Σε συνέντευξη που παραχώρησε στο «Έθνος», ο Τ. Βίζερ ξεκαθάρισε πως η ολοκλήρωση του τρίτου μνημονίου στα μέσα του 2018 δεν θα σημάνει σε καμία περίπτωση ότι η Ελλάδα θα σταματήσει να βρίσκεται υπό επιτήρηση, καθώς θα χρειαστεί να περάσει από διαδικασία που έχουν περάσει από αυτή την διαδικασία. Εκτίμησε πως η επιτήρηση των δανειστών θα συνεχιστεί για «αρκετό καιρό» μετά την ολοκλήρωση του τρίτου μνημονίου.

«Ο Έλληνας Πρωθυπουργός και το οικονομικό επιτελείο είναι αποφασισμένοι να ολοκληρώσουν εγκαίρως την τρίτη αξιολόγηση», ανέφερε ο Βίζερ και πρόσθεσε ότι είναι σημαντικό να εφαρμοστούν τα προαπαιτούμενα, ώστε η Τρίτη αξιολόγηση να έχει κλείσει μέχρι το τέλος του 2017.

«Το πότε η Ελλάδα θα καταφέρει να φτάσει την αποπληρωμή στο 75% του χρέους εξαρτάται από τις συζητήσεις σχετικά με τις ωριμάνσεις αποπληρωμής. Δεδομένου του μεγάλου ποσού και των μεγάλων περιόδων ωρίμανσης της αποπληρωμής, πιστεύω ότι θα υπάρξει μια σειρά από ζητήματα στην περίοδο μετά το τέλος του προγράμματος που θα είναι πιο αυστηρή από ό,τι στην Ισπανία, για παράδειγμα».

Ερωτηθείς για το ζήτημα της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, αρκέστηκε να πει πως δεν υπάρχει κάτι νεότερο από την πλευρά των δανειστών, καθώς οι αποφάσεις έχουν ήδη ληφθεί. «Μπορώ μόνο να επαναλάβω ότι υπάρχει ήδη μία απόφαση που ορίζει πότε θα ξεκινήσει η δράση για το χρέος -ξέρετε τα “αν χρειαστεί” και όλες τις προϋποθέσεις- και αυτό είναι στο τέλος του προγράμματος, αφού αυτό έχει ολοκληρωθεί με επιτυχία».

Περιμένει «ουσιαστικές συζητήσεις» ο Τσακαλώτος

Υπενθυμίζεται ότι ο υπουργός Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος, δήλωσε προ ημερών ότι θα πρέπει να κλείσει σύντομα η Τρίτη αξιολόγηση, προκειμένου το 2018 «να αρχίσουν ουσιαστικές συζητήσεις» για την ελάφρυνση του χρέους.

«Θέλουμε το 2018 να αρχίσουν ουσιαστικές συζητήσεις για την έξοδο από το πρόγραμμα και την αποσαφήνιση της ελάφρυνσης του χρέους, έχουμε κάθε κίνητρο να τελειώσουμε εγκαίρως την τρίτη αξιολόγηση». Είχε εκτιμήσει ότι η τρίτη αξιολόγηση θα κλείσει εγκαίρως καθώς «το ΔΝΤ έχει μπει στο πρόγραμμα, άρα δεν υπάρχει λόγος να βάλει νέα ζητήματα στο τραπέζι, επίσης δύσκολα νομοσχέδια δεν υπάρχουν στα προαπαιτούμενα και τέλος η εμπιστοσύνη προς την ελληνική κυβέρνηση έχει αυξηθεί πολύ, γεγονός που επιταχύνει τις διαδικασίες».