του Eric Toussaint

Εδώ το μέρος 1ο
Εδώ το μέρος 2ο


Πώς, το τσαρικό καθεστώς, εξαγόραζε τον γαλλικό Τύπο για να συνεχίζει την έκδοση τίτλων του χρέους

Από το τέλος του 19ου αιώνα, η τσαρική αυτοκρατορία προτιμούσε τη χρηματοπιστωτική αγορά του Παρισιού ως τόπο έκδοσης των δανείων της. Οι τίτλοι αγοράζονται από πολλούς Γάλλους μικροεισοδηματίες. Στις αρχές του 20ου αιώνα, τα δάνεια αυτά αποκτούν ακόμα μεγαλύτερη σημασία για την διατήρηση του τσαρικού καθεστώτος – μιας μεγάλης δύναμης με μικρή οικονομική ανάπτυξη- καθώς αυτό βυθίζεται στο τέλμα ενός πολέμου με την Ιαπωνία, από το 1904 ως το 1905, και προσπαθεί να συγκρατήσει την δυσαρέσκεια, καταστέλλοντας το επαναστατικό κίνημα του 1905. Το 1906, βγαίνοντας ηττημένο από τον πόλεμο κατά της Ιαπωνίας, το καθεστώς εκδίδει ένα σημαντικό δάνειο στο Παρίσι. Ο Arthur Raffalovitch, διπλωμάτης και μυστικοσύμβουλος του ρωσικού Υπουργείου οικονομικών στο Παρίσι, είναι επιφορτισμένος, ως τον Α παγκόσμιο πόλεμο με την προώθηση των ρωσικών δανείων στο Παρίσι. Τις επιστολές του προς τους ιεραρχικά ανώτερούς του στην τσαρική κυβέρνηση είναι που διάβασε ο Μπορίς Σουβαρίν και μπόρεσε να αποκαλύψει την υπόθεση διαφθοράς και εκβιασμών στην οποία εμπλέκονταν πολλές εφημερίδες, ειδικότερα του Παρισιού (όπως οι Le Figaro, Le Petit Journal, Le Temps ή ακόμη Le Matin), μεγάλες γαλλικές τράπεζες (ειδικότερα η Crédit lyonnais και η Banque de Paris et des Pays-Bas, μέλλουσα BNP Paribas), γερουσιαστές και Γάλλοι υπουργοί. Μεταξύ αυτών βρίσκουμε τον Ραιμόν Πουανκαρέ (Raymond Poincaré), που αμφισβητήθηκε για τον ρόλο που έπαιξε όταν ήταν πρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός εξωτερικών, το 1912 (ο υπουργός οικονομικών του, Λουί-Λυσιέν Κλοτζ (Louis-Lucien Klotz), κατηγορήθηκε και αυτός). Ο Πουανκαρέ έγινε στην συνέχεια Πρόεδρος της Δημοκρατίας, από το 1913 ως το 1920, και είναι και πάλι πρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός εξωτερικών όταν ξέσπασε το σκάνδαλο. Σημειωτέον ότι η υπόθεση αυτή δεν τον ενόχλησε: παρέμεινε πρόεδρος της κυβέρνησης ως τον Ιούνιο του 1924, και γίνεται εκ νέου το 1926, κατέχοντας, ως μπόνους… την θέση του υπουργού οικονομικών! Ο ρόλος του εκπροσώπου των χρηματιστηριακών πρακτόρων του Παρισιού – που πουλούσαν τους τίτλους χρέους στους επενδυτές – υπήρξε κεντρικός στον εκβιασμό που ασκήθηκε στην κυβέρνηση του τσάρου. Μεταξύ 1900 και 1914, 6,5 εκατομμύρια φράγκα καταβλήθηκαν στον γαλλικό Τύπο από την ρωσική κυβέρνηση.

Όταν ξεσπά η υπόθεση, η διαφθορά του Τύπου δεν αποτελεί κάτι το καινοφανές όσον αφορά τον κόσμο του χρηματιστηρίου, εφόσον ένα σκάνδαλο τον 19ο αιώνα είχε αποκαλύψει ότι το δάνειο που έπρεπε να χρηματοδοτήσει την κατασκευή της διώρυγας του Παναμά και είχε εκδοθεί στη Γαλλία είχε προωθηθεί με τις ίδιες μεθόδους. Στην υπόθεση των ρωσικών δανείων, η τσαρική κυβέρνηση και οι γαλλικές τράπεζες που εξέδιδαν τους τίτλους αγόραζαν «διαφήμιση» στις μεγάλες εφημερίδες που εξήραν τότε την χρηματοοικονομική κατάσταση της Ρωσίας και τη βιωσιμότητα του χρέους του τσάρου. Σύμφωνα με την αλληλογραφία του τσαρικού πράκτορα Ραφάλοβιτς, η διαφήμιση αυτή περιλάμβανε επίσης λογοκρισία –γεγονότα όπως η δεινή θέση της Ρωσίας στον πόλεμό της κατά της Ιαπωνίας ή το επαναστατικό κίνημα του 1905 δεν θα ήταν θετικό να γίνουν γνωστά στους εν δυνάμει επενδυτές. Η αλληλογραφία αυτή δείχνει ακόμη και εικονικούς συνδρομητές σε ορισμένες εφημερίδες! Ο πρόεδρος των χρηματιστηριακών πρακτόρων, οι διεφθαρμένοι διευθυντές εφημερίδων και πολιτικοί υπεύθυνοι επωφελήθηκαν της κατάστασης αυτής για να εκβιάσουν την ρωσική κυβέρνηση, να απαιτήσουν αυξημένες πληρωμές και να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους.

Οι αποκαλύψεις της L’Humanité βασίζονται σε αυθεντικά έγγραφα. Μεταξύ των εφημερίδων που κατηγορεί η L’Humanité, μόνο η Le Matin έκανε μήνυση κατά της κομμουνιστικής εφημερίδας. Από την πρώτη ημέρα της δίκης, ο Βλαντιμίρ Κοκόβτσοφ (Vladimir Kokovtsov), υπουργός οικονομικών του τσάρου σχεδόν αδιαλείπτως από το 1904 ως το 1914 και πρόεδρος της τσαρικής κυβέρνησης από το 1911 ως το 1914, καλείται ως μάρτυρας. Αντιδραστικός και εξόριστος στην Γαλλία, δεν τον συμφέρει να κατηγορήσει άμεσα τον Τύπο, αλλά βεβαιώνει περί της τιμιότητας του παλαιού του συνεργάτη, Ραφάλοβιτς. Σημειωτέον ότι αν η L’Humanité καταδικάζεται εν τέλει, είναι καθαρά για τυπικούς λόγους, εφόσον το δικαστήριο αναγνώρισε την αυθεντικότητα της αλληλογραφίας που αποκαλύφθηκε και δεν επιδικάζει στην Matin παρά μόνο 10.000 φράγκα, ενώ η εφημερίδα ζητούσε 1.500.000 από την L’Humanité. Σημειωτέον επίσης ότι, το 1924, ο Μορίς Μπινώ-Βαριλά (Maurice Bunau-Varilla), ιδιοκτήτης της Le Matin που εμπλέκεται άμεσα στην υπόθεση, δεν κρύβει πλέον την συμπάθειά του για τους απολυταρχικούς εθνικισμούς που αρχίζουν να εγκαθιδρύονται στην Ευρώπη για να καταπολεμήσουν τον κομμουνισμό. Στηρίζει την φασιστική Ιταλία και, λίγα χρόνια αργότερα, την ναζιστική Γερμανία. Κατά την κατοχή και το καθεστώς του Βισύ (Vichy), η εφημερίδα Le Matin συνεργάζεται, ενώ απαγορεύεται με την Απελευθέρωση.


Η L’Humanité της 5ης Δεκεμβρίου 1923 

Ενώ τον Φλεβάρη του 1918, οι ρωσικοί τίτλοι είχαν αποκηρυχθεί από την σοβιετική κυβέρνηση, συνέχισαν να αποτελούν αντικείμενο συναλλαγών ως την δεκαετία του 1990.

Η πολιτική της γαλλικής αλλά και άλλων κυβερνήσεων συνδέεται άμεση με αυτή την μετά θάνατον ζωή.

Τα ρωσικά δάνεια δεν πεθαίνουν ποτέ

Το 1919, η γαλλική κυβέρνηση συνέταξε ένα κατάλογο των κατόχων ρωσικών τίτλων στην Γαλλία: 1.600.000 άτομα δήλωσαν ότι ήταν κάτοχοι. Φαίνεται πως οι ρωσικοί τίτλοι αντιπροσώπευαν 33% των ξένων ομολόγων που κατείχαν κάτοικοι Γαλλίας. Αυτό εκπροσωπούσε το 4.5 % της περιουσίας των Γάλλων. 40% ως 45 % του ρωσικού χρέους κατέχονταν στην Γαλλία. Ένας από τους κύριους ρωσικούς τίτλους που ανταλλάσσονταν στο χρηματιστήριο του Παρισιού ήταν το περίφημο δάνειο του 1906 που είχε προκαταβολικά καταγγείλει το Σοβιέτ της Πετρούπολης, τον Δεκέμβρη του 1905. Το μαζικό αυτό δάνειο είχε εκδοθεί στο Παρίσι τον Ιούνιο του 1906, για ποσό 2,25 δις φράγκων. Προορίζονταν να επιτρέψει στο τσαρικό καθεστώς να συνεχίσει να αποπληρώνει παλαιά χρέη και να ανορθώσει τα οικονομικά μετά την καταστροφή του ρωσο-ιαπωνικού πολέμου. Η Crédit lyonnais |28|, η γαλλική τράπεζα που είχε ειδικευθεί στις εκδόσεις ρωσικού χρέους, αποκόμιζε από τα δάνεια αυτά 30 % των εσόδων της, πριν το 1914.

Κατά την περίοδο που προηγήθηκε και ακολούθησε την αποκήρυξη των χρεών από την σοβιετική κυβέρνηση, 72 % των τίτλων του δανείου του 1906 βρίσκονταν στην Γαλλία και αποτελούσαν αντικείμενο συναλλαγών στο χρηματιστήριο του Παρισιού.

Ένας πολύ υψηλός βαθμός συνενοχής συνένωνε το τσαρικό καθεστώς, την γαλλική κυβέρνηση, τους Γάλλους τραπεζίτες που εξέδιδαν τους ρωσικούς τίτλους (με την Crédit lyonnais στην πρώτη γραμμή, αλλά και την Société générale και την Banque de l’union parisienne |29|), τους μεγάλους χρηματιστηριακούς πράκτορες και τον γαλλικό Τύπο που είχε εξαγοραστεί από τον απεσταλμένο του τσάρου.


Οι τραπεζίτες πραγματοποιούσαν σημαντικά κέρδη χάρη στις προμήθειες που εισέπρατταν την στιγμή της έκδοσης και χάρη στις κερδοσκοπικές πράξεις πώλησης και αγοράς επί των ρωσικών τίτλων. Το έκαναν χωρίς να αναλαμβάνουν σημαντικό ρίσκο καθώς αυτόν τον αναλάμβαναν οι μικρο-επενδυτές. Οι ιδιοκτήτες των εφημερίδων τσέπωναν τα χρήματα που τους έδινε ο απεσταλμένος του τσάρου. Σημαίνοντα μέλη της κυβέρνησης, λαδώνονταν κι εκείνα. Σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο, ο τσάρος ήταν πρώτης κατηγορίας σύμμαχος της κυβέρνησης της Γαλλίας και των μεγάλων γαλλικών κεφαλαιοκρατικών ομίλων που επένδυαν στην Ρωσία (όπως οι Βέλγοι κεφαλαιοκράτες).

Κατά την διάρκεια του πολέμου, η γαλλική κυβέρνηση ήταν εκείνη που κατέβαλε τους τόκους που δικαιούνταν κάθε κάτοχος τίτλου. Ο τόκος ήταν 5%. Το ποσό των τόκων που κατέβαλε η γαλλική κυβέρνηση αντί της ρωσικής αυτοκρατορίας προστέθηκε, στην συνέχεια, στο χρέος της Ρωσίας προς την Γαλλία. Η ανατροπή του τσάρου από τον ρωσικό λαό, τον Φλεβάρη του 1917, αποτέλεσε αρνητικό γεγονός για την γαλλική κυβέρνηση που εναπόθεσε τις ελπίδες της στην προσωρινή κυβέρνηση, αφού η τελευταία θα αναλάμβανε τα χρέη που είχε συνάψει ο τσάρος. Τα πράγματα χάλασαν πραγματικά όταν οι μπολσεβίκοι και οι σύμμαχοί τους, οι αριστεροί σοσιαλιστές βρέθηκαν στη κυβέρνηση χάρη στα σοβιέτ, το Νοέμβρη του 1917. Όταν η σοβιετική κυβέρνηση ανέστειλε την αποπληρωμή του χρέους, τον Ιανουάριο του 1918, η γαλλική κυβέρνηση κατέβαλε και πάλι τους τόκους των ρωσικών τίτλων στους κατόχους τίτλων. Όταν η σοβιετική κυβέρνηση αποκήρυξε όλα τα χρέη του τσάρου και εκείνα της προσωρινής κυβέρνησης, η Γαλλία αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τα μεγάλα μέσα κι ετοιμάστηκε να στείλει στρατό στην Ρωσία. Από τον Ιούλιο του 1918, τέσσερις μήνες πριν υπογραφεί η ανακωχή με την γερμανική αυτοκρατορία, η κυβέρνηση έστειλε γαλλικά στρατεύματα σε ενίσχυση των βρετανικών που είχαν πάρει το Μούρμανσκ, στον Βορρά της Ρωσίας. Στη συνέχεια, στάλθηκαν άλλες δυνάμεις για την κατοχή του Αρχαγγέλσκ. Μετά την υπογραφή της ανακωχής με το Βερολίνο, η Γαλλία έστειλε στρατεύματα στην Μαύρη Θάλασσα για να βομβαρδίσει με πολεμικά πλοία θέσεις του κόκκινου στρατού. Αυτό προκάλεσε ανταρσία μεταξύ των Γάλλων ναυτών. Η επίθεση κατά της σοβιετικής Ρωσίας δεν είχε βέβαια ως μόνο κίνητρο την αποκήρυξη του χρέους: οι διάφορες δυνάμεις που συμμετείχαν ήθελαν να θέσουν τέλος σε μια εστία επαναστατικής μόλυνσης. Όμως, τα χρηματοοικονομικά συμφέροντα της Γαλλίας και των καπιταλιστών αποτέλεσαν ισχυρό κίνητρο. Οι γαλλικές αρχές στήριζαν οικονομικά τους λευκούς Ρώσους στρατηγούς στον αγώνα τους να ανατρέψουν τους μπολσεβίκους, διότι είχαν δηλώσει πως αναγνώριζαν τα χρέη του τσάρου. Το Παρίσι στήριζε επίσης τους Πολωνούς και τους Ουκρανούς πολιτικούς και στρατιωτικούς καθώς και εκείνους των δημοκρατιών της Βαλτικής που αποκτούσαν την ανεξαρτησία τους ή μάχονταν γι’αυτήν, ελπίζοντας ότι οι αρχές των νέων ανεξάρτητων Κρατών θα αναλάμβαναν ένα μέρος των τσαρικών χρεών. Όταν οι σοβιετικοί υπέγραψαν από το 1920 συνθήκες με τις δημοκρατίες της Βαλτικής και την Πολωνία, μέσω των οποίων θεωρούσαν ότι οι χώρες αυτές δεν έπρεπε καθόλου να αναλάβουν τα τσαρικά χρέη, το Παρίσι το πήρε πολύ άσχημα.

Τί συνέβη για τους κατόχους ρωσικών τίτλων μετά την αποκήρυξη των χρεών που δημοσιεύτηκε τον Φλεβάρη του 1918;

Στην Γαλλία, τον Σεπτέμβρη του 1918, η κυβέρνηση πρότεινε μια ανταλλαγή ρωσικών τίτλων με τίτλους του γαλλικού χρέους. Οι κάτοχοι ρωσικών τίτλων μπορούσαν να αποκτήσουν τίτλους του νέου δανείου που πραγματοποιούσε η γαλλική κυβέρνηση. Μπορούσαν να παραδώσουν τους ρωσικούς τίτλους που κατείχαν για να λάβουν σε αντάλλαγμα γαλλικούς τίτλους. Τον Ιούλιο του 1919, η γαλλική κυβέρνηση ανανέωσε την επιχείρηση. Οι αρχές της Ρώμης, του Λονδίνου και της Ουάσιγκτον έπραξαν το ίδιο: αντάλλαξαν ρωσικούς τίτλους, αντίστοιχα, με ιταλικούς, βρετανικούς ή αμερικανικούς τίτλους. Η Ιαπωνική κυβέρνηση, αποζημίωσε κατά 100% τους Ιάπωνες κατόχους ρωσικών τίτλων |30|.

Είναι ξεκάθαρο ότι, πράττοντας αυτό, οι κυβερνήσεις των χωρών αυτών στήριξαν τους τραπεζίτες οι οποίοι θα έπρεπε να είχαν καταστεί υπεύθυνοι της χρηματοδότησης του τσαρικού καθεστώτος και να πληρώσουν για τις συνέπειες της αποκήρυξης των απεχθών χρεών. Στην περίπτωση της Γαλλίας, η κυβέρνηση της χώρας ήταν ενεργά συν-υπεύθυνη με τους τραπεζίτες για την στήριξη του τσαρικού καθεστώτος. Η γαλλική κυβέρνηση είχε συστηματικά ωθήσει ένα μέρος της κοινωνικής της βάσης, τους εισοδηματίες της μεσαίας τάξης, να αγοράσουν ρωσικούς τίτλους.

Και κάτι σημαντικό: στην Γαλλία, ένα μεγάλο ποσοστό των ρωσικών τίτλων δεν ανταλλάχθηκαν με γαλλικούς. Οι ρωσικοί τίτλοι είχαν μεγαλύτερη απόδοση από τους γαλλικούς. Το επιτόκιο των ρωσικών τίτλων το 1906 ανέρχονταν στο 5%, ενώ το μέσο επιτόκιο των τίτλων του γαλλικού κράτους ήταν 3%.

Μεταξύ 1918 και 1922, φήμες που διέδωσε ο οικονομικός Τύπος και η κυβέρνηση άφηναν να εννοηθεί ότι η σοβιετική κυβέρνηση θα έπεφτε και ότι ο διάδοχός της θα αναλάμβανε το τσαρικό χρέος. Επίσης, κατά την Διάσκεψη της Γένοβας και σε άλλες στιγμές, ο ίδιος Τύπος άφηνε να εννοηθεί ότι η Μόσχα θα δεχόταν στο τέλος να αναγνωρίσει το χρέος. Ο κόσμος βρίσκονταν μπροστά σε μια σουρεαλιστική κατάσταση: τίτλοι που είχαν εκδοθεί από μια κυβέρνηση που δεν υπήρχε πλέον, αποκηρυγμένοι, διαγραμμένοι τίτλοι, συνέχιζαν να αγοράζονται και να πωλούνται στο χρηματιστήριο του Παρισιού. Είναι ένα τέλειο παράδειγμα εικονικού κεφαλαίου.

Μεταξύ 1918-1919, η τιμή μεταπώλησης των ρωσικών τίτλων κυμαίνονταν μεταξύ 56.5% και 66,25% της ονομαστικής αξίας (είχαν πωληθεί, αρχικά, στο 88% της ονομαστικής αξίας). Η τιμή των τίτλων του γαλλικού δημοσίου, την ίδια εποχή, κυμαίνονταν μεταξύ 61 και 65%. Η διαφορά μεταξύ της τιμής των αποκηρυγμένων ρωσικών τίτλων και των γαλλικών τίτλων ήταν συνεπώς μικρή. Είναι σίγουρο πως ο κερδοσκόπος (και οι τραπεζίτες είναι οι πρώτοι στην λίστα) πραγματοποιεί πολύ καλή συναλλαγή αν αγοράζει στα 56 όταν οι μικρό-επενδυτές απαλλάσσονται από τους τίτλους επειδή φοβούνται μετά από την τάδε ή δείνα φήμη που κυκλοφόρησε ο Τύπος (και, κατά βάθος, από τους τραπεζίτες) και ξαναπουλά στα 66.

Μετάφραση από τα γαλλικά: Christine Cooreman

Σημειώσεις:

|28| Ιδρύθηκε το 1863. Η τράπεζα Crédit lyonnais έγινε ιδίως γνωστή για το σκάνδαλο της διάσωσής της από το γαλλικό Κράτος, τον περασμένο αιώνα. Έχοντας σχεδόν πτωχεύσει κατά την δεκαετία του 1990, μετά ατό την κρίση των ακινήτων, η τράπεζα εθνικοποιήθηκε και ανακεφαλαιοποιήθηκε πριν περάσει στον έλεγχο της Crédit agricole το 2003. Η διάσωση κόστισε συνολικά 14,7 δις ευρώ στον φορολογούμενο.

|29| Επιχειρηματική τράπεζα που ιδρύθηκε το 1904, και συγχωνευθηκε το 1973 με την Crédit du Nord.

|30| Landon-Lane J., Oosterlinck K., (2006), « Hope springs eternal : French bondholders and the Soviet Repudiation (1915-1919) », Review of Finance, 10, 4, pp. 507-535.