Σε ανακοίνωσή της η εταιρεία, η οποία εδρεύει στο Σαν Φρανσίσκο, παραδέχθηκε πως δεν ενημέρωσε ποτέ τις αρμόδιες αρχές, αλλά αντιθέτως προχώρησε στην πλήρη συγκάλυψη του περιστατικού. «Τίποτα από όλα αυτά δεν θα έπρεπε να είχε συμβεί, δεν θα προσπαθήσω να δικαιολογήσω τίποτα», ανέφερε μεταξύ άλλων ο διευθύνων σύμβουλος της Uber, Ντάρα Κοσροβσάχι, αναγνωρίζοντας την παραβίαση αλλά και τη συγκάλυψη.
 
Μάλιστα, σύμφωνα με το πρακτορείο Bloomberg, που μετέδωσε πρώτο την είδηση, η Uber πλήρωσε τους χάκερς 100.000 δολάρια για να διαγράψουν τα δεδομένα και να κρατήσουν το περιστατικό κρυφό.
 
Το βράδυ της Τρίτης, η Uber εξέδωσε εκτενές δελτίο Τύπου, με το οποίο παραδέχεται τόσο την επίθεση όσο και τη συγκάλυψή της. Με την ίδια ανακοίνωση διαβεβαιώνει πως η εταιρεία έλαβε όλα τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίσει την προστασία των πελατών της, ενώ παράλληλα παραδέχεται πως οι αρμόδιες αρχές δεν είχαν ενημερωθεί μέχρι σήμερα για την κυβερνοεπίθεση.

Επιπλέον προσθέτει ότι θα ληφθούν μέτρα για την πλήρη εξιχνίαση της υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένης και της απόλυσης δύο υπαλλήλων που ενεπλάκησαν στη συγκάλυψη.

Η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων του Ηνωμένου Βασιλείου ICO εξέφρασε την «έντονη ανησυχία» της για την απόκρυψη της κυβερνοεπίθεσης από την Uber. «H σκόπιμη απόκρυψη παραβιάσεων από τις ρυθμιστικές αρχές και τους πολίτες μπορεί να προκαλέσει την επιβολή υψηλότερων προστίμων εις βάρος των εταιρειών», αναφέρει σε ανακοίνωσή του ο Τζέιμς Ντιπλ-Τζόνστοουν, ο αναπληρωτής επίτροπος του Γραφείου του Επιτρόπου Πληροφοριών, της ανεξάρτητης αρχής προστασίας δεδομένων του Ηνωμένου Βασιλείου.

Υπενθυμίζεται ότι λίγες βδομάδες πριν η ρυθμιστική αρχή μεταφορών του Λονδίνου αφαίρεσε την άδεια λειτουργίας της Uber σε μια από τις βασικότερες αγορές της, κάνοντας λόγο για «έλλειψη εταιρικής υπευθυνότητας». Μάλιστα η εταιρεία προσέφυγε στο δικαστήριο της βρετανικής πρωτεύουσας προκειμένου να ανατρέψει την απόφαση.