του Μιχάλη Γιαννεσκή

Η προεκλογική καμπάνια για τις εκλογές της 4ης Μαρτίου στην Ιταλία όντως χαρακτηρίζεται από παντελή έλλειψη συγκεκριμένων και ρεαλιστικών προτάσεων. Τα κόμματα προσπαθούν να προσελκύσουν ψηφοφόρους με υποσχέσεις για μείωση των φόρων, και αύξηση των συντάξεων και του κατώτατου μισθού. Δελεαστικές υποσχέσεις, εάν παραβλέψει  κανείς το γεγονός ότι η οικονομική πολιτική των εν λόγω κομμάτων ενόσω κατείχαν την εξουσία σε κρατικό ή δημοτικό επίπεδο στο παρελθόν ήταν πολύ διαφορετική από αυτή που προτείνουν σήμερα.

Πόσο ρεαλιστικές ή αξιόπιστες είναι οι παραπάνω υποσχέσεις; Καθότι το χρέος της χώρας έχει φτάσει τα 2,3 τρις. ευρώ (135% του ΑΕΠ), η οικονομία και οι τράπεζες της έχουν σημαντικά προβλήματα, και η ανεργία αυξάνεται σταθερά (και για τους νέους κάτω των 25 ετών πλησιάζει το 33%), τα κόμματα αποφεύγουν να κοστολογήσουν τις προτάσεις τους. Η αξιοπιστία των κομματικών υποσχέσεων έχει αμφισβητηθεί επανειλημμένα: μέχρι και ο πρώην πρωθυπουργός Μάριο Μόντι δήλωσε πρόσφατα στο Bloomberg ότι δεν ανησυχεί για τις «δαπανηρές» και «ανεύθυνες» υποσχέσεις των κομμάτων, διότι δεν πρόκειται να υλοποιηθούν. Τα κόμματα έχουν ήδη αρχίσει να «μασάνε τα λόγια τους», και  το «αντικαθεστωτικό» κίνημα των Πέντε Αστέρων ανακάλεσε την απειλή του να κάνει δημοψήφισμα για να βγάλει την Ιταλία από το ευρώ.

Ο αποδιοπομπαίος τράγος

Ελλείψει αξιόπιστων προτάσεων, τα περισσότερα κόμματα προσπαθούν να αποσπάσουν την προσοχή των ψηφοφόρων με λαϊκίστικα σλόγκαν, εκμεταλλευόμενα το μεταναστευτικό ζήτημα και δημιουργώντας στην ουσία έναν προεκλογικό «πλειστηριασμό» απελάσεων μεταναστών.

Το κίνημα  των Πέντε Αστέρων υπόσχεται έναν απροσδιόριστο αριθμό απελάσεων, χρησιμοποιώντας ένα σλόγκαν αντίστοιχο με αυτό του Ντόναλντ Τραμπ: «Πρώτα οι Ιταλοί». Η Λέγκα του Βορρά υιοθετεί το ίδιο σλόγκαν και υπόσχεται νέα νομοθεσία για την απέλαση 400.000 μεταναστών, χωρίς καμία δυνατότητα εξέτασης των περιστάσεων τους ή παροχής ασύλου. Το κόμμα Φόρτζα Ιτάλια, του οποίου ηγείται ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, υπόσχεται ότι θα απελάσει 600.000 «παράνομους» μετανάστες. Το Δημοκρατικό Κόμμα του Ματέο Ρέντζι αντιμετωπίζει το μεταναστευτικό ζήτημα κάνοντας μυστικές συμφωνίες για τον περιορισμό των μεταναστών με παραστρατιωτικές συμμορίες και φυλές της Λιβύης και καλώντας τα άλλα κράτη της ΕΕ να δεχθούν μετανάστες που βρίσκονται στην Ιταλία.

Νέο εκλογικό σύστημα και αβέβαιο αποτέλεσμα

Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν μέχρι στιγμής το κίνημα των Πέντε Αστέρων του 31χρονου Λουίτζι Ντι Μάιο να προηγείται με 28%. Ωστόσο ο συνασπισμός του Φόρτζα Ιτάλια (17%), με το ακροδεξιό κόμμα Λέγκα του Βορρά (13%), το επίσης ακροδεξιό – με νεοναζιστικέςρίζες – «Αδέλφια της Ιταλίας» (4-5%) και το κεντροδεξιό «Εμείς με την Ιταλία» (2-3%) συγκεντρώνει περίπου 38%, πλησιάζοντας το 40% που απαιτείται για τον σχηματισμό κυβέρνησης πλειοψηφίας. Τα κεντροαριστερά κόμματα με επικεφαλής το Δημοκρατικό Κόμμα του Ματέο Ρέντζι συγκεντρώνουν περίπου 28% στις δημοσκοπήσεις. Το κόμμα «Ελεύθεροι και Ίσοι», πολλά στελέχη του οποίου ήταν μέχρι πρότινος στο Δημοκρατικό Κόμμα, συγκεντρώνει περίπου 6%.

Εν τούτοις, το αποτέλεσμα των εκλογών δεν είναι προβλέψιμο. Πρώτον, διότιοι αναποφάσιστοι κυμαίνονται από 30-45% στις διάφορες δημοσκοπήσεις. Δεύτερον, διότι οι εκλογές θα γίνουν βάσει ενός νέου (και πολύ διαφορετικού από τον προηγούμενο) εκλογικού νόμου.

Περίπου το ένα τρίτο των βουλευτών θα εκλεγεί με πλειοψηφία έστω και μιας ψήφου και τα υπόλοιπα δύο τρίτα θα εκλεγούν από τις λίστες των κομμάτων ή συνασπισμών με απλή αναλογική. Ένα κόμμα πρέπει να  συγκεντρώσει το 3% των ψήφων στη χώρα για να βγάλει βουλευτές, και ένας συνασπισμός το 10%. Το σύστημα γίνεται ακόμα πιο περίπλοκο, καθώς ο κάθε υποψήφιος μπορεί να περιλαμβάνεται στη λίστα πλειοψηφίας σε μια περιφέρεια, και ταυτόχρονα στις λίστες απλής αναλογικής σε 5 περιφέρειες. Λόγω της πολυπλοκότητας του εκλογικού συστήματος, αναμένεται μεγάλος αριθμός άκυρων ψηφοδελτίων.

Στην Βουλή των Αντιπροσώπων, 232 βουλευτές θα εκλεγούν με το πλειοψηφικό σύστημα, 386 με απλή αναλογική και 12 με τους ψήφους των Ιταλών που ζουν στο εξωτερικό. Οι αντίστοιχοι αριθμοί για τις έδρες της Γερουσίας είναι 102, 207 και 6. Με το νέο εκλογικό σύστημα που προώθησε ο πρωθυπουργός Πάολο Τζεντιλόνι του Δημοκρατικού Κόμματος ευνοείται ο σχηματισμός συνασπισμών. Καθότι όμως  είναι μάλλον απίθανο το Δημοκρατικό Κόμμα και οι σύμμαχοί του να καταφέρουν να σχηματίσουν κυβέρνηση, η πρωτοβουλία του Τζεντιλόνι φαίνεται να γυρίζει μπούμερανγκ.

Το παρελθόν δεν μετράει

Η άνοδος της δεξιάς τόσο στις δημοσκοπήσεις, όσο και στις δημοτικές εκλογές του περασμένου Ιουνίου, υποδεικνύει ότι πολλοί ψηφοφόροι μάλλον αδιαφορούν τόσο για το γεγονός ότι ο αρχηγός του Φόρτζα Ιτάλια, ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, δεν μπορεί να εκλεγεί βουλευτής ή γερουσιαστής, ούτε καν να ψηφίσει, λόγω της καταδίκης του από το Ανώτατο Δικαστήριο το 2013, όσο και για τα διάφορα άλλα σκάνδαλα για τα οποία έχει επίσης καταδικαστεί στο παρελθόν.

Παρόμοια, το κίνημα των Πέντε Αστέρων σημειώνει δημοσκοπική άνοδο, παρότι τα ποσοστά του έπεσαν σημαντικά στις δημοτικές εκλογές του Ιουνίου, οι πολίτες της Ρώμης και του Τορίνο έχουν εκφράσει έντονη δυσαρέσκεια με τις ανεκπλήρωτες υποσχέσεις των δημάρχων των δύο πόλεων, οι οποίες είχαν εκλεγεί με την πλατφόρμα του κινήματος, και παρά τις αποκαλύψεις ότι τουλάχιστον 5 βουλευτές και γερουσιαστές του δεν κατέβαλαν μέρος του μισθού τους για τη στήριξη νέων επιχειρήσεων όπως είχαν δεσμευθεί να πράξουν.

Επιπλέον, τα ποσοστά της Λέγκας του Βορρά στις δημοσκοπήσεις παραμένουν σταθερά, ακόμα και μετά τον πυροβολισμό 6 μεταναστών στην κωμόπολη Μασεράτα στις αρχές Φεβρουαρίου από πρώην υποψήφιο δημοτικό σύμβουλο του κόμματος, ο οποίος χαιρέτησε ναζιστικά όταν τον συνέλαβε η αστυνομία.

Το αποτέλεσμα των ιταλικών εκλογών της 4ης Μαρτίου είναι αβέβαιο. Όπως σχολίασε καυστικά ο δημοσκόπος Αντόνιο Νότο, για να προβλέψει κανείς το αποτέλεσμα χρειάζεται μάγο, όχι δημοσκόπο. Είναι πολύ πιθανό ότι θα χρειαστεί να γίνουν επαναληπτικές εκλογές μέσα στο 2018. Μια τέτοια εξέλιξη συμφέρει την ΕΕ, γιατί μια προσωρινή κυβέρνηση δεν θα είναι σε θέση να διαπραγματευτεί δημοσιονομικούς στόχους και θα υποκύψει πιο εύκολα στις απαιτήσεις της Κομισιόν, η οποία ίσως αποδειχθεί ο πραγματικός νικητής των ιταλικών εκλογών.