Μιλώντας σε εσθονική εφημερίδα, ο  Κ. Ρέγκλινγκ αναφέρθηκε στην Ελλάδα και στην πορεία των διαπραγματεύσεων, σημειώνοντας ότι έχει κάνει σημαντική πρόοδο στο τρίτο πρόγραμμα. «Ένα κτυπητό παράδειγμα είναι οι δημοσιονομικές εξελίξεις: Από ένα έλλειμμα 15,5% του ΑΕΠ που είχε όταν επλήγη από την κρίση, πέρυσι είχε δημοσιονομικό πλεόνασμα. Ο αριθμός των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα μειώθηκε 25%, οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων και οι συντάξεις μειώθηκαν. Υπήρξαν μεταρρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό, στην υγεία, στη φορολογία στην αγορά εργασίας και τις αγορές προϊόντων. Υπάρχουν ακόμη πολλά να γίνουν. Έχουμε ακόμη 11 μήνες του προγράμματος του ΕΜΣ και, αν εφαρμόσουν τις μεταρρυθμίσεις που απομένουν, έχουν καλές πιθανότητες να βγουν το επόμενο έτος», είπε χαρακτηριστικά.


«Η Ελλάδα μπορεί να ξεφύγει από τα προβλήματα χρέους»


Όσον αφορά την περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους, σημείωσε ότι αυτό που μπορεί να εξετασθεί είναι μία πρόσθετη επιμήκυνση των περιόδων αποπληρωμής των δανείων. Ο ελληνικός προϋπολογισμός, ανέφερε, εξοικονομεί περίπου 10 δισ. ευρώ ετησίως από τις ρυθμίσεις που έχουν γίνει ήδη για το ελληνικό χρέος. «Αυτό είναι το αποτέλεσμα της δημιουργίας του ΕΜΣ και επειδή θα συνεχισθεί για πολλά χρόνια, η Ελλάδα μπορεί να ξεφύγει από τα προβλήματα χρέους της, παρά το υψηλό επίπεδο του χρέους».

Επιπλέον, πρόσθεσε, «οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης έχουν δηλώσει ότι είναι έτοιμοι να εξετάσουν πρόσθετη ελάφρυνση του χρέους, εάν είναι αναγκαία, στο τέλος του προγράμματος τον επόμενο Αύγουστο. Κανείς δεν αναμένει ονομαστικά «κουρέματα», αλλά αυτό που πιθανόν να εξετασθεί είναι η περαιτέρω επιμήκυνση των περιόδων με χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης του χρέους».
 

Στην ερώτηση ποιά θεωρεί τη μεγαλύτερη απειλή για την Ευρωζώνη σήμερα, ο Ρέγκλινγκ απάντησε: «Έχουμε βγει από την κρίση και δεν βλέπω οξυμένα προβλήματα. Αν θα έλεγα κάτι, είναι ότι δεν πρέπει να είμαστε πολύ εφησυχασμένοι. Επειδή η οικονομική ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί σύντομα ξανά – ο δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης για την Ευρωζώνη δεν είναι πάνω από 1%-1,25%, αν δεν υλοποιήσουμε σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και δεν επενδύσουμε περισσότερο. Επίσης, τα επιτόκια θα αρχίσουν να αυξάνονται και αυτό θα αποτελέσει πρόσθετο βάρος για τους προϋπολογισμούς».