του Θάνου Καραμπουρνιώτη

Το βασικό πρόβλημα με τις δυο αυτές θέσεις είναι πως δεν εστιάζουν εις βάθος στη σχέση αιτίου-αιτιατού. Η παραδοσιακή δεξιά χρησιμοποιεί στη ρητορεία της μόνο το αποτέλεσμα, δηλαδή την κήρυξη πολέμου από πλευράς Μεταξά στην Ιταλία δίχως να λαμβάνει υπόψιν της τους λόγους για τους οποίους προέκυψε αυτή, ενώ η αριστερά προσπαθεί να δώσει τη δική της μετάφραση στη σχέση αίτιο-αποτέλεσμα αλλά ίσως απλά ξύνοντας την επιφάνειά της. Το άρθρο αυτό έρχεται να προσπαθήσει να γεφυρώσει ακριβώς αυτή την έλλειψη πέρα από στερεοτυπικές αγκυλώσεις στο βαθμό που αυτό είναι δυνατόν, μιας και η ίδια η ανάλυση της ιστορίας είναι υποκειμενική αφού ο άνθρωπος που την καταγράφει είτε ηθελημένα είτε όχι βασίζεται στο υποκειμενικό της ύπαρξής του.

Μέσα από τα μάτια αλλά και τα λόγια λοιπόν του Ιωάννη Μεταξά στη συνάντησή του με τους ιδιοκτήτες και τους συντάκτες του Αθηναϊκού τύπου στις 30 Οκτώβρη του 1940, δύναται να βγουν κάποια συμπεράσματα όσον αφορά τις ερωτήσεις του ‘’γιατί’’ και του ‘’με ποιον’’. Μια συνάντηση κατά την οποία ο δικτάτορας απαγόρευσε στους παρευρισκομένους να δημοσιοποιήσουν τα όσα τους δήλωσε εν μέσω πολέμου. Η ομιλία του ξεκινά κάπως έτσι:

Κύριοι, έχω λογοκρισίαν και ημπορώ να σας υποχρεώσω να γράφετε μόνον ό,τι θέλω. Αυτήν την ώρα όμως δεν θέλω μόνον την πέννα σας. Θέλω και την ψυχή σας. Θα σας ειπώ τα πάντα…

Σας απαγορεύω να ανακοινώσητε σχετικά και το παραμικρόν σ’οποιονδήποτε.

Δυο μόλις ημέρες μετά την κήρυξη του πολέμου, ενός πολέμου στον οποίο ο Μεταξάς δεν ήθελε να μετάσχει είναι αρκετά εύκολο να φανταστεί κάποιος σε τι ψυχολογική και συναισθηματική πίεση βρισκόταν. Το κύριο μέλημά του ήταν να βρει ανθρώπους να στηρίξουν την απόφασή του αυτή τόσο μέσα τους όσο και δημόσια και για αυτό δεν είχε κανένα λόγο να μη μιλήσει με ειλικρίνεια. Είχε με λίγα λόγια ανάγκη την αποδοχή της επιλογής του, τόσο για πολιτικούς όσο και για καθαρά προσωπικούς λόγους. Όλα αυτά συναρτήσει μάλιστα και του γεγονότος ότι δεν επετράπη η δημοσιοποίηση της ομιλίας, μας δίνουν τη δυνατότητα με σχετική ασφάλεια να βασιστούμε σε αυτήν για να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας.

Ο πραγματιστής δικτάτορας

Γεγονός 1ο: Η Ελλάδα είχε πολύ περισσότερα να χάσει από μια συμφωνία με τις δυνάμεις του Άξονα από όσα είχε να κερδίσει.

Εις σχετικές βολιδοσκοπήσεις προς την κατεύθυνσιν του Άξονος μου εδόθη να εννοήσω σαφώς ότι μόνη λύσις θα ημπορούσε να είναι μία εκουσία προσχώρησις της Ελλάδος εις την ‘’Νέαν Τάξιν’’. Προσχώρησις που θα εγίνετο λίαν ευχαρίστως δεκτή από τον Χίτλερ ως ‘’εραστήν του Ελληνικού πνεύματος’’. Συγχρόνως όμως μου εδόθη να εννοήσω ότι η ένταξις εις την Νέαν Τάξιν προϋποθέτει προκαταρκτικήν άρσιν όλων των παλαιών διαφορών με τους γείτονάς μας, και ναι μεν αυτό θα συνεπήγετο φυσικά θυσίας τινάς διά την Ελλάδα, αλλά αι θυσίαι θα έπρεπε να θεωρηθούν απολύτως ‘’ασήμαντοι’’ εμπρός εις τα ‘’οικονομικά και άλλα πλεονεκτήματα’’…

Όταν επέμεινα να κατατοπισθώ πόσον, επί τέλου, θα μπορούσε να είναι αυτό το ‘’ελάχιστον’’, τελικώς μας εδόθη να καταλάβωμεν, ότι τούτο συνίστατο εις μερικάς ικανοποιήσεις προς την Ιταλίαν δυτικώς μέχρι Πρεβέζης ίσως και προς την Βουλγαρίαν ανατολικών μέχρι Δεδεαγάτς…

Φυσικά δεν ήτο δύσκολον να προβλέψη κανείς ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν οι Άγγλοι θα έκοβαν και αυτοί τα πόδια της Ελλάδος. Και με το δίκαιον των. Κυρίαρχοι πάντοτε της θαλάσσης δεν θα παρέλειπαν, υπερασπίζοντες πλέον τον εαυτόν των, έπειτα από μίαν τοιαύτην αυτοδούλωσιν της Ελλάδος εις τους εχθρούς των, να καταλάβουν την Κρήτην και τας άλλους νήσους μας τουλάχιστον.

Από ό,τι φαίνεται ο Μεταξάς στο παρελθόν προχώρησε σε συζητήσεις με τις δυνάμεις του Άξονα για ενδεχόμενη συμμαχία από τις οποίες προέκυψε ότι κατά πάσα πιθανότητα θα έπρεπε να παραχωρηθούν εδάφη από ελληνικής πλευράς στην Ιταλία και στη Βουλγαρία με αντάλλαγμα αόριστες υποσχέσεις περί ‘’οικονομικών και άλλων πλεονεκτημάτων’’. Επιπροσθέτως ο Μεταξάς παρουσιάζεται να θεωρεί πως ως απάντηση στην ανίερη αυτή συμμαχία η Μεγάλη Βρετανία θα προχωρούσε σε κατάληψη τόσο της Κρήτης όσο και άλλων νησιών με αποτέλεσμα περαιτέρω εδάφη χαμένα. Η στήριξη του Άξονα λοιπόν από την ελληνική κυβέρνηση όχι μόνο δε θα οδηγούσε σε εδαφική επέκταση αλλά σε τρομερή μείωσή της ανεξαρτήτως της τελικής έκβασης του πολέμου.

Γεγονός 2ο: Ο λαός δε θα υπάκουε σε μια συμμαχία με τον Άξονα.

Δεν δύναμαι αφ’ετέρου να μη παραδεχθώ ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν το δίκαιον δεν θα ευρίσκετο με το μέρος της Κυβερνήσεως των Αθηνών και να μη αναγνωρίσω, ότι ένας λαός δικαίως θα ετάσσετο εναντίον της Κυβερνήσεως η οποία δια να τον προφυλάξη από τον πόλεμον θα τον κατεδίκαζε εις εθελουσίαν υποδούλωσιν μετ’εθνικού ακρωτηριασμού…

Θα εδημιουργούντο έτσι όχι δύο, όπως το 1916, αλλά τρεις αυτήν την φοράν Ελλάδες. Πρώτη θα ήτο η ‘’επίσημος των Αθηνών’’, η οποία θα είχε φθάσει εις την πόρωσιν και το κατάντημα, διά να αποφύγει τον πόλεμον…

Δευτέρα θα ήτο η πραγματική Ελλάς. Δηλαδή η παμψηφία της κοινής γνώμης του Έθνους, το οποίον ποτέ δεν θα απεδέχετο την εκουσίαν του υποδούλωσιν…
Το Έθνος ουδέποτε θα συνεχώρει εις το Βασιλέα και την Εθνικήν Κυβέρνησιν της 4ης Αυγούστου τοιαύτην πολιτικήν. Τρίτη τέλος, θα προέκυπτε μία ακόμη Ελλάς, η Ελλάς την οποίαν δεν θα παρέλειπαν να δημιουργήσουν, φυσικά με την επίκλησιν του δημοκρατισμού, οι δημοκρατικοί έλληνες υπό την κάλυψιν του βρεττανικού στόλου εις τας νήσους Κρήτην και τας άλλας…

Η ηθική της δύναμης λοιπόν θα απερρόφα μοιραίως την επίσημον Ελλάδα, διότι θα διέθετεν η Τρίτη αυτή Ελλάς την ανεπιφύλακτον έγκρισιν και ενίσχυσιν της ανεπισήμου, της ‘’Δευτέρας Ελλάδος’’, της Εθνικής δημοσίας γνώμης εν τη παμψηφία της.

Είναι εμφανές πλέον πως ο δικτάτορας ήταν πεπεισμένος πως η «παμψηφία της κοινής γνώμης» ήταν υπέρ ενός πολέμου ενάντια στον ξένο κατακτητή. Σε περίπτωση που επέλεγε να στηρίξει τις Γερμανία και Ιταλία φοβόταν πως η πλειοψηφία του λαού θα εξεγείρονταν με τη βοήθεια της Βρετανίας, με ό,τι αυτό θα συνεπαγόταν για την εξουσία του.

Γεγονός 3ο: Η πλευρά του Άξονα σε ένα βάθος χρόνου θα έχανε τον πόλεμο.

Έστω και αυτόν τον πόλεμον από τον οποίον είναι δυνατόν και δουλωμένη να βγη προσωρινώς η Ελλάς. Λέγω, προσωρινώς, διότι πιστεύω ακράδαντα, ότι τελικώς η νίκη θα είναι με το μέρος μας. Γιατί οι Γερμανοί δεν θα νικήσουν. Δεν μπορούν να νικήσουν. Υπάρχουν πολλά εμπόδια…

Ο πόλεμος διά τον άξονα έχει χαθή από την στιγμήν που η Αγγλία διεκήρυξε: ‘’Θα πολεμήσωμεν έεστω και μόνον εις το νησί μας και πέραν των θαλασσών, θα πολεμήσωμεν μέχρι της νίκης’’…

Διά την Ελλάδα η Αγγλία είναι η φυσική φίλη και επανειλημμένως εδείχθη προστάτρια, ενίοτε δε η μόνη προστάτρια. Η νίκη θα είναι και δεν μπορεί παρά να είναι δική της. Θα είναι νίκη του Αγγλοσαξονικού κόσμου, απέναντι του οποίου η Γερμανία, αφού έως τώρα δεν ηδυνήθη να επιτύχη οριστικόν αποτέλεσμα, είναι καταδικασμένη να συντριβή.

Ο Μεταξάς φαίνεται να εκτιμά πολύ περισσότερο τη στρατιωτική ισχύ της Βρετανίας από αυτήν της Γερμανίας. Είχε ήδη χρήσει νικήτρια δύναμη την πρώτη, ακόμη και μετά τη συνθηκολόγηση της Γαλλίας τον Ιούνη του’40. Είναι αρκετά ευκολότερο για αυτόν όπως δείχνουν τα πράγματα να πάρει την ελκυστική θέση του νικητή ακόμη και μετά από προσωρινή υποδούλωση, αντί της άβολης  του ηττημένου.

Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στους Συμμάχους

Ο Μεταξάς εν τέλει επιλέγει πάνω από την πολιτική και ιδεολογική συγγένεια με τα φίλα καθεστώτα των Χίτλερ και Μουσολίνι τον πιο κατά το μυαλό του ορθολογικό δρόμο, τη στήριξη της πλευράς των Βρετανών.  Από τη μια εάν τασσόταν με τον Άξονα μόνο εδαφικές απώλειες θα είχε η Ελλάδα παράλληλα με τον εξαιρετικά σημαντικό κίνδυνο της εξέγερσης του μεγαλυτέρου κομματιού του λαού ενάντια στην απόφασή του, από την άλλη η υποστήριξη των Συμμάχων σήμαινε για αυτόν ότι πόνταρε στο σίγουρο νικητή. Επί του πρακτέου τα πάντα όπως τα σκεφτόταν συνηγορούσαν στη μια πλευρά.

Τελικά χρειαζόμαστε Μεταξάδες για τα ΌΧΙ μας;

Κατά την άποψη του γράφοντος, το γεγονός ότι τα πάντα ήταν τόσο ξεκάθαρα στο μυαλό του για το δρόμο που έπρεπε να χαραχθεί, δεν του δίνει τη βαρύτητα του θάρρους που πολύς κόσμος πιστεύει ότι είχε με την απάντησή του στον Ιταλό πρέσβη το πρωί της 28ης Οκτώβρη. Θάρρος σημαίνει να βρίσκεσαι μπροστά σε ένα σταυροδρόμι, να ζυγίζεις τις επιλογές σου και στο τέλος να ακολουθείς το δικαιότερο δρόμο, ακόμη και αν αυτός είναι ο δυσκολότερος. Ο Μεταξάς δε βρέθηκε σε κανένα σταυροδρόμι και σε καμιά περίπτωση δεν επέλεξε το δρόμο της δικαιοσύνης. Η απόφασή του δεν ήταν συνάρτηση της πάλης των δημοκρατικών ιδεωδών ενάντια στον επερχόμενο κατακτητή, μα βασισμένη στον ωμό ρεαλισμό της πιθανότερης επιβίωσης τόσο του κράτους όσο και της εξουσίας του.

Μήπως είπε ο λαός το ΌΧΙ;

Είναι ξεκάθαρο πως ο λαϊκός παράγοντας διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο στα τεκταινόμενα και μια ενδεχόμενη διαφοροποίηση της βούλησής του να είχε αλλάξει το ρου της ιστορίας. Η συνθήκη μοιάζει να είναι αναγκαία, είναι όμως ικανή; Είναι εξαιρετικά απλοποιημένη η θέση του ότι ο λαός και μόνο ο λαός αποφάσισε να φωνάξει το ΌΧΙ στον κατακτητή. Ως συνήθως οι μεταβλητές είναι περισσότερες της μίας και αρκετά πιο περίπλοκες όπως φάνηκε και παραπάνω.

Με αρκετή σιγουριά και ασφάλεια βέβαια προκύπτει πως η θέληση των λαών αποτελεί μία συνιστώσα που η κάθε εξουσία θα λάβει σοβαρά υπόψιν της κάποια στιγμή, όσο οι άνθρωποι είναι έτοιμοι να παλέψουν για τα δίκια τους. Τα ΌΧΙ δεν ξεγράφονται ούτε ξεχνιούνται, επανέρχονται ξανά στο προσκήνιο όταν ο λαός τα έχει ανάγκη. Προβάλλουν ως γίγαντες απέναντι στους εξουσιαστές, έτοιμα για μια ακόμη μάχη για το καλό των πολλών.