του Γεώργιου Ρήγα
(δημοσιεύτηκε στο 9ο τεύχος του περιοδικού «ΖΗΝ» του ThePressProject)


Το χρονικό της εξέγερσης

Το απόγευμα της 8ης Δεκεμβρίου 1987 σημειώθηκε ένα θανατηφόρο τροχαίο στο βόρειο τμήμα της Λωρίδας της Γάζας. Φορτηγό που οδηγούσε Ισραηλινός χτυπά και ανατρέπει δύο αυτοκίνητα προκαλώντας το θάνατο τεσσάρων Παλαιστινίων και τον τραυματισμό άλλων επτά. Τα θύματα επέστρεφαν στα σπίτια τους στον προσφυγικό οικισμό της Τζαμπαλίγια μετά από μια μέρα δουλειάς στο Ισραήλ. Η προσφορά παράτυπης χειρωνακτικής εργασίας για λογαριασμό Ισραηλινών κτηματιών ή εργολάβων αποτελούσε τότε ευρεία πρακτική για πολλούς νέους από τα Κατεχόμενα. Το γεγονός λοιπόν ότι ο Ισραηλινός οδηγός έπεσε πάνω στη φάλαγγα των αυτοκινήτων που, σχεδόν τελετουργικά, κάθε απόγευμα κατευθυνόταν από το μεθοριακό πέρασμα του Ερέζ προς το εσωτερικό της Γάζας δε θεωρήθηκε τυχαίο. Αντίθετα κυκλοφόρησε η φήμη πως η σύγκρουση ήταν εσκεμμένη και έγινε από τον οδηγό ως πράξη αντεκδίκησης για το πρόσφατο θάνατο συγγενή του από Παλαιστίνιο. Έτσι, κατά τις βραδινές ώρες της ίδια μέρας, και αφού είχε προηγηθεί η γρήγορη ταφή των νεκρών κατά το ισλαμικό έθιμο, δεκάδες εξαγριωμένοι κάτοικοι της Τζαμπαλίγια, αντί να πάνε στα σπίτια τους, κινήθηκαν προς το τοπικό φυλάκιο του Ισραηλινού στρατού. Ταραχές είχαν επανειλημμένα σημειωθεί στα Κατεχόμενα, αλλά αυτή τη φορά υπήρχε κάτι το διαφορετικό στην ατμόσφαιρα. Αν μη τι άλλο, παρά το προχωρημένο της ώρας, οι διαδηλωτές δεν διαλύονταν. Ο διοικητής του φυλακίου προσπαθούσε να καθησυχάσει και να εμψυχώσει τους άνδρες του φωνάζοντας προς το μέρος τους: «Τους ξέρετε πώς είναι! Σε λίγο θα πάνε για ύπνο και το πρωί θα πάνε στις δουλειές τους λες και δε συνέβη τίποτα».[i] Φυσικά ελάχιστοι πήγαν για ύπνο και το άλλο πρωί οι κινητοποιήσεις όχι απλά συνεχίστηκαν, αλλά εξαπλώθηκαν και σε άλλα σημεία της Γάζας. Σε αυτό το σκηνικό της κλιμακούμενης έντασης ένας υπολοχογός θα χάσει τη ψυχραιμία του, θα πυροβολήσει προς το πλήθος και ο 17χρονός Χάτεμ Αμπού Σίσι θα πέσει νεκρός. Η είδηση του θανάτου του νεαρού διαδηλωτή στις 9 Δεκεμβρίου θα μεταδοθεί αστραπιαία, δίνοντας νέα ορμή στις διαδηλώσεις που πλέον δεν περιορίζονται στη Γάζα αλλά εξαπλώνονται σε Δυτική Όχθη και Ιερουσαλήμ. Η παλαιστινιακή λαϊκή εξέγερση είναι πια γεγονός και για την περιγραφή της θα επικρατήσει η αραβική λέξη «Ιντιφάντα» που στην κυριολεξία περιγράφει το ξαφνικό τίναγμα στο οποίο επιδίδονται οι σκύλοι όταν προσπαθούν να ξεφορτωθούν ανεπιθύμητα ζωύφια από πάνω τους.

Η εξέγερση γενικεύτηκε και έγινε ένα είδος κανονικότητας για τα επόμενα δύο χρόνια παρά το ότι ο τότε υπαρχηγός του Γίασερ Αραφάτ, και σημερινός Παλαιστίνιος πρόεδρος, Μαχμούντ Αμπάς εκτιμούσε ότι δεν θα μπορούσε να αντέξει πάνω από τρεις μήνες.[ii] Ο ξεσηκωμός των Παλαιστινίων ήταν ειρηνικός υπό την έννοια ότι οι διαδηλωτές, καίτοι επεδίωκαν τη σύγκρουση με τις δυνάμεις κατοχής, δεν έφεραν άλλα όπλα εκτός από σφεντόνες, πέτρες και μολότωφ. Αυτό φαίνεται και από τα στατιστικά των απωλειών με τη συντριπτική πλειοψηφία των νεκρών και τραυματιών να προέρχονται από την παλαιστινιακή πλευρά. Xαρακτηριστικά, το 1988 έχασαν τη ζωή του 290 Παλαιστίνιοι έναντι 15 μόνο Ισραηλινών οι οποίοι, στην πλειοψηφία τους, ήταν στρατιώτες που είχαν πέσει θύματα οργανωμένων ενεδρών μακριά από τις μαζικές κινητοποιήσεις. Επί της ουσίας η Ιντιφάντα υποχώρησε μόνο όταν δρομολογήθηκαν οι ειρηνευτικές συνομιλίες στη Μαδρίτη το 1991 και όταν έκλεισε η συμφωνία του Όσλο το 1993, εξελίξεις που δύσκολα θα είχαν επισυμβεί δίχως το προηγούμενο αυτής καθαυτής της εξέγερσης.

Τα άιτια της έκρηξης και της έκπληξης

Η ένταση, ανθεκτικότητα και διάρκεια της Ιντιφάντα καταδεικνύουν πως κάθε άλλο παρά αναίτιος ήταν ο ξεσηκωμός των Παλαιστινίων. Αν όμως η εξέγερση ήταν η κορύφωση μιας προδιαγραφείσας εξέλιξης, πώς είναι δυνατόν να έπιασε στον ύπνο την ισραηλινή πολιτική ηγεσία; Το Ισράηλ, ως ένα κράτος δομημένο στα δυτικά πρότυπα, έχει θεσμοθετήσει εκείνα τα ιδρύματα και τις υπηρεσίες που παράγουν ανά τακτά διαστήματα συμβουλευτικές εμπεριστατωμένες εκθέσεις για τα ανώτατα πολιτικά κλιμάκια. Σε αυτό το πλαίσιο, ήδη από το 1985, μια σχετική επιτροπή από ειδικούς είχε επισημάνει ότι ελλοχεύει κίνδυνος γενικής έκρηξης στα Κατεχόμενα.[iii] Υπήρχαν και άλλες εκθέσεις με το ίδιο συμπέρασμα αλλά η ηγεσία έκρινε ότι πρόκειται για υπερβολές και αυτό φαίνεται από το γεγονός πως δεν προχώρησε κανένας σχεδιασμός σχετικά με την αντιμετώπιση άοπλου, πλην βίαιου, όχλου. Για παράδειγμα, το Δεκέμβριο του 1987 υπήρχε πολύ μικρό απόθεμα σε δακρυγόνα στις αποθήκες του στρατού. Επίσης όταν ξέσπασαν οι ταραχές, το Τελ Αβίβ τις υποτίμησε και γι’ αυτό, μεταξύ άλλων, ο τότε υπουργός άμυνας του Ισραήλ Γιτζάκ Ραμπίν δεν έκρινε σκόπιμο να ματαιώσει, ή έστω να συντομεύσει, ένα δεκαήμερο ταξίδι στις ΗΠΑ. Ο Ράμπιν επέστρεψε στις 21 Δεκεμβρίου και, αφού ενημερώθηκε για την κατάσταση, δήλωσε πως για τις ταραχές ευθύνονταν Δαμασκός και Τεχεράνη.[iv] Φυσικά τα πράγματα ήταν πολύ πιο σύνθετα και αυτό έγινε σαφές τους επόμενους μήνες.

Αυτό που κυρίως έσπρωξε τους Παλαιστίνιους στην εξέγερση του 1987, και τρόπον τινά παραπλάνησε την ισραηλινή ηγεσία, ήταν η οικονομική κατάσταση που επέτεινε αντί να αμβλύνει τα συναισθήματα θυμού και οργής που ούτως ή άλλως διακατέχουν ένα λαό που θεωρεί ότι ζει υπό παράνομη κατοχή. Το 1987 συμπληρώνονταν 20 χρόνια από το πέρασμα της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας υπό ισραηλινό έλεγχο και από την έναρξη μιας διαδικασίας που η Sara Roy έχει περιγράψει ως από-ανάπτυξη. Όταν ο ισραηλινός στρατός προωθήθηκε προς τα παλαιστινιακά εδάφη επέταξε και κατάσχεσε εκτάσεις για να στεγάσει βάσεις, εποικισμούς και γενικά τις υπηρεσίες της νέας διοίκησης. Το αποτέλεσμα ήταν μεγάλες αγροτικές εκτάσεις να συρρικνωθούν και η βιομηχανική δραστηριότητα να έρθει αντιμέτωπη με νέους αυστηρούς κανόνες και ελέγχους που κάθε άλλο παρά ευνοούσαν την ανάπτυξη. Εδικά οι αγρότες είδαν όχι μόνο να χάνουν σημαντικό μέρος της περιουσίας τους, αλλά και να αναπροσαρμόζεται επί τα χείρω η όλη λειτουργία της αγοράς. Συγκέκριμένα, δεν μπορούσαν πλέον να εξάγουν σε γειτονικές αραβικές χώρες, αλλά αντίθετα όφειλαν να κατευθύνουν τα προϊόντα τους προς το Ισραήλ όπου οι εκεί συνάδελφοί τους είχαν σημαντικό προβάδισμα, μιας και έπαιρναν γενναίες επιδοτήσεις. Υπό αυτές τις συνθήκες, μοναδική διέξοδος για δεκάδες χιλιάδες Παλαιστίνιους ήταν η περιστασιακή χειρωνακτική απασχόληση στο Ισραήλ, σαν αυτή που ασκούσαν οι τέσσερις νέοι των οποίων ο θάνατος προκάλεσε την Ιντιφάντα. Τέλος, λόγω των περιορισμών που επέφερε η κατοχή στην οικονομική δραστηριότητα, οι Παλαιστίνιοι συχνά δεν είχαν άλλη επιλογή από το να διοχετεύουν τα χρήματα που κέρδιζαν πίσω στο Ισραήλ μέσω της αγοράς προϊόντων που ήταν διαθέσιμα μόνο εκεί. Ένα τέτοιο στρεβλό μοντέλο κρατά την κοινωνία στάσιμη και την καθιστά παρατηρητή της ανάπτυξης που συντελείται δίπλα της και στην οποία, καίτοι έχει συνεισφέρει, της απαγορεύεται να συμμετάσχει.

Ωστόσο η ισραηλινή πλευρά είχε μια ριζικά διαφορετική οπτική. Το φαινόμενο δεν είναι πρωτόγνωρο. Είναι γνωστό πως στην αποικιοκρατία οι αποικιοκράτες δεν έβλεπαν εαυτούς ως σφετεριστές φυσικών πόρων και πρώτων υλών, αλλά ως διαφωτιστές που προσέφεραν τεράστιες υπηρεσίες στους ιθαγενείς καθώς τους έφερναν σε επαφή με τον πολιτισμό. Αντιστοίχως μετά το 1967 πολλοί Ισραηλινοί πίστευαν ότι ευεργετούσαν τους Παλαιστίνιους και συνακόλουθα είχαν επινοήσει τον όρο της λεγόμενης Καλοήθους Κατοχής. Για να καταλάβει κανείς πώς πάνω κάτω έβλεπαν την κατάσταση, αρκεί να δει το παρακάτω απόσπασμα από την αυτοβιογραφία ενός εκ των θεωρούμενων Πατέρων του Ισραήλ, του Μοσε Νταγιάν.

Στα προσφυγικά στρατόπεδα της Γάζας υπήρχε μια αληθινή οικονομική επανάσταση. Πρόσφυγες που για 19 χρόνια είχαν σπαταλήσει το χρόνο τους καθήμενοι έξω από τις καλύβες τους παίζοντας τάβλι και κάνοντας πολιτικές συζητήσεις… άρχισαν να πηγαίνουν για δουλειά… Χάρη στους υψηλούς μισθούς     στο Ισραήλ, ήταν σε θέση να βελτιώσουν όχι μόνο το βιοτικό τους επίπεδο, αλλά και τον τρόπο ζωής τους. Για πρώτη φορά μπορούσαν να αγοράσουν καινούργια ρούχα,έπιπλα και οικιακές συσκευές.[v]

Δεν πρέπει λοιπόν να ξενίζει που η αυτάρεσκη ισραηλινή ηγεσία, όντας αποκομμένη από την καθημερινότητα των κατεχομένων, αδιαφορούσε για τις ανησυχητικές εκθέσεις και εξεπλάγη με το ξέσπασμα της εξέγερσης. Και αν πολλοί στρατιώτες έσπευσαν να εκτελέσουν την προτροπή του Ράμπιν «όποιο χέρι σηκώνει πέτρα να σπάει», το έκαναν γιατί στα πρόσωπα των διαδηλωτών έβλεπαν μια ευνοημένη και κακομαθημένη γενιά Αράβων που στρεφόταν αδικαιολόγητα και με αγνωμοσύνη εναντίον των ευεργετών της.

Αποτελέσματα και παρακαταθήκη

Οι Παλαιστίνιοι πλήρωσαν ακριβά την Ιντιφάντα. Αν μη τι άλλο η οικονομική κατάσταση στα κατεχόμενα επιδεινώθηκε, αφού η πρόσβαση στο Ισραήλ για εργασία έγινε αρκετά πιο δύσκολη, με αποτέλεσμα το χάσμα μεταξύ των δύο λαών να διευρυνθεί. Η ίδια η κατοχή εντάθηκε αφού αυξήθηκαν οι έλεγχοι και οι επιδρομές του στρατού στις γειτονιές των Παλαιστινίων. Επίσης, πέρα από τους εκατοντάδες νεκρούς και τους χιλιάδες τραυματίες υπήρχαν και οι δεκάδες χιλιάδες που τέθηκαν για κάποιο διάστημα υπό κράτηση. Σε πολιτικό επίπεδο, η μη ανάδειξη νέας αδιαφιλονίκητης ηγετικής φιγούρας οφείλεται λιγότερο στις χαρισματικές ικανότητες του Αραφάτ και περισσότερο στον ταχύ εντοπισμό και σύλληψη από τους Ισραηλινούς όλων εκείνων που πρωτοστατούσαν στις κινητοποιήσεις. Στο χώρο του πολιτικού Ισλάμ, η ηγεσία του τοπικού βραχίονα της Μουσουλμάνικης Αδελφότητας αποφάσισε να λάβει μέρος στην εξέγερση μέσω μια καινούργιας συλλογικότητας με την επωνυμία Ισλαμικό Κίνημα Αντίστασης, που έγινε γνωστότερη με το αραβικό αρκτικόλεξο Χαμάς. Η Χαμάς μάλιστα, παρότι εμφανίστηκε πρώτη φορά στις αρχές του 1988, επιμένει να τοποθετεί την ίδρυσή της τον Δεκέμβριο του 1987 για να ταυτίζεται ακόμα περισσότερο με την Ιντιφάντα.

Τα παιδιά με τις πέτρες δεν έφεραν την ολική απελευθέρωση, αλλά έφεραν σε άβολη θέση το Ισραήλ και ανάγκασαν τον Ράμπιν να έρθει σε συνεννόηση με τον Αραφάτ και να παραχωρήσει περιορισμένη αυτονομία στους Παλαιστίνιους. Η εν λόγω διαδικασία τελικά κατέρρευσε, αλλά τα κεκτημένα για την παλαιστινιακή πλευρά ανετράπησαν μόνο μερικώς. Μάλιστα, στο συλλογικό θυμικό εντυπώθηκε πως η λαϊκή εξέγερση αποτελεί το καλύτερο διαπραγματευτικό χαρτί. Σε αυτό το πνεύμα πολλοί θεωρούν πως η αποχώρηση του Ισραήλ από τη Γάζα το 2005 οφείλεται στη δεύτερη Ιντιφάντα του 2000. Οι παραπάνω ισχυρισμοί βασίζονται στο ότι το Τελ Αβίβ ακόμα δεν έχει βρει ικανό αντίμετρο απέναντι στο ενδεχόμενο της λαϊκής εξέγερσης. Το Ισραήλ βγήκε νικηφόρο απ’ όλους τους πολέμους και σήμερα πια κανένα κράτος στην περιοχή δεν το αμφισβητεί. Ακόμη και η κόντρα με το Ιράν είχε σαν κεντρικό θέμα επί χρόνια όχι αν χτυπηθεί το Ισραήλ, αλλά αν αυτό θα χτυπήσει ή όχι το Ιράν. Τέλος, Χεζμπολάχ και Χαμάς σε Λίβανο και Γάζα αντίστοιχα προσέχουν να μην προκαλέσουν μια ανεπιθύμητη σύγκρουση με την παντοδύναμη ισραηλινή πολεμική μηχανή. Και όμως, μέσα σε αυτό το σκηνικό της οιονεί απόλυτης ισραηλινής υπεροπλίας και ανωτερώτητας, μόλις λίγους μήνες πριν, ο γνωστός για τις άκαμπτες θέσεις του Νετανιάχου αναγκάστηκε σε ταπεινωτική υποχώρηση στην κρίση με τους μεταλλικούς ανιχνευτές στις εισόδους της Πλατείας των Τεμένων στην Ιερουσαλήμ. Τι φοβήθηκε; Μα φυσικά μια ανεξέλεγκτη και μη διαχειρίσιμη νέα Ιντιφάντα. Και αν στην παρούσα συγκυρία με την αναγνώριση της Ιερουσαλήμ από τον Τραμπ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ, κάτι κάνει τον αμερικανό πρόεδρο να επικαλείται τεχνικούς λόγους για την μη άμεση μεταφορά της πρεσβείας, είναι αυτός ακριβώς ο φόβος.



[i]Ze’ev Schiff &Ehud Ya’ari, Intifada: The PalestinianUprising – Israel’s Third Front(New York: Simon & Schuster, 1990),26.
[ii]Ibid., 123.
 Yehuda Lukacs, Israel, Jordan, and the Peace Process (New York: Syracuse University Press, 1999), 59.
[iv]Schiff &Ya’ari, Intifada,123.
[v]Moshe Dayan, Dayan, Story of my Life (Boston: Da Capo Press, 1992), 401-402.