του Κωνσταντίνου Πουλή

Η κεντρική αμερικανική απάντηση, που αναπαράγεται από την εδώ “μένουμε Αμερική” διανόηση, ήταν πως πρόκειται για ανθρώπους που ζηλεύουν την ελευθερία και την επιτυχία της Αμερικής, και γι’ αυτό την κατηγορούν. (Βλ. τη συνέντευξη του Max Paul Friedman εδώ σχετικά.)  Μόλις προσπεράσουμε την ιδεολογική χειραγώγηση, η λογική λέει ότι μάλλον πρόκειται για την εύλογη κριτική που ασκείται σε μια αυτοκρατορία. Συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις κινούμαστε μεταξύ κριτικής και κολακείας, ενώ στην περίπτωση του τωρινού πρωθυπουργού μας η ανάληψη πρωθυπουργικών καθηκόντων σήμανε μεταξύ άλλων και το ταχύτατο και ανερυθρίαστο πέρασμα από την κριτική στην κολακεία ώσπου να πεις κύμινο.

Όταν λέει ο πρωθυπουργός ότι έχουν κοινές αξίες με τον σημερινό πρόεδρο των ΗΠΑ, οι υποστηρικτές του προσπαθούν να τριπλάρουν το πρόβλημα του ποιος είναι ο Τραμπ και τι εκπροσωπεί η χώρα του, προσποιούμενοι ότι μιλούμε γενικώς για τις αμερικανικές αξίες. Και ποιες είναι αυτές οι αμερικανικές αξίες; Ήδη από τη δεκαετία του 1940 η Αμερικανική Υπηρεσία Πληροφοριών [United States Information Agency USIA] “είχε καθορίσει τις κατευθυντήριες γραμμές για την προώθηση της εικόνας της Αμερικής στο εξωτερικό μέσω της πολιτιστικής διπλωματίας. Σύμφωνα με αυ­τές, θα έπρεπε να σκιαγραφηθεί η εικόνα μιας δημοκρατικής, πλουραλιστικής κοι­νωνίας, με αμβλυμένες τις ταξικές διαφορές και έντονη κοινωνική κινητικότητα. Παράλληλα, θα έπρεπε να δοθεί έμφαση στις αξίες της ελεύθερης επιχείρησης, στον εργατικό και φιλοπρόοδο χαρακτήρα των Αμερικανών καθώς και στη συμβολή των τελευταίων στα γράμματα και τις τέχνες”. Σας θυμίζει κάτι; Ακολουθεί κατά γράμμα τη συμβουλή ο Θεοτοκάς, όταν έγραφε πως η ανοσία της Αμερικής στον κομμουνισμό οφείλεται στις ευκαιρίες που προσφέρει η Αμερική στους εργάτες να δραπετεύσουν από την τάξη τους. Στατιστικώς, δυστυχώς, το ποσοστό αυτό είναι 4%, ως προς την πιθανότητα να ανέλθει κανείς από τον πάτο της κλίμακας στην κορυφή της. Γενικώς φαίνεται ότι η κορυφή και ο πάτος της κοινωνικής κλίμακας τείνουν να αναπαράγονται.

Αυτές είναι όμως οι ιδέες που αναμασούν έκτοτε οι απανταχού θιασώτες του αμερικανικού θαύματος. Από τον Θεοτοκά που επισκεπτόταν την Αμερική προκειμένου να γράψει για το πώς εκεί ο κλητήρας γίνεται πρέσβης, μέχρι τον Ράμφο που εξηγεί ότι ο ιμπεριαλισμός δεν θα πρέπει να μας σοκάρει: η αρχαία Αθήνα είχε και τον Παρθενώνα αλλά και τις αποικίες της, όπως σήμερα η Αμερική έχει το Γέιλ και τα drones της. Σήμερα, κάθε που ασκείται κριτική στην Αμερική, κάποιος Θάνος Βερέμης θα μας νουθετήσει εξηγώντας ότι ο αντιαμερικανισμός είναι παιδική ασθένεια.

Η παραχώρηση περισσότερων στρατιωτικών βάσεων είναι ένα ακόμη κατόρθωμα του κυνισμού της αντιιμπεριαλιστικής αριστεράς μας. Την πιο κρίσιμη παρατήρηση για τον αμερικανικό στρατό την έχει κάνει ο Γκορ Βιντάλ: κανείς δεν μπορεί να απαριθμήσει σε πόσες χώρες έχει στρατό η Αμερική. Είχε σε 60 χώρες επί Μπους και 75 (!) επί Ομπάμα. Επειδή δεν υπάρχει διαδικασία κήρυξης πολέμου πια, κανείς δεν μαθαίνει ούτε καταλαβαίνει πού πάνε για να σκοτωθούν οι φαντάροι του και πού ξοδεύονται τα δισεκατομμύριά του (600 ετησίως, στις ΗΠΑ).

Θυμάστε τον Ντικ Τσένυ, τον άνθρωπο που κερδοσκοπούσε στριφογυρίζοντας στις περιστρεφόμενες πόρτες ιδιωτικών εταιρειών όπλων και κυβέρνησης; Δηλαδή τον άνθρωπο που έλεγε “πολεμήστε” και τους πούλαγε και τα ντουφέκια για να σκοτώνονται; Δεν φαντάζομαι να εκπλαγεί κανείς μαθαίνοντας ότι ο Τραμπ έχει μαζέψει καμιά δεκαπενταριά λομπίστες των εταιρειών όπλων γύρω του. Αυτό μεταφράζεται πολύ απλά ως εξής, με τα λόγια της Ναόμι Κλάιν: “πάρτε μια ομάδα ανθρώπων που κερδοσκοπούν ευθέως από έναν συνεχιζόμενο πόλεμο και βάλτε αυτούς ακριβώς τους ίδιους ανθρώπους στην καρδιά της κυβέρνησης. Ποιος θα υπερασπιστεί την ειρήνη;” Οι αναφορές στην ειρήνη, είτε στο στόμα του Τραμπ είτε και στο στόμα του Τσίπρα, καθώς μιλούσε για το Ισραήλ και την Αίγυπτο, ακούγονται σαν πικρή ειρωνεία..

Αν αυτή είναι λοιπόν η εικόνα για την ειρήνη και την ισότητα, τι ακριβώς κάνουμε και τι λέμε; Και ποια ήταν η υπεράσπιση αυτής της χειρονομίας, αυτής της συνάντησης, εκ μέρους της κυβέρνησης; Τα ίδια ακριβώς είπε και ο Δ. Σεβαστάκης, αλλά εδώ αντιγράφουμε Δ. Τζανακόπουλο:

“Ο κ. Τσίπρας είναι ο Έλληνας πρωθυπουργός και στις ΗΠΑ εκπροσωπεί την χώρα του και την ελληνική κυβέρνηση. Δεν εκπροσωπεί ούτε τις προσωπικές του πολιτικές καταγωγές, ούτε τη στάση της Αριστεράς απέναντι στην αμερικανική πολιτική των προηγούμενων δεκαετιών. Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε σε μια άλλη φάση, ο Ψυχρός Πόλεμος δεν υπάρχει, ο Εμφύλιος είναι πάρα πολύ μακριά. Όλα αυτά έχουν την καταγωγική τους σημασία, όμως αυτό που προέχει αυτή τη στιγμή, είναι η ενίσχυση των διμερών σχέσεων, διότι ο βασικός μας στόχος είναι να μπορέσουμε να πετύχουμε μια ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας τέτοια που θα μας επιστρέψει να ξαναπατήσουμε στα πόδια μας. Επομένως δεν καταλαβαίνω αυτή τη συζήτηση και την θεωρώ εκτός τόπου και χρόνου”.

Προτείνω το απόσπασμα αυτό της δήλωσης του κυβερνητικού εκπροσώπου Δημήτρη Τζανακόπουλου να τυπωθεί και να μοιραστεί, και μετά να σκαλιστεί σε μαρμάρινες πλάκες και να τοποθετηθεί στην είσοδο του κοινοβουλίου και των κομματικών γραφείων. Μετά να βάλουμε τα παιδιά να το αποστηθίζουν στο σχολείο και, με  μια μικρή διασκευή, να μελοποιηθεί και να τραγουδιέται στις εθνικές γιορτές.

Τι σημασία έχει τι πιστεύει ο καθένας μας; Η κυβέρνηση δια του κυβερνητικού εκπροσώπου και της καθημερινής πρακτικής της απαντά πως τίποτε, ποτέ δεν έχει σημασία. Τα πάντα είναι σημαίες ευκαιρίας – πάει να πει: φούμαρα για φανατικούς. Όταν ο κυβερνητικός εκπρόσωπος λέει ότι ο πρωθυπουργός εκπροσωπεί τώρα ολόκληρη την κοινωνία, εννοεί ότι μόλις κανείς εκλεγεί παύει να δεσμεύεται από το πολιτικό του πρόγραμμα; Τότε γιατί ψηφίζουμε; Τι διαφορά έχει αν κυβερνάει ο Τάκης ή ο Μίμης, αν ο Τάκης και ο Μίμης θεωρούν πως η διακυβέρνηση σημαίνει αυτομάτως εγκατάλειψη της πολιτικής τους δέσμευσης; Ερωτήματα αστεία, θα μου πείτε, και θα πω κι εγώ ότι έχουμε γίνει όλοι είτε κυνικοί είτε αναρχικοί. Διότι, αν δεν κάνω λάθος, αυτές είναι οι κατ’ εξοχήν κατηγορίες που τρέφουν τέτοια προγραμματική περιφρόνηση προς τους θεσμούς.

Ο ΣΥΡΙΖΑ διά των υποστηρικτών του έσπευσε να μας εξηγήσει ότι έτσι είναι η ρεάλ πολιτίκ… Μα, καλοί μου άνθρωποι, εσάς περιμέναμε για να μας εξηγήσετε τι είναι η ρεάλ πολιτίκ; Ρεάλ πολιτίκ σημαίνει ότι εγκαταλείπεται κανείς στο αλισβερίσι της ισχύος, περιγελώντας τις απόψεις ως αδιάφορες ή υποβαθμίζοντάς τες σε οχήματα κατίσχυσης. Είχαμε κι άλλους να μας τα πουν αυτά, δεν μας λείπαν.

Αναφέρει μετά ο Δ. Τζανακόπουλος ότι ο εμφύλιος και η χούντα είναι μακριά. Μάλιστα. Το 2012; Το 2013, όταν μιλούσε ο ΣΥΡΙΖΑ για απεμπλοκή από το ΝΑΤΟ, πόσο μακριά είναι; Αιώνες, θα μου πεις. Όπως παθαίνει κανείς ένα φρικτό δυστύχημα και δεν αναγνωρίζει το πρόσωπό του και τις έγνοιες που είχε πριν από έναν μήνα. Έτσι είναι οι μεταμορφωτικές εμπειρίες. Πλαταίνουν τον χρόνο, σαν τη βραδιά που περνάει ο Οδυσσέας με την Πηνελόπη. Μιλάς με ένα συριζαίο σήμερα και νομίζεις ότι τον χωρίζει μια γεωλογική περίοδος από τον προηγούμενο εαυτό του. Και τον χωρίζει μόνο ένα μνημόνιο.

Η κριτική στην Αμερική δεν συνιστά αντιαμερικανισμό: είναι κριτική προς συγκεκριμένες πολιτικές αποφάσεις και πρακτικές. Το να αλλάζει τροπάρι ο πρωθυπουργός είναι συνηθισμένο, αλλά ας θεωρήσουμε ότι δεν είναι ανώφελο να υπενθυμίζουμε το ακριβώς αντίθετο από αυτό που κάνει ο πρωθυπουργός και εκφράζει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος: ότι όσα είπαμε ισχύουν. Αυτή είναι η μόνη ελπίδα μας για να έχουν σημασία τα λόγια και όχι τα ρόπαλα. Η εξαχρείωση του “είπα ξείπα χέζω την παρόλα μου” είναι το πολιτικό άθλημα του παλαιού δικομματισμού, τον οποίον έχουμε χορτάσει. Δεν χρειαζόμαστε νουθεσίες για να συνέλθουμε από την αφέλειά μας. Αυτό που χρειαζόμαστε, και το χρειαζόμαστε μέχρι απελπισίας, είναι να βρίσκεται πού και πού ένας άνθρωπος που να εννοεί αυτά που λέει.