του Μιχάλη Γιαννεσκή

Η φυλή των Μαπούτσε (Mapuche) αποτελεί την πλειοψηφία των ιθαγενών της περιοχής Wallmapu, που σήμερα περιλαμβάνει μεγάλο μέρος της Χιλής και της Αργεντινής. Πρόκειται για έναν λαό που δεν ήταν ιεραρχικά οργανωμένος, όπως οι Ίνκα, οι οποίοι δεν κατάφεραν ποτέ να υποτάξουν τους Μαπούτσε. Σε όλη την ιστορική διαδρομή τους οι κοινότητες των Μαπούτσε αυτοδιοικούνταν βάσει τοπικών δομών.  Η γη σημαίνει τα πάντα για αυτούς και αποτελεί ένα αναπαλλοτρίωτο αγαθό, απαραίτητο για την επιβίωση και την ευημερία της κοινότητάς τους, που ανήκει εξ ολοκλήρου στην κοινότητα και δεν μπορεί να πωληθεί ή να αγοραστεί. Στη γλώσσα τους το όνομα της φυλής σημαίνει «Οι Άνθρωποι της Γης».

Από την ανεξαρτησία στην κατάκτηση

Οι Ισπανοί εισβολείς πρωτοεμφανίστηκαν στην περιοχή το 1500, αλλά δεν κατάφεραν ποτέ να υποτάξουν τους Μαπούτσε, των οποίων η γη χαρακτηρίστηκε από τους Ευρωπαίους της εποχής «Ισπανικό νεκροταφείο». Τέσσερις αιώνες αργότερα, η Χιλή και η Αργεντινή τους επιβλήθηκαν το 1883 μετά από μια κοινή στρατιωτική επίθεση, και μοίρασαν τη γη των ιθαγενών μεταξύ τους. Πολλοί Μαπούτσε κατέληξαν εργάτες των νέων ιδιοκτητών της γης τους αλλά συνέχισαν να αντιστέκονται, διατηρώντας την κουλτούρα τους.

Μετά το 1973 η κυβέρνηση του δικτάτορα Πινοσέτ πούλησε σε εξευτελιστικές τιμές τη γη των Μαπούτσε σε διεθνείς εταιρείες υλοτομίας και υδροηλεκτρικών μονάδων. Τα δάση της περιοχής καταστράφηκαν για να φυτευθούν πεύκα και ευκάλυπτοι για την παραγωγή ξυλείας και πολλοί ιθαγενείς εκτοπίστηκαν. Τα αποτελέσματα ήταν αναμενόμενα: εξάντληση των υδάτινων πόρων και του εδάφους και εξαφάνιση της χαμηλής βλάστησης, η οποία είχε ζωτική σημασία για τους  Μαπούτσε.

Παρότι οι Μαπούτσε αποτέλεσαν σημαντικό μέρος των ομάδων που αντιστάθηκαν στον Πινοσέτ και συνεργάστηκαν με αριστερά και επαναστατικά κινήματα, η περιθωριοποίησή τους συνεχίστηκε μετά την πτώση της δικτατορίας. Πολλοί Μαπούτσε αναγκάστηκαν να μετακομίσουν στις μεγάλες πόλεις για να βρουν κακοπληρωμένες θέσεις χειρωνακτικής εργασίας.

Η περιθωριοποίηση της φυλής

Το κράτος της Χιλής έχει προωθήσει τη δημιουργία εθνικής ταυτότητας με μια αντιφατική επιχειρηματολογία: εγκωμιάζοντας το ακατάβλητο ήθος των Μαπούτσε και την αγάπη τους για την ελευθερία, και ταυτόχρονα διακηρύσσοντας ότι η σύγχρονη κοινωνία της Χιλής είναι εθνικά ομογενής.

Τα επίσημα στατιστικά στοιχεία της Χιλής υποδεικνύουν την αστικοποίηση και την επακόλουθη περιθωριοποίηση της φυλής: ενώ καταγράφουν 1.000.000 Μαπούτσε το 1992 (7% του πληθυσμού της χώρας), δέκα χρόνια αργότερα αυτός ο αριθμός υπολογίζονταν ότι δεν ξεπερνούσε τις 600.000. Η αστικοποίηση των ιθαγενών εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των πολιτικών και οικονομικών ελίτ της χώρας, υποβαθμίζοντας τη δημογραφική παρουσία των Μαπούτσε και διευκολύνοντας την περαιτέρω εκμετάλλευση των περιοχών τους.

Επιπλέον, η μετακόμισή τους στις πόλεις είχε επιπτώσεις  για την υγεία των ανθρώπων που ήταν συνηθισμένοι σε έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο ζωής και σε παραδοσιακές, αλλά αποτελεσματικές, θεραπείες. Διότι η χλωρίδα της περιοχής προσφέρει στους Μαπούτσε όχι μόνο τρόφιμα, αλλά και φάρμακα, μερικά από τα οποία έχει αποδειχθεί ότι περιέχουν αντιοξειδωτικές ουσίες. Η αποτελεσματικότητα των θεραπευτικών μεθόδων που χρησιμοποιούν έχει αναγνωριστεί πρόσφατα: μερικά νοσοκομεία στη Χιλή έχουν αρχίσει να τις χρησιμοποιούν και ολοένα περισσότεροι φαρμακοποιοί εξειδικεύονται στη χρήση των παραδοσιακών φαρμάκων των Μαπούτσε.

Τα παιδιά των Μαπούτσε αντιμετωπίζουν μπούλινγκ στα σχολεία των πόλεων λόγω της εμφανισιακής και πολιτιστικής διαφορετικότητας τους. Οι ενήλικες που εγκαθίστανται σε αστικά κέντρα πρέπει να επιλέξουν ανάμεσα στην αποδοχή της κυρίαρχης κουλτούρας και στην επιστροφή στον τόπο καταγωγής τους.

Ο αγώνας επανάκτησης της γης

Οι Μαπούτσε συνειδητοποίησαν ότι ένα σύστημα που βασίζεται στην εμπορευματοποίηση δεν θα ικανοποιήσει ποτέ τα αιτήματά τους για την επιστροφή της γης τους, και ότι η οικονομική ισότητα δεν επιτυγχάνεται μέσω των κατεστημένων πολιτικών διαδικασιών. Αναγνώρισαν ότι οι νομοθεσίες για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην πράξη δεν αποτελούσαν τίποτε άλλο παρά ωραία λόγια επί χάρτου. Ακολούθησαν τη μόνη διέξοδο που είχε απομείνει, την απείθεια κατά των κρατικών αρχών.

Κατά τη δεκαετία του 2000 οι Μαπούτσε ενέτειναν τον αγώνα για να επανακτήσουν τη γη τους και για να μην εξαρτώνται από την «οικονομία της αγοράς» και την ελεημοσύνη του κράτους της Χιλής. Κατέλαβαν δασοκομικές εκτάσεις για να επανακτήσουν μέρη της πατρικής τους γης, στα οποία έκαναν παραδοσιακές καλλιέργειες που δεν επιβαρύνουν το περιβάλλον.

Το κράτος αντιμετώπισε τις κινητοποιήσεις τους εφαρμόζοντας έναν αντιτρομοκρατικό νόμο από την εποχή της δικτατορίας. Οι ιθαγενείς εκδιώχθηκαν από τα κατειλημμένα εδάφη, φυλακίστηκαν και τα σπίτια τους γκρεμίστηκαν. Μέχρι σήμερα τεθωρακισμένα οχήματα της αστυνομίας περιπολούν την περιοχή τους, οι διαμαρτυρίες τους αντιμετωπίζονται με υπέρμετρη βία και οι ηγέτες τους καταδιώκονται και φυλακίζονται βάσει του παραπάνω νόμου. Τουλάχιστον 4 Μαπούτσε έχουν σκοτωθεί από την αστυνομία.

Οι υποστηρικτές των Μαπούτσε επίσης καταδιώκονται. Η Elena Varela, η παραγωγός ενός ντοκιμαντέρ για τα δεινά των Μαπούτσε, φυλακίστηκε και το υλικό της κατασχέθηκε από την αστυνομία. Πέρασαν δύο χρόνια προτού η παραγωγός αθωωθεί και το ντοκιμαντέρ της προβληθεί στη Χιλή.

Εν τούτοις οι Μαπούτσε συνεχίζουν τις διαμαρτυρίες και τις καταλήψεις, σαμποτάρουν το εμπόριο στην περιοχή τους, κλείνουν αυτοκινητόδρομους και σιδηροδρομικές γραμμές και προκαλούν δολιοφθορές στις υλοτομικές εταιρείες.

Πολιτική καταδίωξη με αντιτρομοκρατική νομοθεσία

Μετά την πτώση της δικτατορίας, η αντιτρομοκρατική νομοθεσία εφαρμόστηκε κατά των Μαπούτσε με την Οργουελική δικαιολογία ότι παρότι «δεν υπάρχει τρομοκρατία στη Χιλή, διαπράττονται τρομοκρατικά εγκλήματα». Η εν λόγω νομοθεσία υποθάλπει την αστυνομική βία κατά των Μαπούτσε ακτιβιστών: ξυλοδαρμούς, αυθαίρετες συλλήψεις και βασανιστήρια των κρατουμένων. Η νομοθεσία εφαρμόζεται από στρατοδικεία, στα οποία ανώνυμοι μάρτυρες διαψεύδουν τις κατηγορίες σχετικά με την βαρβαρότητα των μεθόδων αστυνόμευσης και μπορούν να ψεύδονται ατιμωρητί.

Ένας δικαστής που απαίτησε οι καταθέσεις των μαρτύρων να γίνονται επώνυμα καθαιρέθηκε από το αξίωμά του, ενώ ένας αστυνομικός που διαμαρτυρήθηκε για τις βαναυσότητες των συναδέλφων του αντιμετώπισε θανατικές απειλές και αναγκάστηκε να ζητήσει άσυλο στο εξωτερικό. Η αντιτρομοκρατική νομοθεσία εξακολούθησε να χρησιμοποιείται εναντίον των Μαπούτσε ακτιβιστών κατά τη θητεία της «αριστερής» προέδρου Michelle Bachelet, παρότι η ίδια είχε υποσχεθεί το αντίθετο στην προεκλογική της καμπάνια.

Η καταπολέμηση του αγώνα των ιθαγενών έχει λάβει πολλές μορφές. Για παράδειγμα, δύο μέλη του Εθνικού Συμβουλίου για την Ανάπτυξη των Ιθαγενών τα οποία αντιτάχθηκαν στην κατασκευή ενός μεγάλου υδροηλεκτρικού φράγματος καθαιρέθηκαν. Οι κάθε είδους διαμαρτυρίες των Μαπούτσε θεωρούνται σχεδόν ανεξαιρέτως «τρομοκρατικά εγκλήματα» και δεν καλύπτονται από τον ποινικό κώδικα του 2000 που αντικατέστησε τα δρακόντεια μέτρα της δικτατορικής περιόδου.

Οι υποσχέσεις για δικαίωση ανανεώνονται

Η πολιτική ελίτ της Χιλής έχει κάνει υποτυπώδεις προσπάθειες για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα των Μαπούτσε. Οι πιο σοβαρές προτάσεις για την ανάδειξη και την αντιμετώπιση των  προβλημάτων των Μαπούτσε είχαν γίνει επί προεδρίας Αλιέντε, αλλά δεν υλοποιήθηκαν ποτέ. Τον Ιούνιο του 2017 η πρόεδρος Bachelet απολογήθηκε, λέγοντας ότι «θέλω, επίσημα και με ταπείνωση, να ζητήσω συγχώρεση από τους Μαπούτσε για τα σφάλματα και τις φρικαλεότητες που διαπράχθηκαν ή έγιναν ανεκτά από το κράτος στη σχέση μας με αυτούς και τις κοινότητές τους».  Η πρόεδρος ανακοίνωσε διάφορα νέα μέτρα, όπως την κατασκευή υποδομών, την επιστροφή γαιών και τη δημιουργία Υπουργείου για τους αυτόχθονες.

Μετά από δεκαετίες καταπίεσης, εκδίωξης και εκφράσεων «καλών προθέσεων» από το κράτος, οι Μαπούτσε δικαιολογημένα αμφισβητούν τις υποσχέσεις της «αριστερής» προέδρου μιας κυβέρνησης ριζωμένης στον νεοφιλελευθερισμό που τους αντιμετωπίζει ως τρομοκράτες. Συνεχίζουν τον αγώνα τους, ο οποίος υποστηρίζεται και θεωρείται σύμβολο εξέγερσης από τους νέους και την γκέι κοινότητα στα αστικά κέντρα της Χιλής, και είναι στενά συνδεδεμένος με περιβαλλοντικά κινήματα που αντιστέκονται στα υδροηλεκτρικά έργα και τον επακόλουθο εκτοπισμό των ιθαγενών.

Ο λαός που διατήρησε την ανεξαρτησία του για 400 χρόνια ενόσω η υπόλοιπη Λατινική Αμερική ελέγχονταν από τις αποικιοκρατικές δυνάμεις ή τις κυβερνήσεις των αποίκων, αποτελεί το μοναδικό κίνημα ιθαγενών σε ολόκληρη την αμερικανική ήπειρο που δεν έχει σκύψει το κεφάλι στην επέλαση των οικονομικών συμφερόντων. Μέχρι σήμερα ο αγώνας των Μαπούτσε έχει αποδειχθεί κυριολεκτικά «ακατάβλητος».

Πηγές

Εκτενείς πληροφορίες για την κατάσταση των Μαπούτσε στη Χιλή περιέχουν οι παρακάτω πηγές, και ιδιαίτερα το βιβλίο της Diane Haughney.

Crow, J. (2013). The Mapuche in modern Chile: A cultural history. Gainesville, University of Florida Press.
Di Giminiani, P. (2011). Ancient lands, contemporary disputes: Land restoration and belonging among the Mapuche people of Chile. Doctoral thesis, UCL (University College London).
Haughney, D. (2006). Neoliberal economics, democratic transition, and Mapuche demands for rights in Chile. Gainesville, University of Florida Press.
Human Rights Watch (2004). Undue process: Terrorism trials, military courts, and the Mapuche in Southern Chile. Vol. 16, No. 5 (B).  Αναρτημένο στο https://www.hrw.org/reports/2004/chile1004/ (τελευταία πρόσβαση 28/9/2017).
Waldman, G.M. (2012). Historical memory and present-day oblivion: The Mapuche conflict in post-dictatorial Chile. Time and Society, Vol. 21 (1), pp. 55-70.