Απόφαση με την οποία παραγράφονται και οδηγούνται στο αρχείο εκατοντάδες χιλιάδες φορολογικές υποθέσεις έλαβε το ΣτΕ, καθώς αποφάσισε πως δεν μπορούν να λαμβάνονται υπόψη για φορολογικούς ελέγχους και καταλογισμούς, οι κινήσεις και τα υπόλοιπα των τραπεζικών λογαριασμών στην Ελλάδα.
 
Η σχετική απόφαση (υπ' αριθμ. 2934/2017) του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου ελήφθη με αφορμή την υπόθεση ελέγχου επιχειρηματία για την επταετία 2001-2008, την οποία συνέχισε δικαστικά η κόρη του μετά τον θάνατο του ίδιου. Στην εν λόγω υπόθεση, η αρμόδια ΔΟΥ έλαβε υπόψη τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών ως συμπληρωματικά στοιχεία, που είχαν περιέλθει σε γνώση της ΔΟΥ μετά την πάροδο της πενταετίας.

Με τη συγκεκριμένη απόφαση, πλέον μπαίνει «στοπ» στη χρήση στοιχείων ελληνικών τραπεζών προ του 2012, οδηγώντας πλήθος ποινικών και φορολογικών υποθέσεων στο αρχείο.
 
Όπως αναφέρεται στην απόφαση, «εάν η ανακρίβεια της δήλωσης αποδεικνύεται, κατά την εκτίμηση της φορολογικής αρχής, βάσει στοιχείων για το υπόλοιπο ή/και τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών του φορολογούμενου στην ημεδαπή».
 
Σύμφωνα με την Εφημερίδα των Συντακτών, οι σύμβουλοι Επικρατείας αναφέρουν στην απόφασή τους, μεταξύ άλλων, πως δεν αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία εκείνα τα οποία είτε είχαν περιέλθει σε γνώση της φορολογικής αρχής εντός της προβλεπόμενης στην παράγραφο 1 του ανωτέρω άρθρου 84 πενταετίας και αγνοήθηκαν, ή δεν ελήφθησαν προσηκόντως υπόψη από αυτήν. 
 
Ακόμα, το ίδιο προβλέπει για τις περιπτώσεις που η φορολογική αρχή όφειλε να έχει λάβει γνώση τους, εντός της ίδιας πενταετίας, εάν είχε επιδείξει την δέουσα επιμέλεια, δηλαδή εάν είχε λάβει τα προσήκοντα μέτρα ελέγχου και έρευνας, που προβλέπονται στο νόμο.

Οι δικαστές εκτίμησαν πως η παράταση του χρόνου παραγραφής φορολογικών αξιώσεων που αφορούν σε ημερολογιακό έτος προγενέστερο του προηγουμένου της δημοσίευσης του νόμου αυτού έτους, είναι αντισυνταγματική και «για τον λόγο ότι θα τροποποιούσε κατά τον τρόπο αυτό αναδρομικά εις βάρος των φορολογουμένων το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον χρόνο στον οποίο ανάγονται οι φορολογικές τους υποχρεώσεις όσον αφορά ουσιαστικό στοιχείο των εν λόγω υποχρεώσεων». 

«Η διοίκηση, διαθέτουσα προδήλως περιορισμένο αριθμό καταλλήλως εκπαιδευμένου προσωπικού, ικανού να αξιολογήσει τα προκύπτοντα με βάση τις σύγχρονες μεθόδους ελέγχου στοιχεία, και επιβαρυμένη με την υποχρέωση ταυτόχρονου ελέγχου τόσο παλαιών υποθέσεων, διεπομένων ενδεχομένως, ενόψει των αλλεπάλληλων τροποποιήσεων της σχετικής με φόρους, τέλη και εισφορές νομοθεσίας, από μη ισχύουσες πλέον κατά τον χρόνο του ελέγχου διατάξεις, όσο και νέων υποθέσεων, διατρέχει τον κίνδυνο να επικεντρώνει την προσοχή της στη διενέργεια ελέγχων αφορώντων στις παραμένουσες σε εκκρεμότητα υποθέσεις παρελθόντων ετών, με συνέπεια να μην είναι σε θέση να ασκήσει επικαίρως ελέγχους για την εξακρίβωση τηρήσεως της ήδη ισχυούσης νομοθεσίας» αναφέρουν οι δικαστές στο σκεπτικό της απόφασης, ενώ  συνεχίζουν αφήνοντας αιχμές για τη διενέργεια των ελέγχων: 
 
«οι έλεγχοι θα ήταν ενδεχομένως και περισσότερο αποτελεσματικοί και λυσιτελείς και θα συνέβαλαν στην εμπέδωση στους διοικούμενους της συνειδήσεως για την εκπλήρωση των σχετικών με φόρους, τέλη και εισφορές υποχρεώσεων τους, που απορρέουν από ισχύουσες διατάξεις, σε χρόνο που θα έχουν και τη δυνατότητα να συμμορφωθούν και να αποφύγουν την επανάληψη ενδεχόμενων παραβάσεων και, επομένως, και την επιβολή κυρώσεων, καθώς και να αποφύγουν τη συσσώρευση οικονομικών επιβαρύνσεων πολλών ετών».