Δημοσιεύτηκε στο Project Syndicate.

Η ταχεία εξάπλωση της ανυπακοής σε μεγάλες και μικρές πόλεις του Ιράν, που ξεκίνησε στα τέλη Δεκεμβρίου εξέπληξε τους πάντες – μαζί και τον πρόεδρο Χασάν Ροχανί και τη μεταρρυθμιστική του κυβέρνηση, πολλούς πολίτες και παρατηρητές. Ξεκίνησε  από το Μασάντ, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Ιράν, τόπο θρησκευτικού προσκυνήματος, και οχυρό των συντηρητικών αντιπάλων του Ροχανί, αλλά οι διαδηλώσεις επεκτάθηκαν σε πολλές μικρότερες πόλεις με μία ταχύτητα και δυναμική που λίγοι θα μπορούσε να έχουν προβλέψει.

Οι διαδηλώσεις στο Ιράν, που πυροδοτήθηκαν από το αυξανόμενο κόστος ζωής και τις εντεινόμενες οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, πολύ γρήγορα πήραν τη μορφή μιας αμφισβήτησης του ίδιου του πολιτεύματος. Παρότι ένα μεγάλο μέρος του θυμού κατευθύνθηκε προς την πλευρά του συντηρητικού θρησκευτικού κατεστημένου, υπό την ηγεσία του Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, οι μεταρρυθμιστές έχουν να χάσουν όσα και οι συντηρητικοί αντίπαλοί τους.

Οι ιρανοί μεταρρυθμιστές δεν είναι συνηθισμένοι να βρίσκονται στο στόχαστρο της λαϊκής οργής όπως τώρα.  Στις προεδρικές εκλογές του Μαΐου του 2017 στο Ιράν οι μεταρρυθμιστές προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια υποσχόμενοι ένα πιο  ελπιδοφόρο μέλλον.  Αυτός ο ιστορικός ρόλος βρίσκεται τώρα σε σύγκρουση με την σημερινή ευθύνη τους  να αποκαταστήσουν τον νόμο και την τάξη στις αστικές περιοχές του Ιράν.

Ο Ροχανί εξελέγη για δεύτερη φορά  πριν από λιγότερο από επτά μήνες, εξασφαλίζοντας απόλυτη πλειοψηφία, με το 57% των ψήφων, με υψηλή εκλογική συμμετοχή. Τα πρόσφατα γεγονότα φαίνεται ότι δείχνουν πως πολλοί νεαροί Ιρανοί αμφιβάλλουν αν ο Ροχανί μπορεί πράγματι να εξασφαλίσει μεγαλύτερη ευημερία και μία ηπιότερη εκδοχή της ισλαμικής διακυβέρνησης από αυτή των πιο σκληροπυρηνικών αντιπάλων του.

Ίσως  ο μεγαλύτερος κίνδυνος από το κύμα της διαμαρτυρίας αφορά τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις που έχει σχεδιάσει ο Ροχανί. Οι διαδηλώσεις ξέσπασαν παρά τα δύο χρόνια της σχετικής βελτίωσης της ιρανικής οικονομίας. Παρότι η Τεχεράνη δέχεται πιέσεις από τις χαμηλές τιμές του πετρελαίου στη διεθνή αγορά και την ισχνή εισροή ξένων επενδύσεων, οι οικονομικοί δείκτες κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση από τον Ιανουάριο του 2016, όταν, αμέσως μετά τη συμφωνία του 2015 για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, πολλές από τις διεθνείς κυρώσεις είχαν αρθεί.

Σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το ΑΕΠ του Ιράν αυξάνεται με έναν ετήσιο ρυθμό που ξεπερνά το 4%, με ενθαρρυντικές ενδείξεις ότι στην μετά τις κυρώσεις εποχή η ανάπτυξη επεκτείνεται και σε τομείς που δεν σχετίζονται με το πετρέλαιο. Πέρσι η ανάπτυξη έφτασε το 12,5% κυρίως χάρη στην αποκατάσταση των εξορύξεων και εξαγωγών πετρελαίου. Παρότι ο πληθωρισμός παραμένει υψηλός, περίπου στο 10%, αυτό συνιστά μία σημαντική βελτίωση, από τα ύψη στα οποία είχε φτάσει όταν εφαρμόζονταν οι κυρώσεις.

Φυσικά δεν υπάρχει μία γραμμική σχέση που να συνδέει τους οικονομικούς δείκτες με το δημόσιο αίσθημα. Παρότι πιστεύεται γενικά ότι οι πολιτικές αναταραχές οφείλονται στις οικονομικές δυσκολίες, η πραγματικότητα σπανίως είναι τόσο απλή. Στη Μέση Ανατολή για παράδειγμα, τόσο η Ισλαμική Επανάσταση του 1979 στο Ιράν, όσο και οι εξεγέρσεις της Αραβικής Άνοιξης του 2011 ήρθαν μετά από αναπάντεχες αυξήσεις των τιμών του πετρελαίου, δημιουργώντας μεγαλύτερη ευημερία στην περιοχή.

Παρ’  όλα αυτά, η βελτίωση στην ιρανική οικονομία που ακολούθησε την πυρηνική συμφωνία του 2015 δεν έφτασε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Η μεγαλύτερη απογοήτευση φαίνεται να είναι πως η ανάπτυξη δεν μπόρεσε να μειώσει τα δραματικά επίπεδα της ανεργίας. Το ποσοστό ανεργίας πλησιάζει το 13%, ενώ το ποσοστό της ανεργίας στους νέους -που επισήμως υπολογίζεται στο 29% αλλά είναι πιο κοντά στο 40%- είναι ανάμεσα στα υψηλότερα ποσοστά στον κόσμο.

Σήμερα αυτή η δυσαρέσκεια βρίσκεται στην καρδιά της λαϊκής αγανάκτησης, ιδίως ανάμεσα στην νεολαία των πόλεων που επηρεάζεται αρνητικά και που βοήθησε στην πυροδότηση του τελευταίου κύκλου διαμαρτυριών. Η ανεργία είναι υψηλότερη ανάμεσα σε όσους έχουν πανεπιστημιακή εκπαίδευση, ιδίως τις γυναίκες. Ενώ περισσότερες ιρανές σπουδάζουν στα πανεπιστήμια σήμερα, σε σύγκριση με τους άντρες, τα ποσοστά της γυναικείας απασχόλησης στο Ιράν μόλις φτάνουν το 15% τη χρονιά που πέρασε, σημειώνοντας πτώση από το 20% πριν από μία δεκαετία.

Η δημιουργία θέσεων απασχόλησης θα εξακολουθήσει να αποτελεί την κύρια πρόκληση για την κυβέρνηση του Ροχανί.  Καθότι περίπου 840.000 άνθρωποι αναμένεται να μπουν στην αγορά εργασίας μόνο το ερχόμενο έτος, ακόμη και η σταθεροποίηση της ανεργίας βραχυπρόθεσμα θα είναι πολύ δύσκολη.  Με δεδομένο ότι περισσότερο από το 40% του πληθυσμού βρίσκεται ανάμεσα στις ηλικίες των 15 και των 34 ετών, η προσθήκη επαρκών θέσεων εργασίας μακροπρόθεσμα θα είναι εξίσου δύσκολη.

Σε αυτό το πλαίσιο, οι πρόσφατες αναταραχές αποδυνάμωσαν τους μεταρρυθμιστές στο Ιράν, αμφισβητώντας το μονοπώλιο της ελπίδας και διαρρηγνύοντας τον δεσμό  ανάμεσα στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της κυβέρνησης που χρησιμοποιούνται προκειμένου να λυθούν τα οικονομικά προβλήματα του Ιράν,  και του στόχου της εμβάθυνσης της λαϊκής στήριξης.   Οι μεταρρυθμιστές στο Ιράν επίσης κινδυνεύουν να χάσουν πολιτικό έδαφος από τους σκληροπυρηνικούς αντιπάλους τους, οι οποίοι αναμένεται να υιοθετήσουν μία σκληρή στάση στο ζήτημα της ασφάλειας, ζημιώνοντας την πολιτική της σταδιακής χαλάρωσης των περιορισμών του Ροχανί.

Υπάρχει ωστόσο και κάτι θετικό για τους μεταρρυθμιστές: Αν και πολλοί Ιρανοί επιθυμούν την οικονομική βελτίωση, πολύ περισσότεροι είναι αυτοί που φοβούνται μία πιθανή διολίσθηση στην αναρχία και το χάος. Σε αντίθεση με τις διαμαρτυρίες του 2009, και έχοντας υπόψη την γενική απογοήτευση που ακολούθησε   τις εξεγέρσεις της Αραβικής Άνοιξης,  η μεσαία τάξη στο Ιράν  έχει μέχρι τώρα δείξει προσοχή παρακολουθώντας τις διαδηλώσεις με ανησυχία και από απόσταση.

Παραδόξως αυτός ακριβώς ο παράγοντας του φόβου – και  όχι η ελπίδα της αλλαγής  εκ μέρους των πληττόμενων Ιρανών-  μπορεί ακόμα να σώσει το πρόγραμμα του Ροχανί. 

O Hassan Hakimian είναι διευθυντής του London Middle East Institute και Αναπληρωτής Καθηγητής Οικονομικών στο SOAS, University of London, έχει συνεπιμεληθεί τον τόμο Iran and the Global Economy: Petro Populism, Islam and Economic Sanctions.