Την ερχόμενη Πέμπτη, 11 Ιανουαρίου, αναμένεται να ανακοινωθεί η απόφαση σχετικά με το εάν είναι εφικτές οι διαπραγματεύσεις και να δοθεί μια πιο ξεκάθαρη εικόνα για το γερμανικό πολιτικό σκηνικό.
 
«Τα νέα δεδομένα στην Ευρώπη και η νέα σύνθεση του γερμανικού κοινοβουλίου δείχνει ότι βρισκόμαστε σε μια νέα εποχή, η οποία απαιτεί μια νέα πολιτική» αναφέρει ο Λ. Κλίνγκμπαϊλ.
 
«Για τη νέα αυτή πολιτική, αλλά και την αναζήτηση απαντήσεων στις σύγχρονες κοινωνικές προκλήσεις θα συζητήσουμε τις επόμενες μέρες. Υπάρχουν 15 ομάδες εργασίας που συζητούν όλα τα ανοιχτά ζητήματα. Σε άλλες σημειώνεται πρόοδος σε άλλες όχι. Συμφωνήσαμε να μην ενημερώνουμε την κοινή γνώμη για την πορεία των διαβουλεύσεων της κάθε ομάδας εργασίας» προσθέτει.
 
Την ίδια στιγμή διχασμένοι παραμένουν οι πολίτες καθώς το 53% των Γερμανών θεωρεί πλέον δεδομένη μια συγκυβέρνηση των δύο μεγάλων κομμάτων, ενώ την ίδια στιγμή το 54% θεωρεί ότι ο μεγάλος συνασπισμός θα έχει θετική επίδραση στη χώρα, σύμφωνα με δημοσκόπηση του ινστιτούτου Emnid για λογαριασμό της κυριακάτικης Bild.

Οι «Πράσινοι» ως δεκανίκι
 

Οι Πράσινοι ωστόσο έχουν αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο συνεργασίας με τους Χριστιανοδημοκρατικούς σε περίπτωση οι συζητήσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης πέσουν στο κενό, όπως δήλωσε ο συμπρόεδρος του κόμματος Τσεμ Εζντεμίρ.
 
«Είμαστε έτοιμοι να διεξαγάγουμε νέες συζητήσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης σε περίπτωση αποτυχίας των συνομιλιών μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών, διότι σε αντίθεση με την ηγεσία του Φιλελεύθερου Κόμματος της Γερμανίας (FDP) για μας έρχεται πρώτα η χώρα και μετά το κόμμα» είπε ο Τσεμ Εζντεμίρ, σε συνέντευξή του στην «Saarbruecker Zeitung».
 
Στο ερώτημα της γερμανικής εφημερίδας εάν η πρόθεση αυτή συνεργασίας ισχύει και για την περίπτωση σχηματισμού κυβέρνησης μειοψηφίας των Χριστιανοδημοκρατών, το ηγετικό στέλεχος των Πρασίνων απάντησε «ναι, εάν εξαιρέσουμε το θέμα της προστασίας του κλίματος. Με μας δεν μπορεί να υπάρξει συνεργασία χωρίς κανένα τίμημα» και πρόσθεσε πως το κόμμα του δεν προτίθεται να συμμετάσχει σε μια κυβέρνηση «στην οποία η προστασία του κλίματος και του περιβάλλοντος δεν προωθούνται επαρκώς».