του Κωνσταντίνου Πουλή

Πρόσφυγες είναι μια ομάδα ανθρώπων, λίγο-πολύ μετρήσιμη. “Προσφυγικό ζήτημα” είναι το πώς αποφασίζουμε να αντιμετωπίζουμε τους πρόσφυγες. Όταν κάποιος λοιπόν λέει ότι οι πρόσφυγες φέραν την άνοδο της ακροδεξιάς, συγχέει την παρουσία ξένων με ή χωρίς προσφυγική ιδιότητα με την πολιτική διαχείριση του ζητήματος. Γιατί αυτό είναι κρίσιμο;  Γιατί φαίνεται ότι τα ποσοστά της ανόδου της ακροδεξιάς ιστορικά δεν σχετίζονται με την πραγματική άνοδο της παρουσίας μεταναστών/προσφύγων.

Ξεκινώ με τα ευρωπαϊκά παραδείγματα, επιχειρώντας μια πρώτη εκτίμηση της κατάστασης. Τεκμηρίωση βρίσκει κανείς στο Cas Mudde-Populist Radical Right Parties in Europe (2007), στις σελίδες 210-216, όπου υποστηρίζεται ότι δεν διαπιστώνεται εμπειρικά θετική συσχέτιση μεταξύ του ποσοστού μεταναστών σε μια κοινωνία και πολιτικής επιτυχίας της ακροδεξιάς. Για την ακρίβεια, διαπιστώνεται μια τέτοια συσχέτιση σε 8 από τις 23 χώρες που μελετώνται. Η Ιταλία, η Πολωνία, η Σλοβακία και η Ρωσία εμφανίζουν υψηλά ποσοστά ακροδεξιάς με λιγότερους από 1 μετανάστη ανά 1000 κατοίκους (οι χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ είναι ειδικό πεδίο μελέτης για ιστορικούς λόγους), σε αντίθεση με χώρες σαν τη Σουηδία και τη Νορβηγία, με 16 και 11 μετανάστες ανά χιλιάδα και ποσοστά κάτω του 2%. Αυτά αλλάζουν αργότερα, αλλά το γεγονός παραμένει ότι η άνοδος της ακροδεξιάς σχετίζεται με την πολιτικοποίηση του μεταναστευτικού, όχι με την αντικειμενική παρουσία μεταναστών.

Αν αυτό φαντάζει περίεργο, δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε τη δική μας εμπειρία. Όπως έχει δείξει ο Δ. Ψαρράς, στο μεταναστευτικό προσπάθησε να ποντάρει το Εθνικό Μέτωπο του Μάκη Βορίδη, με παταγώδη αποτυχία, παρότι το μεταναστευτικό ρεύμα από την Αλβανία ήταν ισχυρό τη δεκαετία του ’90 και με την αγαστή συνεργασία της τηλεόρασης έδινε τροφή σε όλα τα αντιμεταναστευτικά στερεότυπα περί εγκληματικότητας. Η Χρυσή Αυγή ανακαλύπτει το μεταναστευτικό μόλις στα τέλη της δεκαετίας του ’90, εγκαταλείποντας το μακεδονικό που ήταν η βασική της έγνοια ώς τότε. Χρειάστηκε η κρίση και βεβαίως η ισχυρή ακροδεξιά στροφή της ΝΔ και ενός μέρους του ΠΑΣΟΚ προκειμένου το μεταναστευτικό να αναχθεί σε κύριο ζήτημα πολιτικής, παρότι αρχικά οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι βρισκόταν τότε πολύ χαμηλά στην απαρίθμηση των αγωνιών των πολιτών. Μόνο τότε μπόρεσε να ανέβει η Χρυσή Αυγή. Μετανάστες υπήρχαν, ρατσισμός υπήρχε, κόμμα νεοναζί στη βουλή δεν υπήρχε.

Το AfD είναι από αυτή την άποψη μια αντίστοιχη περίπτωση. Προφανώς ποντάρει στον αντιμεταναστευτικό λόγο. Προφανώς βασίζεται στη συγκυρία. Όμως και αυτό ξεκινά την πολιτική του πορεία ως κόμμα αντιευρωπαϊκό, εναντίον του ευρώ και των πακέτων «στήριξης» προς τις χώρες του νότου. Ο Bernd Lucke, πρώτος αρχηγός του κόμματος, ήταν επικεφαλής μιας ομάδας οικονομολόγων που εναντιώνονταν στην παροχή “βοήθειας” προς τις χώρες του Νότου. Όπως δείχνει ο ίδιος μελετητής που αναφέραμε και παραπάνω, ο Cas Mudde, το AfD ωφελήθηκε από την ανάδειξη του μεταναστευτικού σε κυρίαρχο ζήτημα, αλλά το μεταναστευτικό είναι σημαία ευκαιρίας. Την αναλαμβάνει μετά το 2015, όταν αποτυπώνεται σε ομιλίες, ανάλυση περιεχομένου στα κοινωνικά δίκτυα και προγραμματικά κείμενα (Λεπτομερής τεκμηρίωση εδώ). Επίσης, εμφανίζεται θετική συσχέτιση με τα ποσοστά ανόδου της ανεργίας, χωρίς να αρκεί η οικονομική εξήγηση.

Τα καλύτερα ποσοστά του τα συγκεντρώνει σε περιοχές όπου δεν υπάρχει ισχυρή μεταναστευτική παρουσία, στην πρώην ανατολική Γερμανία. Το ίδιο συνέβη και στην Ελλάδα. Εκτός από τον Άγιο Παντελεήμονα, όπου με τη γνωστή τηλεοπτική υποστήριξη η ακροδεξιά προπαγάνδα απέκτησε γερές βάσεις, η Χρυσή Αυγή εμφάνιζε υψηλότατα ποσοστά σε περιοχές που δεν είχαν δει μετανάστη ούτε με το κυάλι. Το 2012 η απήχηση της Χρυσής Αυγής μοιράζεται ισοδύναμα σε ολόκληρη την Ελλάδα, ανεξαρτήτως της παρουσίας μεταναστών.

Στην πορεία το AfD εκτοξεύεται με βάση τον αντιμεταναστευτικό λόγο και πορεύεται όπως γνωρίζουμε: καλεί σε πυροβολισμούς προσφύγων, παινεύεται για τον Β΄ Παγκόσμιο κλπ. Τι σημαίνει αυτό; Ότι την ώρα που θα εμφανίζονται αναλύσεις που θα μας υποδεικνύουν ότι η παρουσία των προσφύγων φέρνει την άνοδο της ακροδεξιάς, θα πρέπει να σκεφτόμαστε ότι την άνοδο της ακροδεξιάς τη φέρνει η άνοδος των ακροδεξιών επιχειρημάτων. Η Μέρκελ έχει κάθε λόγο να επιμένει στην υποτιθέμενη ανησυχία της για την άνοδο της ακροδεξιάς: η ακροδεξιά είναι η σανίδα σωτηρίας των κομμάτων που καταρρέουν. Τους δίνει την ευκαιρία να προσποιηθούν ότι όλα πάνε καλά, εκτός από το ότι μερικοί τρελοί μισούν τους ξένους. Τίποτα δεν πάει καλά.