Σύμφωνα με  πληροφορίες της «Καθημερινής», οι δανειστές είναι αποφασισμένοι να κλείσουν άμεσα όλα τα προαπαιτούμενα και δεν σκοπεύουν να αφήσουν στην κυβέρνηση περιθώρια αναβολής για τα όσα επιθυμούν να περάσουν.

Στο συμπληρωματικό μνημόνιο (Supplemental Memorandum of Understanding) και στο τεχνικό μνημόνιο που το συνοδεύει, καθορίζονται λεπτομερώς όχι μόνον όσα πρέπει να κάνει η κυβέρνηση για να κλείσει η τρέχουσα αξιολόγηση, αλλά και τα όσα χρειάζεται να κλείσουν προκειμένου να στρωθεί ο δρόμος για την τέταρτη αξιολόγηση, που σύμφωνα με την κυβέρνηση «θα μας βγάλει από τα μνημόνια».

Από τον Μάρτιο έως τον Ιούνιο του 2018, που αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί η τρίτη αξιολόγηση, η κυβέρνηση θα πρέπει να τρέξει πολλά από τα προαπαιτούμενα που έχουν μείνει στον αέρα.


Μείωση αφορολόγητου και αντίμετρα που ελέγχονται

Στο κείμενο εντολών των δανειστών ορίζεται ρητώς πως τον Μάιο του 2018 η κυβέρνηση θα επισπεύσει τη μείωση του αφορολόγητου ορίου, ώστε να ισχύσει το 2019 αντί του 2020, εάν το ΔΝΤ σε συνεργασία με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τις ελληνικές αρχές «θεωρεί, στη βάση μιας διαφανούς εκτίμησης, ότι απαιτείται η εμπροσθοβαρής εφαρμογή της, προκειμένου να επιτευχθεί ο συμφωνηθείς στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%». Επιπροσθέτως, κι αν μετά την εφαρμογή των περικοπών, υπάρχει δημοσιονομικό περιθώριο, η κυβέρνηση θα μπορεί να νομοθετήσει τα «αντίμετρα» που είχαν συμφωνηθεί (μεταξύ άλλων μείωση συντελεστών φορολογίας φυσικών προσώπων και εισφοράς αλληλεγγύης, φορολογίας επιχειρήσεων και ΕΝΦΙΑ). Ωστόσο, σημειώνεται πως το ποσό των αντιμέτρων που θα εφαρμοστούν «θα είναι σύμφωνα με την εκτίμηση των θεσμών για την υπέρβαση του δημοσιονομικού στόχου».

Τον Μάρτιο θα θεσμοθετηθεί η εξίσωση των αντικειμενικών τιμών ζώνης των ακινήτων με τις εμπορικές τιμές και θα συγκροτηθεί μια ειδική ομάδα και ένα μόνιμο πληροφοριακό σύστημα για την αναπροσαρμογή τους. Επίσης, η κυβέρνηση  δεσμεύεται πως θα κάνει όλες τις αναγκαίες προσαρμογές στον ΕΝΦΙΑ –αυξάνοντας τους συντελεστές ή επιβάλλοντας τον φόρο σε περισσότερα ακίνητα– προκειμένου να εισπράξει το ίδιο ποσό. Τον Μάιο οι αρχές θα θεσμοθετήσουν την προσαρμογή των συντελεστών και τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, αν χρειαστεί, με δημοσιονομικά ουδέτερο τρόπο, ούτως ώστε να εκδοθούν τα εκκαθαριστικά του ΕΝΦΙΑ τον Αύγουστο του 2018.

Παράλληλα, η κυβέρνηση δεσμεύεται πως δεν θα εισαγάγει νέες ρυθμίσεις ή άλλα μέτρα αμνήστευσης ή διακανονισμού ληξιπρόθεσμων οφειλών, ούτε θα παρατείνει τις υφιστάμενες και πως θα προχωρήσει στη λήψη αναγκαστικών μέτρων κατά των οφειλετών που δεν εξυπηρετούν τις τρέχουσες ρυθμίσεις ή τις τρέχουσες υποχρεώσεις τους εγκαίρως.

Εκτός από τη μείωση των συντάξεων με δημοσιονομική απόδοση 1% του ΑΕΠ το 2019, θα επανυπολογιστούν οι υφιστάμενες συντάξεις (εκτός ΟΓΑ) με βάση τις νέες παραμέτρους υπολογισμού. Θα επανεξεταστούν τα εφάπαξ προκειμένου να «διασφαλίζεται αναλογιστική δικαιοσύνη», δηλαδή θα μειωθούν ώστε να είναι αναλογικότερα με τις εισφορές που έχουν καταβληθεί.

Προαπαιτούμενο για την τρίτη αξιολόγηση είναι να ολοκληρωθεί η επεξεργασία τουλάχιστον του 30% των αιτήσεων για κύρια σύνταξη που υποβλήθηκαν μεταξύ 13 Μαΐου και Δεκεμβρίου 2016 και 3.500 αιτήσεις επικουρικών συντάξεων που υποβλήθηκαν από την 1.1.2015.

Για την 4η αξιολόγηση και έως τον Απρίλιο του 2018, θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί η επεξεργασία των αιτήσεων κύριας σύνταξης που υποβλήθηκαν το 2016, το 30% των αιτήσεων του 2017 και 13.800 αιτήσεις για επικουρική που υποβλήθηκαν το 2015 και το 2016.

«Χαιρετήσαμε» το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης

Υπενθυμίζεται ότι προ ημερών ο Αλέξης Τσίπρας μάζεψε το επί μηνών αφήγημα της κυβέρνησης για αναγκαία ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).

«Η ελληνική κυβέρνηση δεν πιστεύει πλέον πως η ένεση ρευστότητα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι κρίσιμης σημασίας για την ανάκαμψη της χώρας. Θεωρώ πως θα ενταχθούμε στο πρόγραμμα (ποσοτικής χαλάρωσης), όμως δεν είναι τόσο κρίσιμο για εμάς, όπως πιστεύαμε προηγουμένως. Η εκτίμησή μας πριν τη δεύτερη αξιολόγηση ήταν πως το QE αποτελεί “κλειδί” προκειμένου να έχουμε πρόσβαση στην αγορά, όμως αυτό δεν ήταν αλήθεια. Οι εξελίξεις έδειξαν πως δεν ήταν προϋπόθεση».