Σύμφωνα με την έκθεση, η πραγματική ανεργία το β’ τρίμηνο του 2017 υπολογίζεται στο 28,7%, καθώς θα πρέπει να συνεκτιμηθούν στους ανέργους, οι υποαπασχολούμενοι αλλά και όσοι παραμένουν εκτός αγοράς και δηλώνουν απογοητευμένοι ότι δεν αναζητούν εργασία, ενώ το ποσοστό θα υποχωρήσει σε μονοψήφιο νούμερο, στις αρχές της δεκαετίας του 2030.

Από την έκθεση προκύπτει ότι από το 2010 έως το 2016 όλοι οι κλάδοι της ελληνικής οικονομίας παρουσίασαν μειώσεις μισθών που έφτασαν το 18,1% κατά μέσο όρο.

Όπως σημειώνει μεταξύ άλλων στην έκθεση του το ΙΝΕ – ΓΣΕΕ

  • Η κατανάλωση έχει σταθεροποιηθεί σε ένα επίπεδο χαμηλότερο κατά 24 ποσοστιαίες μονάδες από το αντίστοιχο του α’ τριμήνου του 2008. Το επίπεδό της δεν θα είναι διατηρήσιμο αν δεν υπάρξει ένα ισχυρό σοκ απασχόλησης και εισοδημάτων στην οικονομία. 
  • Η μείωση των δημόσιων δαπανών αποκαλύπτει ότι η ασκούμενη δημοσιονομική διαχείριση δεν περιορίζεται μόνο στην υπερφορολόγηση. Αποτελεί ένα μείγμα επιθετικής δημοσιονομικής λιτότητας και προσαρμογής. Το ΙΝΕ – ΓΣΕΕ χαρακτηρίζει την κατάσταση αυτή ως μη βιώσιμη, που δεν δημιουργεί συνθήκες διατηρήσιμης αναβάθμισης της δημοσιονομικής αξιοπιστίας της χώρας.
  • Ο βαθμός απασχόλησης του εργατικού δυναμικού παραμένει ιδιαίτερα χαμηλός (52%)
  • Η μεταβολή της σχέσης μεταξύ των θέσεών εργασίας πλήρους και επισφαλούς απασχόλησης έχει σημαντικές επιπτώσεις στην κατανομή και τη δυναμική των μισθών

Η οριζόντια μείωση μισθών, ως συνέπεια των πολιτικών λιτότητας όμως, ήταν σαφώς πιο έντονη στους κλάδους της εκπαίδευσης (-29,7%), της διασκέδασης (-29,6%) και του τουρισμού (-25%). Αντίθετα, οι κλάδοι με τις μικρότερες μειώσεις είναι εκείνες της διαχείρισης ακίνητης περιουσίας (-0,4%), της μεταφοράς και αποθήκευσης (-8,2%) και των ορυχείων (-10,2%).

Από τα υπόλοιπα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το ΙΝΕ ΓΣΕΕ προκύπτει ότι σημαντική μείωση μισθών κατέγραψαν οι κλάδοι της μεταποίησης (-17,8%), των κατασκευών (-19,8%) και του εμπορίου (-19,9%).

Εξετάζοντας την κλαδική διάρθρωση της απασχόλησης παρατηρείται ότι κατά την περίοδο της κρίσης χάθηκαν 645.100 θέσεις εργασίας.

Οι μεγαλύτερες μειώσεις εμφανίζονται στους εξής κλάδους:

της γεωργίας (89.600),
της μεταποίησης (122.300),
των κατασκευών (179.100),
του εμπορίου (122.100).

Αντίθετα, οι μόνοι κλάδοι που εμφανίζουν μικρές αυξήσεις στην απασχόληση είναι οι εξής:

της ενέργειας (4.400),
της παροχής καταλύματος και εστίασης (68.700),
των διοικητικών και υποστηρικτικών δραστηριοτήτων (15.600),
των τεχνών, διασκέδασης και ψυχαγωγίας (6.000).

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Έκθεσης, οι επενδύσεις έχουν σταθεροποιηθεί σε ένα επίπεδο κατά 63% χαμηλότερο από αυτό του α' τριμήνου του 2008, ενώ με βάση τον μέσο ρυθμό αύξησης των επενδύσεων του 2016 ο όγκος των επενδύσεων θα φτάσει στο επίπεδο του α' τριμήνου του 2008 το α' τρίμηνο του 2033.

Όσον αφορά την αγορά εργασίας, η Έκθεση σημειώνει ότι το α' εξάμηνο του 2017 η κατάσταση είναι βελτιωμένη σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Αυτή η εξέλιξη, που αποτυπώνει μία σωρευτική μεταβολή στην αγορά εργασίας με μείωση των ανέργων κατά 263,5 χιλιάδες και με αύξηση της απασχόλησης κατά 252,3 χιλιάδες την περίοδο 2014-2017, δείχνει την αργή, μεν, αλλά σταθερή έξοδο της οικονομίας από τη μεγάλη ύφεση της περιόδου 2010-2013 με μία σειρά όμως ποιοτικών δεικτών να δημιουργούν προβληματισμό. Συγκεκριμένα, ο βαθμός απασχόλησης του εργατικού δυναμικού παραμένει ιδιαίτερα χαμηλός (52%), την ώρα που το β' τρίμηνο του 2017 το ποσοστό της πραγματικής ανεργίας κυμαινόταν στο 28,7% (30,8% το αντίστοιχο τρίμηνο του 2016).

Επίσης, εξετάζοντας την κλαδική διάρθρωση της απασχόλησης παρατηρείται ότι κατά την περίοδο της κρίσης χάθηκαν 645,1 χιλιάδες θέσεις εργασίας, με τις μεγαλύτερες μειώσεις να εμφανίζονται στους κλάδους της γεωργίας (89,6 χιλιάδες), της μεταποίησης (122,3 χιλιάδες), των κατασκευών (179,1 χιλιάδες) και του εμπορίου (122,1 χιλιάδες). Αντίθετα, οι μόνοι κλάδοι που εμφανίζουν μικρές αυξήσεις στην απασχόληση είναι της ενέργειας (4,4 χιλιάδες) της παροχής καταλύματος και εστίασης (68,7 χιλιάδες), των διοικητικών και υποστηρικτικών δραστηριοτήτων (15,6 χιλιάδες) και των τεχνών, διασκέδασης και ψυχαγωγίας (6 χιλιάδες).

Μερικής απασχόλησης οι περισσότερες νέες θέσεις εργασίας

Σχετικά με τους μισθούς, η Έκθεση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ υποστηρίζει ότι σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΡΓΑΝΗ για το α' επτάμηνο(Ιανουάριος-Ιούλιος) του 2017, η πλειονότητα των νέων προσλήψεων στον ιδιωτικό τομέα αφορά θέσεις μερικής (47,86%) και εκ περιτροπής (13,81%) εργασίας. Η ενίσχυση της επισφαλούς απασχόλησης επηρεάζει τη μεταβολή των μισθών, καθώς, σύμφωνα με τα στοιχεία απασχόλησης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ για τον Νοέμβριο του 2016, ο μέσος μισθός των απασχολούμενων με μερική απασχόληση ήταν 397,67 ευρώ.

Με βάση τα στοιχεία του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, η κατανάλωση έχει σταθεροποιηθεί σε ένα επίπεδο χαμηλότερο κατά 24% από το αντίστοιχο του α' τριμήνου του 2008, ενώ η αύξηση του όγκου των εξαγωγών δεν μεταφράζεται σε διατηρήσιμο εμπορικό πλεόνασμα λόγω της μεγάλης εξάρτησης της εγχώριας παραγωγής από τις εισαγωγές.

Όπως επισημαίνεται στην Έκθεση, λόγω της συνέχισης της ίδιας δημοσιονομικής προσαρμογής παρουσιάζεται συνεχής απώλεια ρευστότητας από τον ιδιωτικό τομέα με την επίτευξη υψηλών δημοσιονομικών πλεονασμάτων να συνεπάγεται έλλειμμα για τον ιδιωτικό τομέα.

Τέλος, σύμφωνα με κάποια επιπλέον στοιχεία της Έκθεσης που παρουσιάζουν ένα δυσμενές κλίμα το οκτάμηνο Ιανουαρίου-Αυγούστου, οι έμμεσοι φόροι αντιπροσώπευαν το 54,4% των καθαρών εσόδων του κράτους έναντι 50,7% το αντίστοιχο διάστημα πέρυσι. Το α' τρίμηνο του 2017 οι πρωτογενείς δαπάνες της γενικής κυβέρνησης συρρικνώθηκαν κατά 4,9% έναντι του αντίστοιχου τριμήνου πέρυσι, με τις κοινωνικές παροχές να σημειώνουν πτώση 5,1%. Αυτή η κατάσταση, σύμφωνα με το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, είναι μη βιώσιμη και δεν δημιουργεί συνθήκες διατηρήσιμης αναβάθμισης της δημοσιονομικής αξιοπιστίας της χώρας.

Επιτροπεία και μετά το 2018 βλέπει ο Παναγόπουλος

Από την πλευρά του, ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ κ. Γ.Παναγόπουλος τόνισε ότι η οικονομία παραμένει στο κατώτατο σημείο πτώσης που βρέθηκε μετά το 2013 και δεν υπάρχουν στοιχεία που να συνηγορούν για την «έναρξη δυναμικής μεγένθυσής της».

Η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης δεν μπορεί να δημιουργήσει αυτές τις προϋποθέσεις σημείωσε και πρόσθεσε: «τα υπάρχοντα πρωτογενή πλεονάσματα δεν είναι ούτε βιώσιμα, ούτε διατηρήσιμα».

Εκτίμησε ότι η χώρα θα παραμείνει σε επιτροπεία και μετά το 2018 και πως η προληπτική γραμμή στήριξης θα δοθεί στη χώρα μόνο με την υπογραφή νέου μνημονίου. Χαρακτήρισε τέλος ως «μετέωρα» τα κυβερνητικά αφηγήματα για λύση στο θέμα του χρέους και έξοδο της χώρας από την επιτήρηση.