Διότι, όντως, εντέλει ζούμε ένα είδος «τέλους της Ιστορίας», κατά την έκφραση του FrancisFukuyama, παρά τις διαλεκτικές αντιδράσεις που αυτό προκαλεί. Και διότι όταν, εντέλει, επικρατεί στον παγκοσμιοποιημένο πλανήτη μας η μονοτροπία της νεοφιλελεύθερης ΤΙΝΑ (ThereIsNoAlternative), η έμφαση μεταφέρεται στο πώς ο κάθε λαός ή η κάθε περιοχή υποδέχεται αυτή τη μονοτροπία ανάλογα με τον πολιτισμό τους και τις έξεις που αυτός ο πολιτισμός έχει παγιώσει.

Ας δούμε λίγο τα δύο παραδείγματα που αποτελούν κατ’ εξοχήν την ψύχωση του δυτικού ανθρώπου ως προς την τρέχουσα ειδησεογραφία, ήτοι αφενός την ισλαμιστική τρομοκρατία και αφετέρου τη Βόρεια Κορέα. Στην ισλαμιστική τρομοκρατία, ακόμη κι αν αυτή δεν εκφράζει επ’ ουδενί το Ισλάμ εν γένει, βλέπουμε μια ορισμένη στάση (μιας μερίδας) ενός παραδοσιακού πολιτισμού έναντι της παγκοσμιοποίησης. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι το Ισλάμ είναι το κατ’ εξοχήν μη αφομοιώσιμο από την παγκοσμιοποίηση, καθώς βασίζεται στην απόλυτη συνύφανση του πολιτικού και του θρησκευτικού, στην έλλειψη εικόνας, στην αορασία και σε συναφείς σκληρούς διαχωρισμούς μεταξύ των γυναικών που δεν μπορούν να ειδωθούν στον δημόσιο χώρο σε αντίθεση με τους άντρες που μπορούν. Το χαρακτηριστικό του Ισλάμ είναι ότι παρά τους παρόμοιους διαχωρισμούς μεταξύ άνδρα και γυναίκας ή πιστού και απίστου, επιδιώκει καταστατικώς μια παγκόσμια καθολικότητα και συναφώς κηρύσσει την ισότητα μεταξύ των ανθρώπων. Το γεγονός αυτό το καθιστά έναν πολιτισμό εγγενώς συγκρουσιακό με αυτόν της παγκοσμιοποίησης τόσο για το γεγονός ότι διεκδικεί εξίσου την καθολικότητα με εναλλακτικό τρόπο, όσο και για το ότι οι διαχωρισμοί που αυτό φιλοδοξεί να επιβάλλει είναι αντίθετοι προς αυτούς της παγκοσμιοποίησης. Το Ισλάμ παραμένει εξάλλου ένας πολιτισμός του μυστικού, της αορασίας του οίκου, της μυστικιστικής και ανεικονικής πραγματικότητας αμφισβητώντας το Πανοπτικόν του κυρίαρχου πολιτισμού. Στην πράξη βεβαίως οι μουσουλμανικές κοινωνίες είναι εκτεθειμένες στις νέες τεχνολογίες, τις οποίες χρησιμοποιούν κατά κόρον, δημιουργώντας νέες παράδοξες υβριδικότητες, ανθρώπων που αντιμάχονται τις κυρίαρχες αξίες εργαλειοποιώντας τεχνολογικά μέσα τα οποία έχουν παραχθεί λόγω των ίδιων αξιών που τώρα πολεμούν. Η αντίθεση πάντως Ισλαμισμού και παγκοσμιοποίησης λαμβάνει χώρα σε ένα παγκόσμιο επίπεδο με τρόπο που είναι κατ’ εξοχήν πολιτισμικός και μάλλον μεταπολιτικός.Επιβεβαιώνεται τρόπον τινά ότι το τέλος της πολιτικής οδηγεί σε συγκρούσεις που έχουν κατά βάση πολιτισμικό χαρακτήρα.

Το παράδειγμα της Βόρειας Κορέας έχει ενδιαφέρον κατ’ αντιδιαστολή. Η ιδιαιτερότητα της Βόρειας Κορέας είναι κατ’ αρχήν πολιτική, καθώς πρόκειται για ένα απομεινάρι των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού», με πολύ έντονο κρατισμό, μηδενική ανεργία αλλά και ελλείψεις ελευθεριών, κινητικότητας κ.ο.κ. Κατά μία έννοια, η «απειλή» που παρουσιάζει η Βόρεια Κορέα είναι η αντίθετη από αυτήν του ισλαμισμού. Και δεν είναι μόνο ότι συμβατικά ο ισλαμισμός είναι μία «πολιτισμική» απειλή, ενώ το καθεστώς της Βόρειας Κορέας μια «πολιτική». Είναι κυρίως ότι αν ο ισλαμισμός απειλεί λόγω της απαίτησης για καθολικότητα που καταστατικώς έχει, η Βόρεια Κορέα «απειλεί», επειδή διεκδικεί το βλάσφημο δικαίωμά της στην απομόνωση. Αν το καλοσκεφτεί κανείς, η ανάπτυξη πυρηνικού προγράμματος από τη Βόρεια Κορέα δεν έχει ως σκοπό μια αδύνατη εξωτερική επέκταση, αλλά την αυτοσυντήρηση και διαιώνιση του υπάρχοντος καθεστώτος, όπως και τη φυσική επιβίωση της ηγεσίας του. Οι Βορειοκορεάτες έχουν δει πολύ καλά τον τρόπο με τον οποίο δολοφονήθηκε ο MuammarGaddafi, ο οποίος είχε εγκαταλείψει τα δικά του προγράμματα όπλων μαζικής καταστροφής, ή το τέλος του SaddamHussein, οπότε έχουν καταλάβει καλά ότι παρά τα αντιθέτως λεγόμενα, ένα πυρηνικό οπλοστάσιο είναι ο μόνος τρόπος για να μην ανατραπεί το καθεστώς.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αν και υπάρχουν πολιτικά χαρακτηριστικά στη διαφορά της Βόρειας Κορέας, η ιδιαιτερότητά της καθίσταται εντέλει μεταπολιτική, ή, μάλλον, υβριδική μεταξύ πολιτικής και πολιτισμού. Αυτό που εννοώ είναι ότι ενώ κατ’ αρχήν η Βόρεια Κορέα αντιπαρατάσσει ένα διαφορετικό πολιτικό υπόδειγμα με τον ολοκληρωτικό κρατισμό, τη μηδενική ανεργία, την παντελή ποδηγέτηση της ζωής των πολιτών κ.ο.κ., η αναγκαστική έμφασή της στην αυτάρκεια οδηγεί σε μία μεταπολιτική. Κατ’ αρχήν, αίρεται ο διεθνισμός που αποτελεί το συστατικό στοιχείο του κομμουνισμού. Το βορειοκορεατικό καθεστώς δεν φιλοδοξεί την εξαγωγή και διάδοσή του, αλλά τρόπον τινά επαναπαύεται στην «ένδοξη» απομόνωσή του και τρόπον τινά την πανηγυρίζει. Το γεγονός αυτόοδηγεί σε μια ακόμη μεγαλύτερη σάρκωση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» στην τοπική πολιτισμική ιδιαιτερότητα με αποτέλεσμα έναν υβριδικό χαρακτήρα: Είναι λ.χ. χαρακτηριστικό το σύστημα Songbun, που σημαίνει μία διαστρωμάτωση του πληθυσμού σε κάστες. Το σύστημα αυτό εμπνέεται από τον κομφουκιανισμό και άλλα στοιχεία ασιατικής θρησκευτικότητας, ταυτοχρόνως, όμως, ενσωματώνει στοιχεία πολιτικών διώξεων, καθώς η κάστα στην οποία ανήκεις επηρεάζεται από το αν μέλη της ευρύτερης οικογένειάς σου ανήκαν στην αντίσταση εναντίον των Ιαπώνων κατακτητών ή αν ήταν δωσίλογοι, αντιφρονούντες κ.ο.κ. Το βορειοκορεατικό καθεστώς έχει δημιουργήσει ένα υβρίδιο πολιτικής και πολιτισμού, το οποίο συνδυάζει με τη λεγόμενη Juche, δηλαδή την πολιτική της αυτάρκειας.

Κατά μία έννοια, έχουμε μια κατοπτρική σχέση αμοιβαίας επιτελεστικότητας μεταξύ της παγκοσμιοποιημένης διεθνούς τάξης και της απομόνωσης της Βόρειας Κορέας: Οι Η.Π.Α. ως ηγέτιδα της παγκοσμιοποίησης απειλεί ορισμένα κράτη με απομόνωση, χαρακτηρίζοντάς τα ως παρίες, επιβάλλοντάς τους κυρώσεις και δείχνοντας την αφόρητη μοναξιά τους στα υπόλοιπα κράτη εν είδει παραδειγματισμού. Από την άλλη, όμως, η Βόρεια Κορέα αναλαμβάνει οιονεί ευφρόσυνα αυτήν την απομόνωση. Το βορειοκορεατικό δόγμα του Byungjin, δηλαδή η επιδίωξη της πυρηνικής ανάπτυξης τόσο στο στρατιωτικό όσο και στο οικονομικό επίπεδο από κοινού με το δόγμα του Songun, δηλαδή της μιλιταριστικής προτεραιότητας, είναι αλληλένδετα με τη Juche, δηλαδή την πολιτική της αυτάρκειας. Για τους Βορειοκορεάτες η απομόνωση δεν είναι πλέον μια απειλή, αλλά κάτι που το έχουν αναλάβει στην ταυτότητά τους, εξ ου και οι διεθνείς κυρώσεις εντείνουν την αποφασιστικότητα του λαού. Ακόμη και η γελοιοποίηση της ηγεσίας τους από τα διεθνή μήντια είναι κάτι που στο ποσοστό που γίνεται γνωστή στο εσωτερικό της Βόρειας Κορέας και πάλι μάλλον λειτουργεί συσπειρωτικά. Οι «αρετές» του βορειοκορεατικού λαού που βλέπουμε σε αφηγήσεις, όπως αυτή της Φραγκίσκας Μεγαλούδη (βλ. Στη χώρα των Κιμ: Δύο χρόνια στη Βόρεια Κορέα, εκδ. Εντύποις, Αθήνα 2016), είναι χαρακτηριστικά, όπως η περηφάνια, η ευγένεια, η τιμιότητα και η αγνότητα, είδη αρετών μάλλον σφυρηλατημένα από την απομόνωση.

Αν τίθεται, λοιπόν, κάποιο εσχατολογικό ερώτημα, αυτό δεν είναι αν ο Κιμ θα πατήσει το κουμπί, σαν για να επιβεβαιώσει το στερεότυπο του παράφρονος δικτάτορα, αλλά αν η μετά Fukuyama παγκοσμιοποιημένη ΤΙΝΑ θα θελήσει να εξαλείψει τη βορειοκορεατική ανορθογραφία, ή, αν αντιθέτως, θα την ωθήσει σε ένα πυρηνικό πρόγραμμα που θα διαιωνίσει τη Βόρεια Κορέα ως μια απαραίτητη διηνεκή εξαίρεση που θα επιβεβαιώνει εσαεί τον διεθνή κανόνα.