Μέχρι την περίοδο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, κάθε ψήφιση προϋπολογισμού συνοδευόταν από την απειλή αποχώρησης βουλευτών και κοινωνικής αναταραχής, που πήγαιναν χέρι-χέρι. Χθες το βράδυ ο Κυριάκος Μητσοτάκης είπε ότι όταν έρθει εκείνος στα πράγματα, θα εφαρμόσει την ίδια πολιτική αλλά χωρίς αναστολές. Είπε επί λέξει ότι η Ελλάδα χρειάζεται:

μια αποφασισμένη ηγεσία που θα το εφαρμόσει [το πρόγραμμα] χωρίς αναστολές και επιφυλάξεις και σίγουρα χωρίς την ανάγκη εξωτερικών παραινέσεων. Γιατί θα το πιστεύει.

Είναι απορίας άξιο σε ποιον απευθύνεται αυτή η επικοινωνιακή στρατηγική, αλλά αυτό είναι ένα ζήτημα που πρέπει να επιλύσει εσωτερικά η Νέα Δημοκρατία. Με τον 8ο χρόνο λιτότητας προ των πυλών, η άποψη ότι η λύση είναι περισσότερη λιτότητα και ότι το πρόβλημα είναι ότι δεν ακολουθούμε αρκετά πιστά το μνημόνιο θα έπρεπε να κυμαίνεται μεταξύ ανοησίας και κακόγουστου αστείου. Από την αξιωματική αντιπολίτευση όμως, αυτό προτείνεται ως «ρεαλισμός» και «μάχη ενάντια στον λαϊκισμό». Η σημασία του πράγματος για την κεντρική πολιτική σκηνή είναι ότι για πρώτη φορά έχουμε μία αντιπολίτευση που θέλει να ασκήσει την ίδια πολιτική αλλά ακόμη πιο άγρια.

Εκτός των νέων περικοπών για το 2018 (περικοπή συντάξεων, επιδομάτων, αύξηση 900 εκατ. σε άμεσους και έμμεσους φόρους), η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ έχει ψηφίσει από το καλοκαίρι του 2017 προκαταβολικά τα μέτρα για το 2019 και το 2020 (περικοπή συντάξεων και νέα μείωση αφορολογήτου) και από το καλοκαίρι του 2016 τον «κόφτη» δαπανών, για το ενδεχόμενο κάποια στιγμή μια ελληνική κυβέρνηση να αποτύχει να υλοποιήσει τους μνημονιακούς στόχους της περιόδου… «μετά το μνημόνιο». Η αναφορά στο ότι το μνημόνιο δεν τελειώνει με το τέλος του προγράμματος είναι εύγλωττη και θα αποδειχθεί σημαίνουσα. 

Πάντοτε οι κυβερνήσεις φορτώνουν την αδυναμία τους να ανταποκριθούν στις υποσχέσεις τους στο χάος που έχουν παραλάβει από τους προηγούμενους. Στην προκειμένη περίπτωση, το γεγονός ότι υπάρχουν οι μνημονιακές δεσμεύσεις που ξεπερνούν τον ορίζοντα της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, αν αυτός δεν επανεκλεγεί, σημαίνει ότι η Νέα Δημοκρατία θα μπορεί χωρίς κανένα πρόβλημα να ασκεί αυτή την πολιτική που τόσο της αρέσει κατηγορώντας κι αυτή τους προηγούμενους.

Σε αυτό το πλαίσιο όπου οι διαφωνίες είναι ανύπαρκτες και η συζήτηση φουντώνει όταν συζητείται το κότερο του Πάνου Καμμένου, ο μόνος χαμένος είναι οι πολίτες που θα υφίστανται τα αποτελέσματα της διαιώνισης της πολιτικής λιτότητας χωρίς καμία αντίσταση. Όσο κυβέρνηση και αντιπολίτευση μοιάζουν όλο και περισσότερο, και όσο η πορεία μετά το τρίτο μνημόνιο είναι προδιαγεγραμμένη,
τόσο η συζήτηση αποπολιτικοποιείται και μετατρέπεται σε διαγωνισμό ατάκας. Το λάθος του Μητσοτάκη με τη φράση που ο Αϊνστάιν δεν είπε ποτέ, ο «Φαραός» του Τσακαλώτου είναι πολύ χρήσιμες αφορμές για αστεία στα κοινωνικά μέσα, και συμφέρει και τα δύο κόμματα να στρέφουν τη συζήτηση οπουδήποτε αλλού εκτός από το ότι η ασκούμενη πολιτική είναι εσφαλμένη και βάρβαρη.

Αφού διασκεδάσουμε με τις ατάκες που ακούστηκαν (ξέρετε ότι δεν έχουμε κανένα πρόβλημα με αυτό, κάθε άλλο) θα βρεθούμε αντιμέτωποι με το ένα και μοναδικό πρόβλημα αυτού του προϋπολογισμού: αυτή η πολιτική είναι εσφαλμένη, βάρβαρη και για πρώτη φορά διακομματικά αποδεκτή.