Το πρώτο από τα πέντε μέρη της σειράς «Ιστορίες από το αρχιπέλαγος της Βαβέλ» του Michal Pavlasek, μιας μελέτης των εγκαταλελειμμένων προσφύγων στην Ελλάδα, για το Political Critique

Μου προσφέρει ένα τσιγάρο και μένουμε σιωπηλοί. Ένα αγόρι που κάθεται στο ξεραμένο από τον ήλιο γρασίδι μας βλέπει καθώς λέμε αντίο και μου κάνει νόημα να πάω κοντά του. Είναι από το Πακιστάν και πρέπει να είναι ανήλικος. Όταν ρωτώ πόσο χρονών είναι, λέει: «10 ευρώ». Συνεχίζω για πολύ καιρό να ακούω μέσα στο μυαλό μου αυτήν τη σύντομη απάντηση. 10 ευρώ: η τιμή για την οποία εκπορνεύεται. Η τιμή για ένα ανθρώπινο σώμα.

Είμαστε στην Αθήνα, ένα από τα κεντρικά σημεία της μετανάστευσης προς την Ευρώπη. Αλλά αν περπατήσεις στο κέντρο της πόλης, θα συναντήσεις και τα θύματα της πρόσφατης καταστροφικής κρίσης χρέους και των επακόλουθων περικοπών που έπληξαν όλους τους Έλληνες. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι έχουν ξεχαστεί. Όταν οι κρατούμενοι συμπεριφέρονται καλά, όπως λέει ένα παλιό ρητό, κανείς δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτούς. Μόνο όταν προσπαθούν να ξεσηκωθούν εμφανίζονται τα φορτηγά των τηλεοπτικών συνεργείων.

Για τον Μισέλ Αζιέρ, ειδικό στον τομέα της μετανάστευσης, οι τρέχουσες πολιτικές στοχεύουν στην εδραίωση μιας διαίρεσης μεταξύ δύο κατηγοριών ατόμων, που διαχωρίζονται όλο και περισσότερο μεταξύ τους. Από τη μια πλευρά, προφανώς, είναι ο «καθαρός, υγιής, ορατός κόσμος μας». Από την άλλη είναι ένας σκοτεινός, κακός και αόρατος κόσμος, που δεν θέλουμε να βλέπουμε. Και όμως, αντιμετωπίζουμε ξαφνικά αυτήν την πραγματικότητα λόγω της αυξημένης κινητικότητας, της αναγκαστικής μετανάστευσης και των «καταλοίπων» που έχει δημιουργήσει αυτή η μετανάστευση: όλοι αυτοί οι «ανεπιθύμητοι», «άχρηστοι», «απορριφθέντες» μετανάστες και πρόσφυγες στα στρατόπεδα προσφύγων στην Ευρώπη, που συχνά βρίσκονται στις περιφέρειες των πόλεων.

Είναι αυτοί που έχουν φτάσει στο κατώφλι του κόσμου μας, που δεν δείχνει κανένα ενδιαφέρον γι’ αυτούς. Τους αντιλαμβανόμαστε μόνο ως μια παρενέργεια της ύπαρξης ανισοτήτων, ως «κατάλοιπα». Αυτό ισχύει είτε πρόκειται για οικονομικούς μετανάστες ή εκτοπισθέντες, είτε για όσους, όπως ορίζει η κοινωνιολόγος Σάσκια Σάσεν, βρίσκονται έξω ουσιαστικά από αυτές τις περιορισμένες κατηγορίες. Αυτοί, για παράδειγμα, που έχουν χάσει τον τόπο τους ως άμεση συνέπεια της οικονομικής «ανάπτυξης», ή έχουν φύγει εξαιτίας της ξηρής ή μολυσμένης γης.

Μάρτυρες της οικονομικής κρίσης

Οι συνθήκες διαβίωσης στην Ελλάδα έχουν επιδεινωθεί και για τους ντόπιους. Η ανεργία, για παράδειγμα, αυξήθηκε απότομα. Πολλοί από αυτούς που συναντάς στις αυτοσχέδιες κατοικίες κατά μήκος των δρόμων και στα πάρκα- όπου κάποιοι πωλούν ναρκωτικά ή το σώμα τους σε περαστικούς- έχουν χάσει τα σπίτια τους.
Εκτός από τους ντόπιους, βρίσκεις και εκείνους που έχουν έρθει στην Ελλάδα στο πλαίσιο της εποχιακής μετανάστευσης, ειδικά από τα Βαλκάνια και την Εγγύς Ανατολή, τη δεκαετία του 1990. «Δεν θα βρείτε εδώ δουλειά και αν νομίζετε ότι κερδίζετε κάποια χρήματα ως εποχιακοί εργάτες, κάνετε λάθος», λέει με παράπονο ένας γέρος βουλγαρικής καταγωγής.

Αναφέρεται σε ένα από τα πιο έντονα προβλήματα που έφερε μαζί της η οικονομική κρίση: εκτεταμένη εργασιακή εκμετάλλευση. Οι εποχιακοί μετανάστες εργάζονται κυρίως στη γεωργία ως συλλέκτες φρούτων και λαχανικών, δουλεύοντας για τη συγκομιδή πορτοκαλιών, ελιών, ντοματών και πεπονιών. Ως αλλοδαποί, μερικές φορές απασχολούνται παράνομα και συχνά δεν πληρώνονται για την εργασία τους.

Το ζήτημα της εκμετάλλευσης μεταναστών στην Ελλάδα αναφέρεται σπάνια στα Μέσα, πόσο μάλλον από τους πολιτικούς. Δεδομένης της οικονομικής κατάστασης της Ελλάδας και της αυξανόμενης πόλωσης της κοινωνίας, με μεγάλο μέρος του πληθυσμού να τείνει προς τους ακροδεξιούς εξτρεμιστές της Χρυσής Αυγής, το θέμα θεωρείται συγκριτικά ασήμαντο.

Η ιστορία του Μουχάμαντ, ενός Ιρανού που ήρθε στην Ελλάδα το 2000 για να βρει δουλειά, είναι ένα μόνο παράδειγμα των καταστροφικών αποτελεσμάτων της οικονομικής κρίσης στη ζωή των ανθρώπων. Μέχρι το 2008, εργαζόταν για οκτώ μήνες τον χρόνο ως εργάτης στην κατασκευή των τοπικών δρόμων, μετά εργάστηκε για μια μικρή περίοδο ως εποχιακός εργάτης, μετά μπήκε στη φυλακή και έπειτα έζησε στους δρόμους. Τώρα ζει σε ένα πάρκο.

Εκεί είναι που συναντιόμαστε, όπου υπάρχουν τρομερά ποσοστά εξάρτησης από την ηρωίνη και το συνθετικό ναρκωτικό σίσα, μια παραλλαγή μεθαμφεταμίνης που κυκλοφορεί στους δρόμους και ονομάζεται «η κοκαΐνη των φτωχών». Μου κάνει νόημα να καθίσω σε ένα παγκάκι, χωρίς, σε αντίθεση με τους άλλους κατοίκους του πάρκου, να προσπαθήσει να μου πουλήσει κάτι από το περιεχόμενο της τσέπης του ή να μου προσφέρει «έκπτωση» για σεξ. Με ξεναγεί σε αυτόν τον τόπο που μου θυμίζει ένα ανακάτεμα γλωσσών από την παροιμιώδη Βαβυλώνα.

Υπηρέτες της ηρωίνης

Ένας μονότονος ήχος έρχεται μέσα από τα δέντρα από τα τζιτζίκια. Δεκάδες άνδρες και γυναίκες, ηλικιωμένοι και υπερβολικά νέοι, είτε χαλαρώνουν είτε κάνουν έντονες χειρονομίες ανάλογα με το αν είχαν μια δόση ή όχι. «Δεν είναι ασφαλές εδώ».
Επιλέγουμε ένα παγκάκι λίγο πιο μακριά και ανάβουμε τα τσιγάρα μας. Ο Μουχάμαντ αρχίζει να μιλάει ντροπαλά, κοιτάζοντας το έδαφος. «Το αφεντικό μου με απέλυσε, μόνο οι μισοί από τους ανθρώπους θα μπορούσαν να μείνουν εκεί. Αν είσαι αλλοδαπός δεν μπορείς να βρεις δουλειά».

Αν και ο Μουχάμαντ έχει μάθει την ντόπια γλώσσα, αυτό δεν τον βοηθά καθόλου. Όπως και οι περισσότεροι μετανάστες, προσπάθησε να λύσει το πρόβλημα της έλλειψης δουλειάς με τη συγκομιδή ελιών. Έφυγε ακόμη και από την Αθήνα, αλλά οι συνθήκες στο χώρο της συγκομιδής δεν αντιστοιχούσαν με το μεροκάματο που του είχαν υποσχεθεί και επιπροσθέτως ο τοπικός εργοδηγός έκλεβε από τον δικό του μισθό και τον μισθό του φίλου του.

Μετά από αυτό, καταδικάστηκε σε δύο χρόνια φυλάκισης. Προφανώς δεν είχε όλα τα απαραίτητα έγγραφα για να μείνει στην Ελλάδα. Αργότερα, όταν βγήκε από τη φυλακή χωρίς ούτε ένα ευρώ στην τσέπη του, έγινε κάτοικος ενός πάρκου κοντά στο τοπικό πανεπιστήμιο.

Ζει με την πώληση χασίς και κάνει χρήση μεθαμφεταμίνης και ηρωίνης. «Οι τουρίστες έρχονται και όλοι θέλουν κάτι σήμερα. Τα χρήματα που κερδίζω φτάνουν ίσα- ίσα για φαγητό και τσιγάρα. Αλλά ειλικρινά, αυτά είναι αρκετά για να επιβιώσεις». Είναι νευρικός σχετικά με την περιοχή και τεντώνει τα αυτιά του καθώς κάποιος έρχεται προς εμάς.

Το σκοτάδι πέφτει. Τα τζιτζίκια είναι πιο δυνατά από ποτέ, καθώς περιμένουν το τέλος της ημέρας και την άφιξη της νύχτας. Οι φλόγες των κεριών τρεμοπαίζουν στο σκοτάδι και εκείνοι που περιμένουν για μια δόση κάθονται γύρω τους σαν να είναι ένα τζάκι, σαν υπηρέτες της ηρωίνης. Είναι μια χωματερή για ανθρώπινα σώματα όλων των εθνικοτήτων, χωρίς να υπάρχουν διακρίσεις με βάση την κατάστασή τους.
Κανείς εδώ δεν έχει μέλλον. Τυχαία σώματα που ελέγχονται από δαίμονες σ’ αυτόν τον χώρο με το καμένο από τον ήλιο γρασίδι, τους θάμνους και τα δέντρα που κρύβουν μερικώς τον παράλληλο κόσμο τους.

Μια χωματερή για ανθρώπινα σώματα

Ο Παναγιώτης είναι ένας από τους Έλληνες που βρέθηκε στο δρόμο κατά τη διάρκεια της κρίσης. Τώρα περνάει τις νύχτες του στο πάρκο. «Δεν έχω φάει για δύο ημέρες. Η μαμά και ο μπαμπάς μου είναι νεκροί, είχαν αυτοκινητιστικό δυστύχημα πριν από δύο χρόνια». Μιλάει για τη στιγμή που τον οδήγησε στην ηρωίνη, «όταν δεν την έχω, η έλλειψη είναι τρομερή. Αλλά το σίσα θα με βοηθήσει να ξεφύγω». Ένα γραμμάριο σίσα, από το οποίο μπορούν να γίνουν αρκετές δόσεις, κοστίζει μεταξύ πενήντα και εκατό ευρώ.

Τα ναρκωτικά συνοδεύονται από πορνεία και η πελατεία αποτελείται κυρίως από Έλληνες. Όταν ρωτώ τον Παναγιώτη αν ζει κι αυτός με σεξουαλική δουλειά, δεν απαντά, αλλά μου λέει ότι οι τιμές της περιοχής είναι γύρω στα δέκα ευρώ. «Κάποια καινούργια νεαρά αγόρια έχουν έρθει από ένα νησί εδώ», εξηγεί, δείχνοντας προς μερικούς μετανάστες εκεί κοντά. «Δεν μπορούσαν πλέον να αντέξουν τα στρατόπεδα και έτσι βρέθηκαν στους δρόμους. Εκεί ανακαλύπτεις τα ναρκωτικά».

Ορισμένοι πωλούν ναρκωτικά μαζί με τους ντόπιους, βγάζοντας ταυτόχρονα χρήματα και γι’ αυτούς. Για άλλους, η πορνεία είναι η μόνη ευκαιρία για να πάρουν χρήματα για ναρκωτικά και κάτι επιπλέον για φαγητό. «Κάποιοι από αυτούς εκδίδονται για ναρκωτικά, άλλοι για χρήματα», λέει ο Μουχάμαντ.

Μπορεί να είναι θύματα μίας από τις μαφιόζικες συμμορίες που ασχολούνται με τα ναρκωτικά, την πορνεία και το λαθρεμπόριο, οι οποίες έχουν ως στόχο τους μετανάστες στα στρατόπεδα προσφύγων, όπου βρίσκουν γόνιμο έδαφος. Η κατάσταση αυτών των ανθρώπων μπορεί να τους οδηγήσει σε κινήσεις απόγνωσης. Πολλοί πιστεύουν ότι ο κόσμος τους έχει ξεχάσει.

Όλο και περισσότεροι άνθρωποι συγκεντρώνονται στα παγκάκια στο πάρκο και ο Μουχάμαντ χειρονομεί από απόσταση ότι θα ήταν καλό να φύγουμε. Κινούμαστε γρήγορα σε ένα διαφορετικό μέρος του πάρκου και η σκηνή είναι αρκετά διαφορετική από αυτήν που είδαμε πριν από ένα λεπτό. Ένας αστυνομικός που διαβάζει εφημερίδες προσποιείται ότι «περιπολεί» στο πάρκο από απόσταση ασφαλείας.

Οι Αρχές προσπάθησαν να λύσουν το θέμα των ανθρώπων που ζουν στο δρόμο στην περιοχή των Εξαρχείων με νυχτερινές επιδρομές «καθαρισμού», εκτοπίζοντας τους ανεπιθύμητους από το κέντρο της πόλης σε κέντρα συγκέντρωσης έξω από την πόλη, οι οποίοι προορίζονταν αρχικά για τους μετανάστες που είχαν βρεθεί χωρίς άδεια.

Όπως και άλλοι σημαντικοί τομείς του ελληνικού συστήματος κοινωνικής πρόνοιας, το κοινωφελές έργο που απευθύνεται σε άστεγους- δηλαδή ντόπιους, μετανάστες που έχουν έρθει τα τελευταία είκοσι χρόνια και ακόμα και μερικούς πρόσφυγες- επηρεάστηκε σημαντικά από τα μέτρα λιτότητας. Πολλοί επαγγελματικοί φορείς αντικαταστάθηκαν από οργανώσεις που βασίζονται στην αρχή της άμεσης βοήθειας από δωρεές.

«Πολλοί άνθρωποι που έρχονται σε μας για να πάρουν δωρεάν φαγητό, έρχονται για αρκετά χρόνια. Ντρέπονται γι’ αυτό και δεν θα μιλήσουν ποτέ με δημοσιογράφο», λέει ένας από τους εργαζόμενους μιας ανεξάρτητης πρωτοβουλίας, που προσπαθεί να βοηθήσει όσους έχουν ανάγκη. Σύμφωνα με τον ίδιο, περισσότεροι από τους μισούς ανθρώπους στο δρόμο είναι Έλληνες σε ηλικία εργασίας, κάτω δηλαδή των πενήντα ετών.

Κατά την άποψή του, οι ντόπιοι που υποφέρουν από τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης δεν μπορούν να βρουν δουλειές, επειδή αυτές προσφέρονται στους μετανάστες. «Η εργασία τους δεν κοστίζει σχεδόν τίποτα επειδή εργάζονται παράνομα. Δεν μπορούν να πάρουν το ρίσκο να ζητήσουν τα εργασιακά του δικαιώματα επειδή δεν έχουν κανένα. Αυτό βολεύει τους εργοδότες τους», λέει η Κρίστα, εθελόντρια στο πολιτιστικό κέντρο στο Chora.

Οι μετανάστες περιγράφουν μια εντελώς αντίθετη κατάσταση: δεν μπορούν να βρουν καμία νόμιμη εργασία στην πόλη, διότι αν υπάρχει κάποια θέση είναι οι ντόπιοι που προτιμούνται. Το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να αναζητήσουν την τύχη τους σε φάρμες όπου οι ιδιοκτήτες τους εκμεταλλεύονται το ότι είναι εποχιακοί εργάτες.