του Αντώνη Ανδρουλιδάκη

Γιατί, φαίνεται ότι, παρόλο που, τυπικά, η αποικιοκρατία τερματίστηκε κάπου στο τέλος του 20ού αιώνα, η «εκλεκτή θυγατέρα» της, η παγκοσμιοποίηση, συνεχίζει απρόσκοπτα να διαιωνίζει τη δυτική «οικογενειακή» παράδοση της λεηλασίας και της επιδρομής των «ακριδών». Και, προφανώς, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι αυτό ακριβώς, η «συγγενική» σχέση, φαίνεται να μας διαφεύγει συνεχώς.

Είναι λοιπόν πιθανό η ιστορία της αποικιοκρατίας, που στον βαλκανικό χώρο αφορμάται –σύμφωνα με ερευνητές– ήδη από το 1082 μ.Χ., να κατορθώνει ακόμη και σήμερα να μορφοποιεί, να διαπλάθει, να σχηματοποιεί, τις αποικιοκρατούμενες περιοχές του πλανήτη και άρα και την νεοελληνική κοινωνία; (ανεξάρτητα μάλιστα από την πρόσφατη υπαγωγή της χώρας στο καθεστώς της αποικίας χρέους). 

Υπάρχει δηλαδή περίπτωση όταν, παραδείγματος χάριν, αναφερόμαστε στη σεξουαλικότητα ή στη σεξουαλική βία να την κατανοούμε υπό την ανεπίγνωστη επίδραση του ιστορικού πλαίσιου της αποικιοκρατίας; Αν είναι έτσι, ίσως θα είναι πιο εύκολο να ερμηνεύσουμε δικαστικές αποφάσεις όπως αυτή σε βάρος της 22χρονης γυναίκας από το Ναύπλιο, που σκότωσε εν αμύνη τον επίδοξο βιαστή της. Γιατί καταδίκες σαν αυτή, υπό το άλλοθι της απονομιμοποίησης του φόνου, νομιμοποιούν την ιδέα της σεξιστικής βίας και αυτό, μάλλον, είναι στον πυρήνα της λειτουργίας του μετα-αποικιακού κράτους.

Με αφορμή αυτές τις σκέψεις, αναδύεται ένα δεύτερο ερώτημα: πώς αναπαράγουμε άραγε, όλοι μας, την ιστορία της αποικιοκρατίας; Με άλλα λόγια, ποιό είναι το είδος των πεποιθήσεων και των αξιών μας που αρδεύονται από τις πηγές της αποικιοκρατικής διείσδυσης και διατηρούνται μέχρι σήμερα εξυπηρετώντας και αναπαράγοντας τη σεξουαλική βία, τις λογής διακρίσεις ή τις ρατσιστικές συμπεριφορές; Γιατί, η ιστορία της αποικιοκρατίας δεν είναι τίποτα περισσότερο παρά ένας συνεχής βιασμός του «χώρου», του «τρόπου», ακόμη και του «χρόνου», του αποικιοκρατούμενου.

Κι αν αυτός ο συλλογισμός είναι σωστός, πώς μπορεί κανείς να αντισταθεί και να προωθήσει τις όποιες εναλλακτικές; Πώς μπορεί κανείς να δρα μέσα σ’ ένα καθημερινό απο-αποικιακό πλαίσιο; 

Επιχειρώντας να απαντήσει στο πρώτο ερώτημα η Shose Kessi, λέκτορας Κοινωνικής και Κριτικής Ψυχολογίας στο πανεπιστήμιο του Cape Town και συνεχιστής της απο-αποικιακής παράδοσης του ψυχίατρου Frantz Fanon (Black Skin, White Masks, 1952), υποστηρίζει ότι «οι θεμελιώδεις αρχές της αποικιοκρατίας μπορούν να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε τις επιπτώσεις της αποικιοκρατίας και τον τρόπο με τον οποίο αυτές διαμορφώνουν τη σύγχρονη κοινωνία». Και αυτές οι αρχές δεν είναι άλλες από τον Καπιταλισμό, τον Ρατσισμό και την Ετερο-πατριαρχία (το κοινωνικοπολιτικό σύστημα στο οποίο έχουν τα πρωτεία οι άνδρες σε σχέση με τις γυναίκες και η ετεροφυλοφιλία σε σχέση με τους άλλους σεξουαλικούς προσανατολισμούς). 

Αυτές οι βασικές αρχές, διασυνδέονται μεταξύ τους και υπηρετούν αναγκαστικά ένα πλαίσιο, το αποικιακό, το οποίο συνίσταται από δυο βασικά συστατικά-εξαρτήματα: την επιστήμη, ως την πιο νομιμοποιημένη μορφή γνώσης και το κράτος ως την πιο νομιμοποιημένη μορφή βίας.

Τόσο η διεθνής, όσο και η ελληνική εμπειρία, δείχνει ότι η αποικιοκρατία ζει τις καλύτερες στιγμές της πάντα μέσα από ένα «καβγά», μια σύγκρουση, που την προκαλεί ή την αναπαράγει. Είναι αυτός ο «καβγάς» που άφησε τον ελληνικό χώρο χωρισμένο και ανολοκλήρωτο (στα Βαλκάνια, στην Μ. Ασία και στην Κύπρο), είναι ο ίδιος καβγάς που διαίρεσε την αφρικανική ήπειρο ή την αραβική χερσόνησο, με συνέπειες που οι λαοί των περιοχών αυτών πληρώνουν ίσαμε τις μέρες μας.

Τείνουμε να δεχτούμε όμως αυτή την πραγματικότητα χωρίς να το πολυψάχνουμε. Ωστόσο, αν σηκώσει κανείς λίγο το αποικιοκρατικό χαλί, θα δει μάλλον ότι αυτές ακριβώς οι θεμελιώδεις αρχές της αποικιοκρατίας και τα συστατικά εξαρτήματά της, διαμορφώνουν ακόμη τις πεποιθήσεις και τις αξίες μας, από εκεί τροφοδοτούνται τα άκαμπτα στερεότυπά μας και άρα και οι διομαδικές συγκρούσεις μας. Και είναι ακριβώς αυτές οι αρχές, γύρω από την Επιστήμη και το Κράτος (τους νόμους, τις πολιτικές, την κυβέρνηση ή το κοινοβούλιο), που επιτρέπουν στην αποικιοκρατία να αναπαράγει διαρκώς και με άνεση τον εαυτό της.

Χρειάζεται, δηλαδή, να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε πλέον όχι μόνο το Κράτος, αλλά και την Επιστήμη ως μέσα πειθάρχησης που συνεισφέρουν στην νομιμοποίηση των ιδεών της αποικιοκρατίας. Και εδώ υπεισέρχεται αυτό που ορίζεται ως «επιστημονική βία», η ιδέα δηλαδή ότι, μερικές φορές, ο επιστήμονας γίνεται, ασυνείδητα, και μέσα από την ερμηνεία των επιστημονικών δεδομένων, ο δράστης μιας αδυσώπητης βίας ενάντια στον αποικιοκρατούμενο «Άλλο». Οφείλουμε δηλαδή να διαπιστώσουμε ότι, προκειμένου ο καπιταλισμός, ο ρατσισμός και η ετεροπατριαρχία να υπάρξουν ως νομιμοποιημένες ιδέες μέσα στο κοινωνικό σώμα, χρειάζεται η επιστήμη να συνεισφέρει ως ακόμη ένα μέσο κοινωνικής χειραγώγηισης και εν τέλει πειθάρχηισης.

Αρκεί κανείς να ανατρέξει στο σχετικό ρόλο της Ψυχολογίας, καθώς, για παράδειγμα, οι μελέτες του IQ ορίζουν, τρόπον τινά, μια ιεραρχία της νόησης, βάζοντας από την πίσω πόρτα τις φυλετικές διαφορές ως ανισότητες και άρα θεσμίζοντας κοινωνικά τον ρατσισμό. Όπως υποστηρίζει η Kessi «Η εστίαση στις νευρολογικές διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών ή η κατανόηση-κατηγοριοποίηση για την ψυχική υγεία των διαφόρων τύπων εγκληματιών, ομοφυλοφίλων, παχύσαρκων ατόμων, θετικών για τον ιό HIV κλπ είναι προβληματική όταν μεταφράζεται μέσα από ευρήματα ερευνών συνδέοντας π.χ. την παχυσαρκία με τη χαμηλή νοημοσύνη, τις γυναίκες με τον παραλογισμό, τους νέους με τις αποκλίσεις ή τους φτωχούς με την έλλειψη ενσυναίσθησης… Τέτοιες έρευνες αναπαράγουν ιδέες για το ποιος θεωρείται “κανονικός” – και για ποιον απαιτείται “παρέμβαση-θεραπεία”, καθώς επίσης και ποιος είναι ο “ενδεδειγμένος” τύπος “παρέμβασης”».

Κάτι ανάλογο μπορεί να δει κανείς στο ρόλο της Οικονομικής επιστήμης όταν μελετά τις όψεις υπανάπτυξης των Βαλκανίων ή του ευρωπαϊκού νότου, καθώς «οργανώνει» και νομιμοποιεί μια οικονομική-αναπτυξιακή ιεραρχία, αποκρύπτοντας, όμως, π.χ. το ρόλο του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, μήπως και η ίδια «ευρωζώνη» είναι κάτι διαφορετικό από μια ρατσιστική ιεράρχηση νομιμοποιημένη από την επιστημονική βία των Οικονομικών; Αυτό ίσως είναι ακόμη ένα χαρακτηριστικό της αποικιοκρατικής κουλτούρας: η «εξατομικευμένη» επιστημονική διερεύνηση ενός θέματος, ξέχωρα από το συστημικό πλαίσιο που την συγκροτεί.

Κάπως έτσι, με την υποστήριξη της «επιστημονικής βίας» της Ψυχολογίας, μπορούν οι μαύροι να τοποθετούνται-προβάλλονται, από τα κυρίαρχα συστημικά μέσα, περίπου στον πάτο της φυλετικής ιεράρχησης, όπως και οι μετανάστες, οι γυναίκες ή οι ομοφυλόφιλοι. Και ανάλογα, με την υποστήριξη της «επιστημονικής βίας» των Οικονομικών, οι Βαλκάνιοι ή οι Νότιοι, να προβάλλονται στο τελευταίο σκαλί της εργατικότητας ή της οικονομικής αποτελεσματικότητας. Και βέβαια, όταν αυτό μοιάζει να αποδεικνύεται επιστημονικά, γίνεται εύκολο και να νομιμοποιηθεί στη συνείδηση τόσο του αποικιοκράτη όσο, δυστυχώς, και του υποτελούς-αποικιοκρατούμενου. Και άλλο τόσο είναι εύκολο να νομιμοποιηθεί η «θεραπεία» του αποκλίνοντος «Άλλου», συχνά μάλιστα με την βιαιότητα που επιβάλλει μια αναγκαστική «θεραπεία». Ή μήπως τα Μνημόνια είναι κάτι διαφορετικό από μια τέτοια θεραπευτική αγωγή που επιβάλλεται στανικά στο «ασθενές» -οικονομικά και όχι μόνο- ελληνικό σώμα;

Μέσα από την αντίληψη της «επιστημονικής βίας» ο «Άλλος» φαίνεται πάντοτε ως κάτι λιγότερο από κανονικός άνθρωπος, οπότε ο «δράστης» νομιμοποιείται να λειτουργήσει με όλους τους διαθέσιμους βίαιους τρόπους. Όπως λέει η Shose Kessi «οι επιστήμονες του προηγούμενου αιώνα, που υπερασπίστηκαν τις ιδέες της «φυσικής επιλογής» και της «επιβίωσης του πιο δυνατού» οδήγησαν τελικά στην νομιμοποίηση της δουλείας, της αποικιοκρατίας και του απαρτχάιντ, γεγονός που προκάλεσε γενοκτονία εκατομμυρίων Αφρικανών και ανθρώπων από τον παγκόσμιο Νότο».

Είναι μάλλον γνωστή η αντίληψη του προηγούμενου αιώνα που σε κάποιες περιπτώσεις ταύτισε τον ρατσισμό με μια επιστημονική βιολογική αλήθεια. Κι έτσι δεν πρέπει να μας εντυπωσιάζει το γεγονός ότι αρκετοί ταυτίζουν σήμερα την εφαρμογή των Μνημονίων με την αποκατάσταση κάποιας αναντίρρητης επιστημονικής οικονομικής αλήθειας.

Προφανώς δεν είναι, όμως, μόνο η Ψυχολογία ή τα Οικονομικά που ασκούν την υπόρρητη βία τους στον αποικιοκρατούμενο «Άλλο». Είναι και η Νομική ή ακόμη και η Αρχιτεκτονική. Η επιστήμη, οι θεωρίες της, οι μέθοδοι της, δεν είναι ούτε ταξικά, ούτε εθνικά αμερόληπτες και ως εκ τούτου τείνουν να παραχωρούν ή να νομιμοποιούν τα προνόμια των αρχουσών τάξεων και των παγκοσμιοποιητικών ελίτ.  Η ίδια η μορφή της έρευνας ή της μελέτης ενός θέματος τείνει να υπηρετεί τα προνόμια των κυρίαρχων κοινωνικών τάξεων, αναπαράγοντας την ισχύ τους και πειθαρχώντας τους υποτελείς «Άλλους». Και όλα αυτά γιατί ο ανθρωπολογικός τύπος-πρότυπο που συστήνει τις κοινωνίες μας δεν είναι ούτε ο «άγιος», ούτε ο «αστός», όπως σε άλλες ιστορικές περιόδους, αλλά ο «επιστήμονας».

Να γιατί η επιστήμη είναι η πιο νομιμοποιημένη μορφή γνώσης στις σύγχρονες κοινωνίες. Γιατί όλοι πλέον βασιζόμαστε στην επιστήμη, στον αντίποδα των προκαταλήψεων και δεισιδαιμονιών του μεσαιωνικού παρελθόντος, αναγνωρίζοντας ότι προβάλλει μια αξιακά ισχυρή, ελεύθερη και αντικειμενικά ουδέτερη κατανόηση του κόσμου. Αλλά είναι πραγματικά έτσι; Ή η επιστήμη, στον καιρό της παγκοσμιοποίησης, παίζει τον ρόλο που διαδραμάτισε ο χριστιανισμός στην πρώϊμη φάση της δυτικής αποικιοκρατίας;

Είναι λες και «η επιστήμη υπάρχει για να δικαιολογήσει και να νομιμοποιήσει την ιεραρχική οργάνωση της κοινωνίας» και τις εξ αυτής διακρίσεις και ανισότητες.

Η πυρηνική ιδέα των φυλετικών, διαφυλικών και ταξικών διακρίσεων είναι το πιο κρίσιμο στοιχείο στην αναπαραγωγή της αποικιοκρατικής ατζέντας και σ’ αυτό η Επιστήμη και το Κράτος είναι οι καλύτεροι υπηρέτες. Γιατί ακριβώς μέσω του κράτους κάποιοι θα έχουν καλύτερη πρόσβαση στα δικαιώματα και περισσότερα προνόμια, ώστε να φαίνονται πιο νομιμοποιημένοι πολίτες από τους «άλλους», όπως οι άνθρωποι έξω από τις μητροπόλεις, οι γυναίκες, οι μετανάστες ή τα μέλη της LGBTQ κοινότητας. Ίσως μάλιστα αυτή η προσέγγιση να μπορεί να μας βοηθήσει να ερμηνεύσουμε εν μέρει και το γιατί, τις τελευταίες δεκαετίες, τόσο η Επιστήμη όσο και το Κράτος επιχειρούν ξαφνικά να «επιβάλλουν» μια αντιρατσιστική ισότητα-ανοχή, ειδικά σε ότι αφορά τον «σεξουαλικό προσανατολισμό» και τα ατομικά δικαιώματα τα σχετικά με τις έμφυλες ταυτότητες, «αγοράζοντας» φτηνά άλλοθι για την καθεστωτική διατήρηση όλων των άλλων διακρίσεων.

Το κράτος ως αποτέλεσμα της αποικιοκρατίας δεν μπορεί παρά να κάνει ό,τι μπορεί για να νομιμοποιήσει –και άρα να υπερασπιστεί- όσους ανήκουν πιο πολύ σ’ αυτό και αυτό σημαίνει αναγκαστικά μια τεράστια γκάμα διακρίσεων: κοινωνικών, πολιτικών, φυλετικών, εργασιακών, εκπαιδευτικών κλπ. Έτσι, η υπερπροβεβλημένη προσπάθεια άρσης αποκλειστικά των διαφυλικών διακρίσεων, μάλλον «μυρίζει» εναγώνια ανάγκη νομιμοποίησης όλων των υπολοίπων.

Αλλά εδώ υπάρχει κάτι ακόμη πιο ενδιαφέρον. Η σχέση κράτους, αποικιοκρατίας και σύγχρονης κοινωνίας συγκροτείται στην πραγματικότητα με συγκολλητική ουσία τη βία. Είναι ακριβώς αυτή η σύνδεση που δημιουργεί τις συνθήκες, το θερμοκήπιο, για τη διαφυλική και σεξουαλική βία. Γιατί είναι αυτές οι δυτικές θεωρίες του Κράτους που διαιρούν την κοινωνία των πολιτών σε ιδιωτική και δημόσια σφαίρα. Οι άνδρες έχουν περισσότερο πρόσβαση στην πολιτική εξουσία και στο δημόσιο χώρο, ενώ οι γυναίκες είναι τοποθετημένες στην ιδιωτική σφαίρα και έχουν λιγότερη πρόσβαση στα δικαιώματα και στην πολιτική εξουσία. Και έτσι μπορεί να ερμηνευθεί η βία ενάντια στις γυναίκες ως εργαλείο πειθάρχησης και ελέγχου, ως εξάρτημα για τη συντήρηση του κοινωνικού status quo. Αλλά γιατί ειδικά στις γυναίκες; Απλά επειδή ίσως είναι -λόγω φυσιολογίας- λιγότερο δυνατές σωματικά; Προφανώς όχι! Ο ρόλος της γυναίκας είναι ο πιο κρίσιμος απ’ όλους στην αναπαραγωγή του αποικιοκρατικού συστήματος.

Ακόμη σημαντικότερος και απ’ αυτόν των ντόπιων ελίτ που πάντα στηρίζουν την ξένη αποικιοκρατική διείσδυση. Γιατί οι γυναίκες φροντίζουν τα παιδιά. Είναι αυτές δηλαδή που μεταβιβάζουν την κυρίαρχη, κάθε φορά, κουλτούρα. Οι γυναίκες μεταβιβάζουν ακόμη και τη γλώσσα, που γι’ αυτό άλλωστε την λέμε και «μητρική γλώσσα». Να γιατί οι γυναίκες είναι σημαντικό να ελεγχθούν, ώστε να αναπαράγεται απρόσκοπτα το αποικιακό πρότυπο κοινωνίας. Γι’ αυτό και η νομιμοποιημένη συστηματική βία σε βάρος τους.

Προσπαθώντας να απαντήσει, η Shose Kessi, στο τελευταίο ερώτημα, πώς μπορεί, δηλαδή, κανείς να αντισταθεί και να προωθήσει τις όποιες απο-αποικιοκρατικές εναλλακτικές, εκτιμά ότι, παραδείγματος χάριν, «μια στροφή για την ψυχολογία θα σήμαινε απομάκρυνση από την υπόθεση ότι το άτομο είναι η κεντρική μονάδα ανάλυσης, με τέτοιο τρόπο ώστε αγνοούνται τα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά πλαίσια των ανθρώπων». Άλλο τόσο, θα μπορούσε να ισχύει και για την Οικονομική επιστήμη, που θα όφειλε να σταματήσει να θεωρεί ως κέντρο της μελέτης της το μεμονωμένο άτομο. Αλλά προφανώς μια τέτοια αντίληψη θα προσέκρουε με πάταγο στο Διαφωτιστικό ατομοκεντρικό νοησιαρχικό πρόταγμα, δηλαδή στον πυλώνα του δυτικού πολιτισμού. Πράγμα αδύνατον να συμβεί εθελούσια… εκτός αν η κολόνα έχει ήδη διατρηθεί…