Από τη ραδιοφωνική συνέντευξη στην Τζένη Τσιροπούλου και τη Νάντια Ρούμπου

«Αν βρεθείτε βράδυ του Αυγούστου έξω από το Λέτσε, στον εθνικό δρόμο που οδηγεί στη χώρα του Σαλέντο και έχετε την τύχη να πέσουν τα φώτα του αυτοκινήτου σας πάνω στην πινακίδα Sternatia-Kalos irtate, θα έχετε ήδη μπει στη ζεστή και φιλόξενη αγκαλιά της ελληνόφωνης γης της Κάτω Ιταλίας. […] Ήπια και γόνιμη είναι η γη της Grecia Salentina που φιλοξενεί τα χωριά της Απουλίας, νότια του Λέτσε. Μια εύφορη πεδιάδα γεμάτη αμπέλια, ελιές, οπωροφόρα και φυτείες καπνού, με μικρές βιομηχανίες επεξεργασίας ξύλου και κάρβουνου.

»Τα ελληνόφωνα χωριά συγκεντρώνονται σε δύο κεντρικούς πυρήνες της Μεσημβρινής Ιταλίας, στην Απουλία και την Καλαβρία, με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά από γεωφυσική και οικονομική άποψη, με ελάχιστες επαφές και ανταλλαγές, σε απόσταση 600 χλμ. μεταξύ τους και με μόνο κοινό χαρακτηριστικό αυτή τη μοναδική και ιδιόρρυθμη γλώσσα που επέζησε τρεις χιλιάδες χρόνια μέσα από τα τραγούδια, τις παραδόσεις, τα μοιρολόγια και τα παραμύθια.»

Από το Ημερολόγιο 1999, Τα Ελληνόφωνα Χωριά της Κάτω Ιταλίας (Εκδόσεις Αντίκτυπος)


Οι Encardia.

Στο στούντιό μας φιλοξενούμε τον Βαγγέλη Παπαγεωργίου (ακορντεόν, φωνή) και τον Μιχάλη Κονταξάκη (κλασική κιθάρα, φωνή) από τους Encardia. Καλώς ήρθατε. Είστε ένα συγκρότημα με αρκετά χρόνια διαδρομής. Πώς ξεκίνησαν όλα;

Βαγγέλης: Το συγκρότημα το φτιάξαμε στα λόγια τα Χριστούγεννα του 2003 και η πρώτη βερσιόν του γεννήθηκε στις αρχές του 2004. Οι στόχοι που βάλαμε ήταν να παίξουμε από αγάπη κάποιες μουσικές που μας άρεσαν, μας είχαν καθορίσει στη ζωή μας, αλλά να μην τις παίξουμε ακριβώς όπως τις ακούμε. Νομίζω ότι κανένας δεν μπορεί να αγγίξει μία παραδοσιακή μουσική παίζοντας την έτσι ακριβώς όπως έχει παιχτεί ήδη. Δεν έχει και νόημα να αναμασήσεις αυτό που άκουσες. Η ομορφιά είναι να βάλεις το δικό σου άγγιγμα σε κάτι που αγάπησες τόσο πολύ.

Και κάπως έτσι γίνατε μια γέφυρα που ένωσε την παραδοσιακή μουσική της ελληνόφωνης Κάτω Ιταλίας με την Ελλάδα.

Βαγγέλης: Αυτό μας το έχουν πει πολλοί και ακούμε πολύ όμορφα λόγια, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν το είχαμε σκεφτεί εκ των προτέρων. Εμείς απλώς παίζαμε τη μουσική που μας άρεσε και όλα τα άλλα συνέβαιναν από μόνα τους. Δεν ξεκινήσαμε, δηλαδή, με σχέδια να αποτελέσουμε μια «γέφυρα πολιτισμού». Αυτά θα τα μελετήσουν όσοι έρθουν μετά από εμάς (γέλια).

Μας έχουν ταυτίσει με την Κάτω Ιταλία και με τη μουσική της, αλλά σήμερα γράφουμε και δικές μας μουσικές και παίζουμε κι άλλους ήχους. Βέβαια, τη σχέση μας με εκείνα τα μέρη δεν την αποποιούμαστε. Είναι κάτι που μας καθορίζει και μια σχέση που παραμένει εξαιρετικά τρυφερή.


«Ο έρωτας γεννήθηκε από το Bella Ciao μέχρι τον Άι-Γιάννη τον Θεριστή»

Ποιος ήταν, όμως, ο σπινθήρας της σχέσης σας με την Κάτω Ιταλία;

Βαγγέλης: Η σχέση αυτή γεννήθηκε πρώτου να φτιαχτεί το συγκρότημα, δηλαδή ο καθένας μας είχε ήδη μία μικρότερη ή μεγαλύτερη σχέση με τη μουσική αυτή και όταν γνωριστήκαμε είχαμε ήδη στο μυαλό μας το τι είναι η Κάτω Ιταλία και για ποιον λόγο είμαστε ερωτευμένοι μαζί της. Εγώ από παιδάκι, επτά χρονών περίπου, όταν γνώρισα τη θεία μου από την Ιταλία, από την Καμπανία συγκεκριμένα, αγάπησα πάρα πολύ τον τρόπο που τραγουδούσε. Ήταν μεταπολίτευση τότε και την άκουγα να τραγουδάει το Bella Ciao, την Pantiera Rossa και μου έμειναν στο μυαλό από όταν ήμουν παιδί. Σιγά-σιγά ευαισθητοποιήθηκα και ό,τι είχε να κάνει με τη λαϊκή ιταλική μουσική μού κινούσε το ενδιαφέρον. Ο Κώστας (σ.σ. Κωνσταντάτος: φωνή, μαντολίνο, βιολί, νταούλι) είναι αγιογράφος και το 1983 είχε πάει στον Άι-Γιάννη τον Θεριστή, ένα ελληνορθόδοξο εκκλησάκι (στη Σικελία), και τότε ήρθε σε επαφή με αυτή τη μουσική, τον συγκίνησε και μέσα από τα ταξίδια έχτισε τη δική του σχέση.

Μιχάλης: Εγώ δεν είχα κάποια σχέση με την Κάτω Ιταλία, άρα εξαιρούμαι των παραπάνω. Είχα μία ελάχιστη επαφή με τη συγκεκριμένη μουσική, αλλά μέσω του γκρουπ έμαθα περισσότερα και με συγκίνησε βαθιά και απόλυτα.

Γκρεκάνικα η γλώσσα και ταραντέλα ο χορός. Τα δύο ισχυρά στοιχεία τής κουλτούρας της Κάτω Ιταλίας. Ας μιλήσουμε για την ιστορία του καθενός.

Βαγγέλης: Κατ' αρχάς, τα γκρεκάνικα είναι η ελληνική διάλεκτος της Καλαβρίας -στη μύτη της Ιταλίας- και τα γκρίκο της Απουλίας -στο τακούνι-, αν και έχει καθιερωθεί να λέμε τις ελληνικές διαλέκτους της Κάτω Ιταλίας γκρεκάνικα. Δεν είναι ίδιες όμως.  

Τα γκρεκάνικα, λοιπόν, είναι μία γλώσσα που οι ρίζες της κρατάνε από τον δεύτερο αποικισμό, δηλαδή από τον 8ο αιώνα π.Χ., όταν φύλα από όλη την Ελλάδα, αντί να πάνε προς ανατολάς όπως πήγαν στον πρώτο αποικισμό στη Μικρά Ασία, πήγαν από την άλλη πλευρά και έφτασαν στα παράλια της Κάτω Ιταλίας. Αυτή η γλώσσα επέζησε για πάρα πολλούς αιώνες. Τη μιλούσαν μόνο σε κάποια χωριά, όπου οι άνθρωποι δε γνώριζαν άλλη γλώσσα. Σκεφτείτε ότι από το 2800 π.Χ. μέχρι το 1945 σε κάποια χωριά δε μιλούσαν ούτε λέξη ιταλικά. Τώρα σε αυτά τα χωριά πλέον τα γκρεκάνικα έχουν πεθάνει, δε χρησιμοποιούνται στην καθημερινότητα.

Τα χωριά που μιλούσαν τα γκρεκάνικα ήταν οκτώ και οκτώ. Οκτώ στην Απουλία, οκτώ στην Καλαβρία. Από τότε που ξεκινήσαμε, οι Encardia, το ένα χωριό έσβησε και σήμερα είναι επτά κι οκτώ. Δε φταίμε εμείς βέβαια για αυτό (γέλια). Αλλά δυστυχώς, τα χωριά εγκαταλείπονται κι εξαφανίζονται.

Μια γλώσσα πεθαίνει, μια μουσική τη σώζει

Το αντίθετο ακριβώς θα λέγαμε. Συμβάλλετε στη διάσωση τής γλώσσας με το να την τραγουδάτε.

Μιχάλης: Μας λένε οι παππούδες εκεί, ότι όταν πήγαιναν εκείνοι σχολείο, τα παιδιά στο δημοτικό δεν ήξεραν ιταλικά. Ερχόταν ο δάσκαλος από τη Ρώμη και παραπονιόταν στους γονείς ότι δεν μπορούσε να κάνει μάθημα γιατί τα παιδιά δε μιλούσαν ιταλικά. Σήμερα, στην καθημερινότητα η νέα γενιά επικοινωνεί μόνο στα ιταλικά, τα νέα παιδιά δε μιλάνε γκρεκάνικα, αλλά όλοι γνωρίζουν τα τραγούδια και μικροί μεγάλοι τα τραγουδάνε. Σβήνει η καθημερινή χρήση, αλλά η γλώσσα επιβιώνει μέσα από την ποίηση. Τα τελευταία χρόνια γίνεται προσπάθεια να αποτυπωθούν και γραπτώς τα παραμύθια, τα τραγούδια ώστε να μπορεί η γλώσσα να διδάσκεται.

Υπάρχουν δηλαδή νέοι σήμερα που τραγουδάνε στα γκρεκάνικα;

Βαγγέλης: Πάρα πολλοί και πάρα πολλά νέα συγκροτήματα.

Η τέχνη έχει το χαρακτηριστικό ότι είναι το απόσταγμα της επικοινωνίας των ανθρώπων, είναι αυτό που μπορεί να ενώσει δύο ανθρώπους που δε μιλάνε την ίδια γλώσσα ούτε έχουν ξαναϊδωθεί, αλλά μέσα από την ίδια μουσική ή μέσα από δύο κουβεντούλες μπορεί ο ένας να κάνει τον άλλον να συγκινηθεί. Έτσι, λοιπόν, η γλώσσα επιζεί χάρη στα τραγούδια. Βέβαια επιζεί και κατά άλλους τρόπους, διότι όλο αυτό έχει εμπνεύσει πολλούς λογοτέχνες και νέους ανθρώπους να γράψουν ποιήματα σε στίχους γκρίκο, ανθρώπους που συνέλεξαν τη γνώση από παλαιότερες γενιές. Πολλοί Ιταλοί μας έλεγαν ότι εμείς δεν ξέρουμε λέξη στα ελληνικά, όμως νιώθουμε διαφορετικοί από τους υπόλοιπους διότι αισθανόμαστε ότι έχουμε κοινό απόγονο με εσάς.

Μιχάλης: Kαι εδώ να πούμε ότι το ντοκιμαντέρ Polemonta (Α΄Βραβείο Κριτικών Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, 1975) του Δημήτρη Μαυρίκιου δεν έχει υπότιτλους. Μιλάνε οι άνθρωποι και καταλαβαίνεις τι λένε ή από τα συμφραζόμενα. Απλώς, σήμερα τα θέλουμε λίγο μασημένα όλα και κάποια πράγματα νομίζουμε ότι δεν τα καταλαβαίνουμε, αλλά αν ακούσουμε προσεκτικά θα καταλάβουμε.

Οι Γκρεκάνοι, η ελληνική γλωσσική μειονότητα των χωριών της Καλαβρίας, είναι μία από τις δώδεκα επίσημα αναγνωρισμένες γλωσσικές μειονότητες της Ιταλίας. Από τη δεκαετία του '70, οι πολιτιστικοί σύλλογοι των Γκρεκάνων, μαζί με διεθνείς οργανισμούς για την προστασία των υπό εξαφάνιση γλωσσών και πολιτισμών, αγωνίστηκαν για να αναγνωριστούν διεθνώς. Χαρακτηρισμένη από την UNESCO ως «υπό σοβαρή απειλή εξαφάνισης», το γεγονός ότι τα γκρεκάνικα θεωρούνται μια μοναδική και πλούσια γλώσσα, κινητοποίησε εθνικούς και διεθνείς οργανισμούς να την προσεγγίσουν ως μια κοινότητα ανθρώπων, και όχι σαν μια γλωσσική «ανωμαλία».

Το 1999, ο νόμος 482/1999 εξασφάλισε το δικαίωμα στις γλωσσικές μειονότητες που αναγνώριζε επίσημα να χρησιμοποιούν τις γλώσσες τους στην εκπαίδευση, σε δημόσιες συναθροίσεις, στη δημόσια διοίκηση και τις δικαστικές αρχές, σε τοπωνύμια και στα ΜΜΕ.

Οι τοπικοί πληθυσμοί και οι θεσμοί ήταν αποφασισμένοι να αξιοποιήσουν στο έπακρο αυτή την αναγνώριση που συνέβαλε στο να συζητηθεί η καταπίεση των γλωσσικών μειονοτήτων που είχε τις ρίζες της στην εποχή του φασισμού της Ιταλίας. Ωστόσο, η αναγνώριση που ήρθε μετά από πολλές δεκαετίες αγώνα, υποσχόμενη προστασία των γλωσσικών μειονοτήτων, δεν ήταν αρκετή για να εξασφαλίσει μακροπρόθεσμα προνόμια. Από τα πρώτα θύματα των ιταλικών κρατικών περικοπών λίγο αργότερα ήταν οι υποδομές για τις μειονότητες, αφήνοντας το σύστημα αυτοδιοίκησής τους να πτωχεύσει και τους υπαλλήλους απλήρωτους για μήνες.

Μετά τον Β' ΠΠ πολλά έθνη δεσμεύτηκαν για την προστασία των δικαιωμάτων των μειονοτήτων, αλλά έδειξαν ανήμπορα να εφαρμόσουν μακροπρόθεσμα βιώσιμες πολιτικές. Η νομική αναγνώριση των γλωσσικών μειονοτήτων αποτελεί βεβαίως ένα πολύ σημαντικό βήμα, αλλά δεν εξασφαλίζει αναγκαστικά προστασία και δικαιώματα. Όπως σε πολλές αντίστοιχες ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες, και τα γκρεκάνικα βρέθηκαν σε χρόνιο καθεστώς αβεβαιότητας. Εδώ τίθενται κάποια θεμελιώδη ερωτήματα: Αρκεί τα έθνη να αναγνωρίζουν απλώς την ύπαρξη μειονοτήτων – γλωσσικών ή εθνοτικών – χωρίς να εφαρμόζουν βιώσιμες πολιτικές για την προστασία των δικαιωμάτων τους; Γιατί τα προγράμματα που υποστηρίζουν την αυτοδιοίκηση των μειονοτήτων είναι από τα πρώτα θύματα της λιτότητας; Είναι αναγκαίο, πέρα από την απλή αναγνώριση, να υπερασπιστούμε τα προγράμματα που διασφαλίζουν μακροπρόθεσμα τις μειονοτικές ομάδες.

Για περισσότερα από 50 χρόνια, οι Γκρεκάνοι και άλλες γλωσσικές μειονότητες στην Ευρώπη αγωνίστηκαν σκληρά για να εδραιώσουν την παρουσία τους στην εθνική και διεθνή πολιτική σκηνή ως βασικοί παράγοντες για την κατανόηση και αποδοχή της διαφορετικότητας. Ο περιορισμός των μέσων εκπροσώπησης των μειονοτήτων απηχεί τρομακτικά τις σκοτεινές εποχές του ολοκληρωτισμού και την καταστολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που στοιχειώνουν την ευρωπαϊκή ιστορία.

Δρ. Σταυρούλα Πιπύρου, Λέκτορας Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο St Andrews. Η Δρ. Πιπύρου είναι συγγραφέας του The Grecanici of Southern Italy: Governance, Violence, and Minority Politics (2016).
 

Το τσίμπημα της αράχνης και η διονυσιακή ταραντέλα, κραυγή γυναικείας απελευθέρωσης

Και το τσίμπημα της αράχνης και η ταραντέλα;

Βαγγέλης: Οι χοροί είναι μία ιστορία που κι αυτή έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα και τη διονυσιακή ιστορία. Υπήρχαν διάφοροι τελετουργικοί χοροί για τον θεό Διόνυσο, χοροί των Μαινάδων. Όλα αυτά εξελίχθηκαν μέσα στον χρόνο και κατά τον Μεσαίωνα ενώθηκαν σε αυτό που λέγεται ταραντέλα. H ταραντέλα ήταν ένας οργιαστικός χορός που τον χόρευε η γυναίκα που την είχε τσιμπήσει η αράχνη ταραντούλα. Η γυναίκα, αφού την τσιμπούσε η συγκεκριμένη αράχνη έχανε την επαφή της με τον κόσμο και ο μόνος τρόπος για να συνέλθει ήταν μέσα από μουσικοθεραπευτές -όπως θα λέγαμε σήμερα- που έπαιζαν αυτόν τον χορό. Σιγά-σιγά η γυναίκα συντονιζόταν, άρχιζε να καταλαβαίνει, να ακούει και εν τέλει να σώζεται από το τσίμπημα της αράχνης.


Αναπαράσταση του ταραντισμού στο Μουσείο του Τάραντα.

Πέρασαν τα χρόνια κι αυτός ο μύθος θεωρούνταν για πολλούς αιώνες αληθινός, μέχρι που κάποιοι επιστήμονες ταξίδεψαν για να μελετήσουν ποια είναι αυτή η αράχνη που τσιμπάει μόνο γυναίκες, ποια είναι αυτή η αράχνη που αν σε τσιμπήσει φέτος, σε ξαναπιάνει και του χρόνου την ίδια εποχή; Δεν υπάρχουν τέτοιες αράχνες κι αυτή η αράχνη δεν υπήρξε μάλλον ποτέ. Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξαν οι επιστήμονες. Η αράχνη ήταν ένα κοινό μυστικό των γυναικών και αυτός ο χορός αποτελούσε έναν τρόπο εξωτερίκευσης του λαβύρινθου που είχε η κάθε μία μέσα στο κεφάλι της, μία κραυγή μετουσιωμένη σε χορό. Η γυναίκα δεν μπορούσε να εκφράσει με λόγια τον πόνο που ένιωθε γιατί την άφησε ο άντρας της για να πάει στην ξενιτιά, τον πόνο που δεν παντρεύτηκε αυτόν που αγάπησε ή που έχασε το παιδί της, γιατί ζούσε σε μία ισχυρά ανδροκρατούμενη κοινωνία. Οπότε για να εκφραστούν οι γυναίκες δημιουργήθηκε η ταραντέλα.


Από συναυλία των Encardia. 

Ταξιδεύετε συχνά στην Κάτω Ιταλία. Τι σας δίνουν αυτές οι περιπλανήσεις;

Μιχάλης: Πηγαίνουμε πολύ συχνά για να παίξουμε, να συλλέξουμε υλικό, να γνωρίσουμε ανθρώπους, να κάνουμε εκδρομές και να μυρίσουμε τα μέρη, να έρθουμε σε επαφή με κουλτούρες, μουσικές και πνεύματα. Ο νότος είναι πολύ φτωχός και αυτές οι περιοχές έχουν ζήσει τη μετανάστευση και την καταπίεση στο πετσί τους πάρα πολύ έντονα. Άντρες που έφυγαν να δουλέψουν στα ορυχεία και γυναίκες που βίωσαν τον πόνο, τον ταραντισμό. Οι άνθρωποι μεγάλωσαν με ελλείψεις και αυτό έχει περάσει στην κουλτούρα, στις μουσικές και στις ματιές τους. Εμείς αγαπήσαμε και εμπνευστήκαμε από αυτούς τους ανθρώπους και για αυτό ασχολούμαστε με αυτά τα κοινωνικά θέματα πολύ πριν να χτυπήσουν τη δική μας πόρτα με τους πρόσφυγες.

Μιλώντας για αυτό, σας βρίσκουμε συχνά σε αντιρατσιστικά φεστιβάλ ή συναυλίες αλληλεγγύης και οικονομικής ενίσχυσης ευάλωτων ομάδων.

Μιχάλης: Όσο μπορούμε, πάντα προσπαθούμε να το κάνουμε. Το αισθανόμαστε ως υποχρέωσή μας.  
 

Ο Μουσολίνι, ο σταθμάρχης, η μινιέρα και το κλάμα του Άντρα μου Πάει

Η μεγαλύτερη απειλή που ένιωσαν οι ελληνόφωνοι της Κάτω Ιταλίας ήταν κατά την περίοδο του Μουσολίνι, ο οποίος απαγόρευσε στους ελληνόφωνους να μιλούν τα γκρεκάνικα υπό την απειλή του αποκεφαλισμού. Οι περισσότεροι, τότε, σταμάτησαν να μιλάνε τη γλώσσα τους και μιλούσαν ιταλικά. Δε σταμάτησαν όμως ποτέ να τραγουδάνε τα γκρεκάνικα. Μετά από τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, οι ελληνόφωνοι των χωριών της Κάτω Ιταλίας έδιναν καθημερινά μάχη επιβίωσης. Πολλοί έφυγαν για τη Γερμανία, το Βέλγιο και την Ελβετία, ως εργάτες στη «μινιέρα», δηλαδή στο ορυχείο, και ολόκληρα χωριά ερήμωσαν. Το πιο χαρακτηριστικό τραγούδι που μιλάει για αυτή τη μετανάστευση και το κλάμα της γυναίκας που αποχωρίζεται τον άντρα της είναι το Άντρα μου πάει. Το έγραψε ο Franco Corliano στο χωριό Calimera του Σαλέντο. Μιλάει για τον πόνο τής οικογένειας που μένει πίσω, αλλά και για τον ιδρώτα του εμιγκρέ στα ορυχεία «για να λιπαριάσει ου σινιούρου μου τη φατία», για να παχύνει, δηλαδή, την κοιλιά του αφεντικού.

Το 2012 κυκλοφόρησε το ντοκιμαντέρ Encardia, η πέτρα που χορεύει του Άγγελου Κοβότσου. Μιλήσαμε με τον σκηνοθέτη στο τηλέφωνο, ο οποίος μας είπε ότι συναντήσατε τον Franco Corlianο και ότι «αυτή ήταν η πιο σημαντική στιγμή. Η συναισθηματική φόρτιση ήταν τόσο έντονη που μετά βίας ο Franco συγκρατούσε τους λυγμούς του».

Μιχάλης: Ναι, πήγαμε στην Κάτω Ιταλία μια ομάδα 53 ατόμων, κινηματογραφιστών, σπουδαστών κινηματογράφου και κάποιων φίλων μας. Ήταν Αύγουστος του 2010, ήμασταν καλωδιωμένοι όλη μέρα και δεν υπήρχε ούτε σενάριο ούτε τηλέφωνα. Βρίσκαμε τον κόσμο στον δρόμο και αρχίζαμε την κουβέντα. Κάποια στιγμή, λοιπόν, είμαστε στο σπίτι του Corliano και τραγουδάμε το Άντρα μου πάει παρέα. Είμαστε από αυτούς τους τυχερούς που γνώρισαν από κοντά τον Franco, ο οποίος δεν είναι πια μαζί μας, πέθανε το 2015. Ο Corliano δεν ήταν επαγγελματίας μουσικός…

Βαγγέλης: Έχει γράψει όλα κι όλα δύο τραγούδια νομίζω.

Μιχάλης: Αλλά συμπυκνώνει στους στίχους του όλον αυτό τον πόνο της μετανάστευσης, του άντρα που φεύγει για δουλειά στα ξένα και αφήνει πίσω την οικογένεια. Είχαμε τη χαρά να μας δώσει και τη φωνή του για τον δίσκο μας Μηterra (2010). Ο Corliano έγραψε και ένα λεξικό ιταλο-γκρίκο.


Το Klama του Franco Corlianò

Βαγγέλης: Είχαμε τη μεγάλη χαρά να μας καλέσει σπίτι του. Εγώ έπαιξα στο όργανο που συνέθεσε το Άντρα μου πάει, ένα αρμονιάκι Farfisa . Είδαμε και τον πίνακα που ζωγράφισε εμπνευσμένος από το τραγούδι. Ο Franco ήταν σταθμάρχης στο Λέτσε και μια μέρα είδε ένα ζευγάρι στον σταθμό να αποχαιρετιέται, γιατί ο άντρας έφευγε με το τρένο μετανάστης στη Γερμανία. Ήταν το 1972. Γύρισε σπίτι του κι έγραψε το Άντρα μου πάει. Αυτό μετά το ζωγράφισε κιόλας, απεικονίζοντας τους μετανάστες με τις βαλίτσες τους δεμένες με λουριά και τους ανθρώπους να αποχωρίζονται ο ένας τον άλλον. Στο ντοκιμαντέρ, ο Franco όταν λέει το τραγούδι, ξεσπάει σε κλάματα και το Άντρα μου πάει κανονικά λέγεται Το Κλάμα. Ήταν μια πολύ δυνατή σκηνή στα γυρίσματα.

Άλλαξε η συμπεριφορά των ντόπιων όταν σας είδαν με τις κάμερες και τα καλώδια; Γιατί τα χωριά εκεί είναι ήσυχα, με την παραδοσιακή εικόνα των παππούδων που κάθονται στο πεζούλι.

Μιχάλης: Στο Σαλέντο έχει γενικά τουρισμό, οπότε είναι συνηθισμένοι να βλέπουν κόσμο, πούλμαν κλπ. Νομίζω ότι οι άνθρωποι που μιλάνε στο ντοκιμαντέρ, μιλάνε όλοι με αυθεντικό τρόπο.

Πριν να σας αποχαιρετήσουμε, πείτε μας τι ετοιμάζουν οι Encardia αυτή την περίοδο.

Μιχάλης: Ετοιμάζουμε έναν δίσκο, για τον οποίο είμαστε χαρούμενοι και περήφανοι, αρχής γενομένης από τον τρόπο που ηχογραφήθηκε μιας και τα όργανα και οι φωνές είναι ηχογραφημένα ζωντανά -μια πρακτική που έχει εγκαταλειφθεί στη σημερινή δισκογραφία.

Βαγγέλης: Και είναι χωρίς διορθώσεις, είναι ένας no edit δίσκος. Παίξαμε σε ένα σπίτι, όπου κουβαλήσαμε όλο τον εξοπλισμό ενός στούντιο και κάναμε κάθε φορά τέσσερα take το πολύ. Αυτός είναι ο δίσκος Emigranti που θα κυκλοφορήσει μέσα στις γιορτές.

Μιχάλης: Επίσης, με αφορμή την επέτειο της 17 Νοέμβρη, παίζουμε στις 18 στον κινηματογράφο Αλέκα στου Ζωγράφου.

Βαγγέλης: Και το χειμώνα θα παίζουμε σε κάποιον χώρο μαζί με τον Ηλία Λογοθέτη και τον Κώστα Θωμαΐδη. Τώρα είμαστε στις προετοιμασίες.

Γιατί Emigranti, μετανάστης;

Βαγγέλης: Emigranti είναι ουσιαστικά αυτός που μένει σε μια άλλη χώρα χωρίς να είναι από εκεί. Μπορεί να είναι μετανάστης ή πρόσφυγας. Μας συγκίνησε που τόσες ψυχές μετακινήθηκαν με τον οποιοδήποτε τρόπο, με το οποιοδήποτε κόστος και για οποιοδήποτε λόγο, για να βρεθούν τελικά στην πατρίδα μας. Επίσης, μας άγγιξε το πώς τους φέρθηκαν οι ντόπιοι -τα καλά και τα κακά- και έτσι δώσαμε αυτή τη θεματική στον δίσκο μας.

Κάνετε και όμορφες δράσεις με παιδιά στα σχολεία.

Μιχάλης: Ναι, στέλνουμε κλιμάκια των Encardia (γέλια) κατόπιν συνεννόησης με δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια. Ειδικά όταν είχαμε πρωτοπαίξει σε λύκειο αισθανόμασταν φόβο, αλλά τελικά ήταν μεγάλη η έκπληξή μας όταν είδαμε με πόση αγάπη μάς δέχτηκαν τα παιδιά.

Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ. Θα σας αποχαιρετήσουμε με μια δικιά σας Kalinifta, με τη φωνή του Αλκίνοου Ιωαννίδη.

Μιχάλης, Βαγγέλης: Ωραία! Κι εμείς σας ευχαριστούμε πολύ.

Οι υπόλοιποι Encardia είναι οι: Κώστας Κωνσταντάτος: φωνή, μαντολίνο, βιολί, νταούλι, Δημήτρης Τσεκούρας: κοντραμπάσο και Ναταλία Κωτσάνη: φωνή, ακουστική κιθάρα, καστανιέτες.

Για όλες τις εκδηλώσεις-συναυλίες που συμμετέχουν οι Encardia, κάντε κλικ στο encardia.gr και στο Encardia Facebook.

Η κεντρική φωτογραφία του κειμένου είναι πίνακας του Franco Corliano που απεικονίζει γυναίκες των ελληνόφωνων χωριών της Ιταλίας να μοιρολογούν. 

Ακούστε όλη τη ραδιοφωνική συνέντευξη εδώ: