Απέναντι τους βρίσκεται –βρίσκεται και όχι υπάρχει πραγματικά- το άβαταρ του Οριακού ανθρώπου. Δεν είναι πλέον κάποιος που θέλει να επιβάλλει με αυταρχικό τρόπο τις βεβαιότητες του στους άλλους, ούτε ένα ενοχικό άτομο, ούτε κάποιος πλημμυρισμένος από άγχος που ψάχνει να βρει ένα νόημα στη ζωή. Είναι ο άνθρωπος που αφού απελευθερώθηκε από της δεισιδαιμονίες και τα στερεότυπα του παρελθόντος, αφού αμφισβήτησε μέχρι και την ίδια του την ύπαρξη, τείνει να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν έχει και τόση σημασία αν υπάρχεις ή δεν υπάρχεις, αρκεί να υπάρχει κάπου η ψηφιακή σου σκιά. Το άβαταρ του επιδοσιακού εαυτού σου. Και όλα αυτά, ενόσω δεν καταλάβαμε ότι η ταξική αντιπαράθεση του μέλλοντος θα είναι ανάμεσα στην κυρίαρχη τάξη των “Διαχειριστών” και στην υποτελή τάξη των “Χρηστών” του Συστήματος.

Ο παλιός ναρκισσιστικός εαυτός, που έδειχνε επιφανειακά χαλαρός και ανεκτικός, ο «άνετος και ωραίος» τύπος των ημερών της αφθονίας, αυτός που έβλεπε τους άλλους σαν ανταγωνιστές στο θηλασμό του κοινωνικού κράτους –του κράτους τροφού- ή της μητέρας αγοράς, ο κοσμοπολίτης αρνητής του δόγματος της φυλετικής ή εθνικής καθαρότητας, ο επιτρεπτικός και αντιπουριτανός οφθαλμολάγνος καταναλωτής εικόνων, ο κυνικός χλευαστής των παραδόσεων, ο χειραφετημένος από τα ταμπού των παλαιότερων, αλλά νευρωσικά ανέραστος, ο διψασμένος για προνομιακή αποδοχή και επιδοκιμασία, ο βαθιά αντικοινωνικός, αλλά υμνητής της ομαδικής δουλειάς, ο υπερασπιστής της γραφειοκρατικής κανονικοποίησης των πάντων, αν και με την κρυφή προσδοκία ότι αυτά δεν θα ίσχυαν και για τον ίδιο, ο πολλαπλασιαστής των πόθων και των ακόρεστων επιθυμιών –που έπρεπε διαρκώς  να είναι οπλισμένες καθ’ όσον όλο και πλησίαζε η ώρα των απολαύσεων-, ο άνθρωπος του «εδώ και τώρα» που πέταξε στην άκρη και απαξίωσε τον αποταμιευτή του προηγούμενου αιώνα -τον προσανατολισμένο στην προετοιμασία του μέλλοντος- ο ευέλικτος απελευθερωμένος μικροαστός που «έφτυσε» με αηδία τα «χωριάτικα» ανιαρά και άκαμπτα «κλισέ», ο αδιάφορος άνθρωπος για το παρελθόν και το μέλλον, ο στοχο-προσηλωμένος στο παρόν, ο παροντικός δίχως μνήμη άνθρωπος, αυτός που φωτογραφίζει τις στιγμές επειδή αδυνατεί να τις εσωτερικεύσει συναισθηματικά και να τις κάνει αναμνήσεις, αυτός ο τραγικός άνθρωπος, παραχώρησε τη θέση του στη σκιά της οριακής εκδοχής του.

Ο Οριακός άνθρωπος ζει διαρκώς σ’ ένα μεταίχμιο, κρέμεται από μια εύθραυστη κλωστή και προσπαθεί κατ’ αρχήν να συμπεριφερθεί, όπως θα άρεσε στους άλλους. Ως εκ τούτου, η εικόνα του εαυτού του αλλάζει, όπως η εικόνα σ’ ένα τηλεοπτικό ζάπινγκ, με το χειριστήριο να πηγαινοέρχεται από τα χέρια των μηχανισμών διαμόρφωσης της κοινής γνώμης, στα χέρια των σημαντικών άλλων της ζωής του. Είναι, σχεδόν, ένας τηλεκατευθυνόμενος άνθρωπος. Η εναλλασσόμενη αυτή εικόνα του, επηρεάζει και διαμορφώνει με τη σειρά της, την επαγγελματική, σεξουαλική, κοινωνική ή ακόμη και την αξιακή ή έως και την «εθνική» του ταυτότητα.  

Ο παλιός, με κάθε κόστος, σκληροτράχηλος μαχητής της ζωής στην «άγρια Δύση» ή ο χειριστικός ανταγωνιστικός νάρκισσος που τον διαδέχτηκε, έχει δώσει πλέον τη θέση του στον συναισθηματικά ασταθή, ευερέθιστο, αγχώδη, θυμωμένο και απελπισμένο έως πανικού άνθρωπο. Ο μεμψίμοιρος «νήπιος», που αγανακτεί για τη βαθιά μοναξιά και το εσωτερικό του κενό. Οι κοινωνικές, επαγγελματικές, αλλά και προσωπικές σχέσεις του είναι αντίστοιχες της ευμετάβλητης εικόνας του εαυτού του: έντονες, ασταθείς και χαώδεις. Ένα διαρκές «μην τυχόν» διαμορφώνει και σεναριοποιεί τη ζωή, ως να μην μετέχει σ’ αυτήν η ίδια η ύπαρξη, αλλά μία τηλεκατευθυνόμενη μαριονέτα- αντικαταστάτης, που επιβιώνει κουτσά στραβά υπό τον διαρκή φόβο «μην τυχόν» εγκαταλειφθεί. Προτιμά να εγκαταλείψει μην τυχόν και εγκαταλειφθεί, να φύγει μην τυχόν και την διώξουν, να μην είναι μην τυχόν και είναι, να αυτοκτονήσει μην τυχόν και πεθάνει. Ο άνθρωπος αυτό-εκπληρούμενη προφητεία.

Ένας φαύλος αλληλοτροφοδοτούμενος κύκλος Φόβου, Λύπης, Θυμού έως και Οργής, μπορεί να πυροδοτηθεί ανά πάσα στιγμή στην υποψία και μόνο μιας εγκατάλειψης ή μιας απόρριψης. Αν ο ναρκισσιστής έκανε ότι μπορούσε μην τυχόν και απορριφθεί, ο οριακός κάνει –ασυνείδητα- ότι μπορεί για να συμβεί και να εκπληρωθεί το δραματικό του σενάριο. Οι άλλοι, το επάγγελμα, η κοινωνία, η πολιτική, οι θεσμοί, οι όροι αξίας, μεταβάλλονται σε όλο το εύρος του φάσματος, από την μέγιστη εξιδανίκευση έως την καταλυτική υποτίμηση. Ο χρόνος, που για τον ναρκισσιστή ήταν η κυριαρχία του παρόντος σε βάρος του μέλλοντος, ο ναρκισσιστικός χρόνος ως απόσταση από την εκπλήρωση της επιθυμίας, εδώ καταντά σχεδόν ένα αχρονικό λάστιχο χωρίς πραγματική σημασία. Συστέλλεται στη φάση της εξιδανίκευσης, διαστέλλεται στη φάση της μοναξιάς ή της υποτίμησης. Το παρελθόν έχει, έτσι ή αλλιώς, απορριφθεί πανηγυρικά από την ναρκισσιστική περσόνα που προηγήθηκε, αλλά η «νοσταλγία», που παλιότερα ήταν τουλάχιστον ένα αντικείμενο εμπορίας, τώρα παραμένει απούλητο στα αξιακά ράφια του μετανεωτερικού σούπερ μάρκετ. 

Είναι φανερό ότι η νεωτερική «ριζοσπαστικοποίηση» που προηγήθηκε, με την απόρριψη του «ξεπερασμένου» παρελθόντος που τη συνόδευε, ο μοδάτος χλευασμός κάθε πιθανής τρυφερής ανάμνησης ως τουλάχιστον αφελούς ρομαντισμού, αποστέρησε την ανθρώπινη ύπαρξη από μια κρίσιμη για την ωριμότητα της αβάντζα. Αφαίρεσε από την ύπαρξη ένα σημαντικό ψυχολογικό πλεονέκτημα, άκρως απαραίτητο για την αντιμετώπιση των βασάνων του παρόντος. Ο ναρκισσιστικός τύπος του χθες αποψίλωσε την ύπαρξη από το παρελθόν της και την παρέδωσε βορά στο φόβο του μέλλοντος, που έτσι φάνηκε τώρα πρωτόφαντα μεγάλος. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Η αποκοπή από το βιωμένο παρελθόν, το σπάσιμο των ριζών -η «ριζοσπαστικοποίηση»-, σε συνδυασμό και με άλλους παράγοντες όπως η ακραία εξειδίκευση στην εκπαίδευση και στην εργασία, η εν γένει υπερ-μεγέθυνση της διανοητικής διεργασίας με τον κρίσιμο ρόλο του κυβερνοχώρου κ.α., οδήγησαν στον εξοστρακισμό της βιωματικής εμπειρίας ως διαδικασίας πρόσβασης όχι μόνο στη γνώση -όπως για παράδειγμα το παιχνίδι- αλλά και στην αναζήτηση της προσωπικής αλήθειας. Δηλαδή, της προσωπικής ικανότητας του ανθρώπου να ανακαλύψει μέσα από τη βιωμένη εμπειρία του τις ανάγκες του και τον τρόπο να τις ικανοποιεί. Μάλιστα, η λειτουργία αυτή ανατέθηκε στους ειδικούς κάθε είδους, οι οποίοι καθώς παύουν σήμερα να υπάρχουν, λόγω της νεοφιλελεύθερης λαίλαπας, εγκαταλείπουν τον άνθρωπο δίχως τη «φωτισμένη» τους καθοδήγηση, σαν ένα νήπιο που έχει χάσει το χέρι της μητέρας του, μέσα σε μια πολυάνθρωπη και απειλητική αγορά.          

Είναι, μάλλον, η πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας που ο άνθρωπος έχει ανάγκη τόσα πολλά από τους άλλους, όσο ποτέ άλλοτε, και εντούτοις είναι ανίκανος να εσωτερικεύσει ό,τι κι αν του προσφερθεί, υπονομεύοντας την κάθε του σχέση και καταδικάζοντας τον εαυτό του στο φόβο δίχως καμμιά ανακούφιση. Είναι λες και οι σχέσεις υπάρχουν μόνο για να επιβεβαιώνουν τους χειρότερους φόβους του. Το σύγχρονο δυτικό άτομο παλεύει να βρει κάποιον άλλο που να μπορεί να εσωτερικεύσει τα αβάσταχτα συναισθήματα για λογαριασμό του. Λες και η ψυχή, ως εκμαγείο του σώματος, έχει, αν όχι εγκαταλείψει και αυτή τον σύγχρονο άνθρωπο, τουλάχιστον έχει φτωχύνει θεαματικά.

Απόσπασμα απο το υπό έκδοση βιβλίο «ΤΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΤΟΥ ΗΦΑΙΣΤΟΥ-Απότον Ελάχιστο Εαυτό στον Οριακό Άνθρωπο» – Αντώνης Ανδρουλιδάκης