της Δρ. Σταυρούλα Πιπύρου*

Τόσο η χριστιανοδημοκρατική κυβέρνηση που κρατούσε τότε τα ηνία όσο και το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (PCI) και οι ακτιβιστές που ήταν στο πλευρό του, συμμετείχαν ενεργά στις μετεγκαταστάσεις.

Πρόκειται για ένα αποσιωπημένο κομμάτι τής ιστορίας της Ιταλίας και της Ευρώπης. Δε βρίσκεται στα επίσημα βιβλία ιστορίας της Ιταλίας ούτε είναι ένα θέμα που οι ντόπιοι  της Καλαβρίας θα συζητήσουν εύκολα. Στο πλαίσιο της δικής μου έρευνας, πήρα συνέντευξη από αρκετά από αυτά τα τότε εκτοπισμένα παιδιά, που τώρα είναι περίπου 60 και 70 χρονών. Ήταν η πρώτη φορά που έλεγαν την ιστορία τους. Ένιωθαν συμπόνια για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι που εκτοπίζονται σήμερα, ιδίως τα παιδιά, και που αυτή τη στιγμή εισέρχονται στην Ευρώπη. Ένιωθαν τόσες ομοιότητες με τις δικές τους ιστορίες ξεριζωμού.

Ξεριζωμένες παιδικές ηλικίες

Στις πλημμύρες του 1951, το υπουργείο Εσωτερικών ανέφερε ότι οι ζημιές επηρέασαν 68 δήμους στην επαρχία της Καλαβρίας, ότι 3.090 σπίτια υπέστησαν σοβαρές ζημιές ή καταστράφηκαν, 3.797 οικογένειες φιλοξενούνταν σε προσωρινές παραγκουπόλεις και 49 άνθρωποι πέθαναν. Δύο χρόνια αργότερα, νέες πλημμύρες σκότωσαν 55 ανθρώπους και άφησαν άλλους 2.500 ανθρώπους άστεγους.
Για να ανταποκριθεί στις καταστροφές, το PCI, με τη συμμετοχή πολλών ομάδων όπως η Ένωση Ιταλίδων Γυναικών, ανέλαβε την πρωτοβουλία να μεταφέρει παιδιά ηλικίας από 3 έως 12 ετών από τη νότια Ιταλία- με τη συναίνεση των γονιών τους- ώστε να ζήσουν με άλλες οικογένειες κομμουνιστών στη βόρεια Ιταλία. Οι κεντροδεξιές εφημερίδες της εποχής καταδίκασαν αυτό το σχέδιο, χαρακτηρίζοντάς το ως «αρπαγή της νηπιακής ηλικίας», μια κριτική που ξυπνούσε μνήμες από την απομάκρυνση των παιδιών που είχε υποκινηθεί από τους κομμουνιστές στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο.


 
Οι παρεμβάσεις της Καθολικής Εκκλησίας και της αστυνομίας -οι οποίες αντιτάχθηκαν ρητά στις μετεγκαταστάσεις που προωθούσαν οι κομμουνιστές- είχαν ως μοναδικό αποτέλεσμα να στέλνονται τα παιδιά σε μοναστήρια, ορφανοτροφεία ή κέντρα κράτησης ανηλίκων οπουδήποτε στην Ιταλία, αντί να στέλνονται σε νέες οικογένειες ή πίσω στον τόπο τους. Τα παιδιά παρέμειναν μακριά από τους γονείς τους για ένα έως δέκα χρόνια.

Μέσω άλλων προγραμμάτων ανακούφισης από τις καταστροφές που λειτουργούσαν στις αρχές της δεκαετίας του '50, η κυβέρνηση και η εκκλησία, καθώς και ομάδες πολιτών που συνδέονταν μαζί τους -κυρίως το Κέντρο Ιταλών Γυναικών, μετέφεραν τα ορφανά και τα παιδιά πολύ φτωχών οικογενειών για να τα τοποθετήσουν σε ιδρύματα σε ολόκληρη τη χώρα.

Μερικοί από τους ανθρώπους που μετεγκαταστάθηκαν ως παιδιά και τους πήρα συνέντευξη, μίλησαν για πολύ θετικές εμπειρίες ζωής στις νέες τους πόλεις. Τους δόθηκε η ευκαιρία να πάνε για πρώτη φορά στον κινηματογράφο, να έχουν μια καλή σχολική εκπαίδευση και να δοκιμάσουν νέα φαγητά. Άλλοι άνθρωποι, όμως, βγήκαν βαθιά τραυματισμένοι από όλο αυτό.

Δύο τέτοια παιδιά, που εκτοπίστηκαν σε ηλικία 6 και 7 ετών, θυμούνται εκείνη τη μέρα και μου λένε ότι τους «άρπαξε» ο Ιταλικός Ερυθρός Σταυρός χωρίς προειδοποίηση, ενώ έπαιζαν με τους φίλους τους. Σταμάτησαν μόνο για μια στιγμή για να γνέψουν αντίο στους γονείς τους που δούλευαν εκείνη τη στιγμή σε ένα κοντινό χωράφι. Τους πήγαν στη Σικελία πριν να τους  χωρίσουν τελικά για πάντα, στέλνοντάς τους σε ξεχωριστά ιδρύματα για κορίτσια και για αγόρια. Τα ιδρύματα ήταν διασκορπισμένα σε διαφορετικά μέρη της Ιταλίας και έζησαν εκεί για πάνω από έναν χρόνο μέχρι να επιστρέψουν στο σπίτι τους. Η ζωή στα ιδρύματα ήταν σκληρή: είχε πείνα, υποσιτισμό, μπαγιάτικο ψωμί και σωματικές ποινές.

Σήμερα, φέρνοντας ξανά στη μνήμη τους αυτές τις εμπειρίες, νιώθουν τεράστιο πόνο, αλλά και δυσπιστία σχετικά με τις διαδικασίες λήψης πολιτικών αποφάσεων και τα παιχνίδια εξουσίας μεταξύ αριστεράς και δεξιάς που είχαν εμπλακεί στη μετεγκατάσταση αυτών των παιδιών για «ανθρωπιστικούς» λόγους.

Σιωπηλές επανασυνδέσεις

Κατά την επιστροφή τους, πολλά παιδιά αποσιώπησαν τις εμπειρίες τους. Γρήγορα κατάλαβαν ότι αυτό που συνέβη είχε προκαλέσει μεγάλο πόνο στους γονείς τους. Οι μετεγκαταστάσεις τους ήταν μια πηγή συνεχούς ταπείνωσης και ντροπής τόσο για τα παιδιά όσο και για τις οικογένειές τους. Σύμφωνα με πολλούς από αυτούς με τους οποίους μίλησα και που είχαν μετεγκατασταθεί ως παιδιά, οι γονείς τους έπεσαν θύματα ψεύτικων υποσχέσεων από την κυβέρνηση σχετικά με την παροχή επιδοτήσεων και νέων σπιτιών- πράγματα που δεν υλοποιήθηκαν ποτέ.
 
Κατά τη διάρκεια της έρευνάς μου φάνηκε ότι ακόμη και στις πολύ δεμένες κοινότητες της Καλαβρίας, τα παιδιά που μετεγκαταστάθηκαν δεν γνωρίζουν μέχρι και σήμερα ότι πολλοί γείτονές τους είχαν την ίδια μοίρα. Στην Ιταλία, όπου τα μυστικά είναι συχνά δημόσια «μυστικά», η κάθε οικογένεια και οι γείτονες διαφύλαξαν σαν επτασφράγιστο μυστικό την προσωπική τους ιστορία μετεγκατάστασης.

Οι άνθρωποι εξακολουθούν να θυμούνται και να αξιολογούν το τι τους συνέβη. Αλλά, πιστεύω ότι, δεν υπήρχε χώρος για αυτές τις διχαστικές και ντροπιαστικές ιστορίες στο μεταπολεμικά ενωτικό συλλογικό φαντασιακό. Ο εκτοπισμός των παιδιών έμοιαζε με ένα επιπλέον βάρος που η Ιταλία δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να σηκώσει στις πλάτες της μετά την ηθική και πολιτική ήττα του πολέμου. Μετά τα καταστροφικά σχίσματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η σιωπή στην Ευρώπη φαινόταν να είναι ό,τι πιο φυσιολογικό.

Η μεταπολεμική περίοδος ήταν θεμελιώδους σημασίας για τη γέννηση και τη θέσπιση πολιτικών από τα πάνω, δημιουργώντας σταθερές ιδεολογικές θέσεις όσον αφορά τους εκτοπισμένους και τους πρόσφυγες. Με τον ίδιο τρόπο, η Ευρώπη σήμερα είναι απροετοίμαστη για την τρέχουσα μεταναστευτική κρίση, ενώ παραμένει αντιμέτωπη με τα συντρίμμια της οικονομικής κατάρρευσης.

Η αποσιωπημένη μετεγκατάσταση των παιδιών τη δεκαετία του 1950 στην Ιταλία δεν είναι απλώς κάτι θάφτηκε στο παρελθόν. Οι ανθρωπιστικές δράσεις που έλαβαν χώρα πριν από αρκετές δεκαετίες εξακολουθούν να επηρεάζουν τη ζωή των εκτοπισμένων παιδιών. Τo σπάσιμο της σιωπής των εκτοπισμένων παιδιών σχετικά με τις εμπειρίες τους είναι ζωτικής σημασίας, όχι μόνο για να ενωθούν τα κομμάτια των κρυφών ιστοριών της Ευρώπης, αλλά, κυρίως, για να αξιολογήσουμε καλύτερα την τωρινή πολιτική των μαζικών μετεγκαταστάσεων.

 
* Η Δρ. Σταυρούλα Πιπύρου είναι Λέκτορας Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο St Andrews. Η Δρ. Πιπύρου είναι συγγραφέας του The Grecanici of Southern Italy: Governance, Violence, and Minority Politics (2016).

** Το κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά στα αγγλικά στο The Conversation.