Κείμενο, Φωτογραφίες: Γιάννης Φιλίππου*

Η επίσκεψη σε αυτή την απίθανη χώρα, όμως, εξακολουθεί να είναι ένα ταξίδι στον χρόνο. Το αν το ταξίδι είναι προς το παρελθόν ή προς το μέλλον εξαρτάται από τον επισκέπτη τον ίδιο. Εμένα πάντως με συνάρπασε και με συγκίνησε όσο καμία άλλη χώρα έως τώρα.

Από τα πρώτα κιόλας λεπτά στην Κούβα, στη διαδρομή από το αεροδρόμιο στην Αβάνα, είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό. Πέρα από το εξωτικό τοπίο της Καραϊβικής με τους φοίνικες και τον καταγάλανο ουρανό, τα παλιά αμάξια και την αρχιτεκτονική του 19ου αιώνα, αυτό που έκανε τη μεγάλη διαφορά ήταν οι άνθρωποί της. Πανέμορφα χαμογελαστά πρόσωπα να συναθροίζονται στα πολύχρωμα σοκάκια πίνοντας λευκό ρούμι και χορεύοντας. Δεκέμβρης μήνας και ο καιρός ήταν καλοκαιρινός με ήπια βραδινή δροσούλα. Ορθάνοιχτες πόρτες και παράθυρα σε έβαζαν μέσα στα σπίτια και τις ζωές των Κουβανών. Χριστουγεννιάτικα στολίδια, εικόνες του Φιντέλ και ηχεία δονούνταν με σάλσα και ρεγκετόν. Ήταν 24 Δεκεμβρίου και μακράν η πιο αλλόκοτη παραμονή Χριστουγέννων της ζωής μου.

Οι πρώτες μέρες στην κουβανική πρωτεύουσα ήταν ενδεικτικές του παράλληλου σύμπαντος στο οποίο κινείται η χώρα ολόκληρη. Στην παλιά πόλη, οι βίλες των αρχών του περασμένου αιώνα, με απλωμένα στα μπαλκόνια τα πολύχρωμα ρούχα των κατοίκων τους και διακοσμημένες με συνθήματα της επανάστασης στους ξεφτισμένους τοίχους τους, μιλούν από μόνες τους για την εξουσία που άλλαξε χέρια. Στις λεωφόρους, τουρίστες πηγαινοέρχονται με τα εμβληματικά αμάξια της δεκαετίας του ‘50 -που σήμερα δουλεύονται ως ακριβά ταξί- ενώ ντόπιοι τούς χαζεύουν από τις στάσεις των λεωφορείων ή καβάλα στις καρότσες των φτηνών ταξί-ποδηλάτων «του λαού». Κρατικοί φούρνοι από τη μία και αυτοσχέδιες ιδιωτικές πιτσαρίες στα σαλόνια των σπιτιών, από την άλλη, με τέσσερα τραπέζια και πίτσα πρόχειρη από τον φούρνο της κουζίνας τους συνέθεταν μια αλλόκοτα όμορφη εικόνα. Οι προσόψεις των σπιτιών βαμμένες με τολμηρούς συνδυασμούς κάθε χρώματος. Τα συνεχώς ανοιχτά πορτοπαράθυρα στις γειτονιές βάζουν τη ματιά του επισκέπτη – θέλει δεν θέλει- στην ιδιωτική ζωή των ενοίκων τους.

Τα βράδια, μπάντες ξεφύτρωναν από κάθε γωνιά και τα πάμφθηνα θεσπέσια κοκτέιλ έλυναν τις γλώσσες και τα σώματα των ξένων, μήπως και ακολουθήσουν τους ντόπιους που δεν τα… έδεναν ποτέ. Η αμεσότητα των Κουβανών με τα αστραφτερά χαμόγελα, τα θαρραλέα βλέμματα, την ακατάπαυστη διάθεση για κουβέντα και τον ασυγκράτητο ερωτισμό τους ήταν πάντα καλοδεχούμενα και σίγουρα πολύ διαφορετικά από τους κάπως απόμακρους Περουβιανούς και Βολιβιανούς με τους οποίους είχα περάσει τους τελευταίους δύο μήνες της ζωής μου.

Αν και η προοπτική για περισσότερες ημέρες στην ξέφρενη ζωή και νυχτερινή διασκέδαση της Αβάνας ήταν πολύ δελεαστική, το ταξίδι συνέχισε με κατεύθυνση τον νότο και με σκοπό να προσεγγίσω και να νιώσω όσο γίνεται περισσότερο την πραγματικότητα των Κουβανών, αποφεύγοντας ευλαβικά την πολύ «τουριστίλα» -όπως το Βαραδέρο και άλλα μέρη με υπέροχες παραλίες αλλά γεμάτα τουρίστες και all-inclusive ξενοδοχεία- που δεν είναι διόλου αντιπροσωπευτική της ζωής εδώ.

Από την πρωτεύουσα λοιπόν, η πρώτη απαραίτητη στάση έγινε στη Σάντα Κλάρα όπου δόθηκε η τελευταία καθοριστική μάχη της επανάστασης με καπετάνιο των ανταρτών τον Τσε Γκεβάρα. Η πασίγνωστη στον κόσμο μορφή του, που ούτως ή άλλως είναι πανταχού παρούσα στο νησί, έχει αποκτήσει εδώ θρυλικές διαστάσεις. Εικόνες και αγάλματα του Αργεντίνου επαναστάτη βρίσκονται παντού, κοσμούν κουρεία και μανάβικα και κρέμονται σαν εικονίσματα αγίων στα σαλόνια και τις κρεβατοκάμαρες. Στο επιβλητικό μαυσωλείο κάτω από το γιγάντιο άγαλμά του βρίσκονται τα οστά του, καθώς και των υπόλοιπων συντρόφων του που έπεσαν στη Βολιβία. Τα δάκρυα ήταν αναπόφευκτα.

Όσο συνεχιζόταν το ταξίδι στον νότο, συνειδητοποιούσα πόσο μεγάλη είναι η απόσταση που χωρίζει τους κατοίκους του νησιού από τους ξένους επισκέπτες.

Παρόλο που οι Κουβανοί μπορούν πλέον να ταξιδέψουν στο εξωτερικό, το κόστος και η περίπλοκη χαρτούρα καθιστούν τα ταξίδια αδύνατα για τους περισσότερους.  

Ο τουρισμός από την άλλη, αποτελεί την κυριότερη πηγή εσόδων για τη χώρα. Οι τουρίστες χρησιμοποιούν το CUC, ένα παράλληλο νόμισμα ισότιμο με το δολάριο, με το οποίο αγοράζουν προϊόντα και υπηρεσίες πολύ ακριβότερα αλλά και πολύ καλύτερης ποιότητας από ό,τι οι Κουβανοί με τα εθνικά πέσος στο πορτοφόλι.

Εύλογα, οι Κουβανοί στην πλειοψηφία τους δεν μπορούν να ταυτιστούν με τους τουρίστες, αφού στα μάτια τους είμαστε όλοι πλούσιοι γκρίνγκος (gringos) -και εδώ που τα λέμε ένα δίκιο το έχουν από τη δική τους σκοπιά.

Από την άλλη, όσοι ιδιώτες κάνουν δουλειές με τουρίστες, όπως οι ταξιτζήδες και οι ιδιοκτήτες ενοικιαζομένων δωματίων, μπαρ και εστιατορίων, έχουν πρόσβαση στο τουριστικό νόμισμα και μπορούν να βγάλουν τον μηνιαίο μισθό ενός γιατρού μέσα σε ένα μόλις μεροκάματο. Για να γίνει αυτό όμως, προϋποτίθεται εξαντλητικό ψηστήρι στους τουρίστες οπουδήποτε κι αν τους πετύχουν. Τα ανελέητα παζάρια τιμών είναι απαραίτητα, αν δεν θέλει ο ξένος να πληρώσει πολλές φορές πιο ακριβά το οτιδήποτε προσφέρεται.

Δεν θα ήταν μεγάλη υπερβολή να πούμε ότι αυτοί οι Κουβανοί αποτελούν άτυπα μία ανώτερη κοινωνική τάξη με τις αλλαγές στην κουλτούρα και την ψυχοσύνθεση που αυτό συνεπάγεται. Αλλαγές που κακοφαίνονται στα μάτια των υπόλοιπων συντοπιτών τους, οι οποίοι τους κατηγορούν συχνά ως τεμπέληδες και άπληστους.

Μετά από μία στάση στο ήσυχο και κουλτουριάρικο Καμαγουέη, η πρωτοχρονιά με βρήκε στο Σαντιάγο ντε Κούβα, τη δεύτερη μεγαλύτερη και ιστορικότερη πόλη στο νησί. Τον ερχομό του 2018 σηματοδότησε η έπαρση μιας τεράστιας κουβανικής σημαίας μπροστά στο δημαρχείο, συνοδευμένη από κραυγές «Viva la Revolución» και την οποία ακολούθησε ξέφρενος χορός στα σοκάκια μαζί με ατελείωτο ρούμι. Μερικοί τρελαμένοι Ρώσοι με σοβιετικές σημαίες είχαν στήσει τη δικιά τους φιέστα σε μια γωνιά της πλατείας, μεθυσμένοι από νωρίς.

Την επομένη, γείτονες και οικογένειες μαζεύονταν παρέα για το εθιμοτυπικό πρωτοχρονιάτικο σούβλισμα γουρουνιού στις αυλές και τις εξώπορτες. Το τρίπτυχο πρωτοχρονιάτικη σούβλα-ρεγκετόν-ρούμι μοιάζει να είναι η κουβανική εκδοχή τού δικού μας πασχαλιάτικη σούβλα-κλαρίνα-τσίπουρα.

Μετά από το Σαντιάγο, και κάπως κουρασμένος από το χάος της πόλης, ακολούθησα τις συμβουλές των ντόπιων και βρέθηκα στην πανέμορφη Μπαρακόα. Η μικρούλα αυτή παραθαλάσσια κωμόπολη ήταν το πρώτο μέρος που πάτησε το πόδι του ο Κολόμβος. Περιτριγυρισμένη από ένα πυκνό φοινικόδασος, ποτάμια και τροπικές παραλίες, η Μπαράκοα μοιάζει με ξεχασμένο παράδεισο.

Πέρασα τρεις μέρες εκεί και, ενώ είχα σκοπό να πάω στο Γκουαντανάμο, τα πλάνα άλλαξαν όταν περπατώντας ένα βράδυ σε ένα σκοτεινό δρομάκι, το δεξί μου πόδι εξαφανίστηκε μέσα σε ένα σπασμένο φρεάτιο. Εγκλωβισμένος και ολοκληρωτικά πανικόβλητος, έμεινα να φωνάζω «βοήθεια» για περίπου ένα εικοσάλεπτο μέχρι να βγουν οι γείτονες και να με ξεφρακάρουν, γελώντας βραδιάτικα με τον βλαμμένο γκρίνγκο που δεν έβλεπε μπροστά του. Και κάπως έτσι γνώρισα από μέσα το περίφημο κουβανικό σύστημα υγείας.

Ας σημειώσουμε εδώ ότι, παρόλο που στη Δύση δεν ακούμε συχνά για τον «κουβανικό ιατρικό διεθνισμό», η Κούβα έχει επενδύσει στην εκπαίδευση των γιατρών της ώστε να μπορούν αντιμετωπίζουν παγκόσμιες κρίσεις που αφορούν την υγεία. Έτσι, η μικρή Κούβα ήταν η μεγαλύτερη δύναμη στην πρώτη γραμμή κατά του Έμπολα στη Δυτική Αφρική, ενώ το 2015 έγινε η πρώτη χώρα στον κόσμο που κατάφερε να σταματήσει την κάθετη μετάδοση του ιού του AIDS και της σύφιλης από τη μητέρα στο παιδί.

Πίσω στο σακατεμένο μου πόδι, και στο νοσοκομείο βασίλευε η ίδια αβίαστη αμεσότητα και χαλαρότητα που κυριαρχεί στις γειτονιές. Οι νοσοκόμες άκουγαν μουσική σιγοτραγουδώντας και ο γιατρός τις φλέρταρε με αστειάκια όσο μου έκανε ράμματα. Η περιποίηση ήταν υποδειγματική και στο τέλος ο γιατρός μού είπε πως θα χορεύω ξανά σάλσα σε μια βδομάδα, αν ακολουθήσω τις συμβουλές του.

Το εμπάργκο, αν και έχει πάψει να είναι τόσο αποτελεσματικό όσο παλιά, κατάφερε να ανεβάσει στα ύψη το επίπεδο της εφευρετικότητας και ευρηματικότητας των Κουβανών. Τίποτα δεν πετιέται αν μπορεί να επισκευαστεί ή να χρησιμοποιηθεί για άλλο σκοπό και σχεδόν πάντα μπορεί. Μηχανήματα, έπιπλα, σπίτια ολόκληρα και φυσικά, τα θρυλικά αμερικάνικα αμάξια επισκευάζονται με κάθε δυνατό τρόπο.

Μετά την πτώση της ΕΣΣΔ, η χώρα προκειμένου να αντιμετωπίσει την έλλειψη καυσίμων, γέμισε με ποδήλατα και άλογα. Μπορεί πλέον να εισάγονται καινούργια αυτοκίνητα και λεωφορεία από χώρες όπως η Κίνα, αλλά στην επαρχία τα κάρα, οι άμαξες και οι καβαλάρηδες εξακολουθούν να είναι τα πιο δημοφιλή και φθηνά μέσα μεταφοράς. Για μεγάλες αποστάσεις, οι περισσότεροι τουρίστες ταξιδεύουν με καινούργια σχετικά λεωφορεία της γραμμής, ενώ φορτηγά που η καρότσα τους έχει μετατραπεί σε επιβατικό θάλαμο με καρέκλες και παράθυρα ή ακόμη και air condition, προτιμούνται από τους ντόπιους καθώς κοστίζουν πολύ λιγότερο και περνάνε πιο τακτικά -αν και χωρίς συγκεκριμένο ωράριο.

Μετά από λίγες μέρες ξεκούρασης κίνησα (με φορτηγό κι εγώ) ξανά προς το Βορρά όπου έπρεπε να φέρω εις πέρας μία μικρή αποστολή. Ένας γείτονάς μου στη Βαρκελώνη είχε γνωρίσει πριν μία δεκαετία σε ένα ταξίδι του στην Κούβα τον Ραφαέλ, έναν γέρο αγρότη που πουλούσε φρούτα σε μια πλατεία του Τρινιδάδ. Τον συμπάθησε πολύ και μάλιστα πέρασε παράνομα αρκετές μέρες στο σπίτι του σε ένα μικρο χωριό, το Κοντάδο. Έχοντας λοιπόν το όνομα του, την στο-περίπου τοποθεσία του χωριού του και έναν αριθμό τηλεφώνου που τελικά δεν λειτουργούσε πια, έπρεπε να βρω τον κυρ-Ραφαέλ και να του παραδώσω ένα γράμμα και λίγα χρήματα από τον φίλο του.

Φτάνοντας στο Τρινιδάδ, ξεκίνησα να ψάχνω τρόπους για να φτάσω στο χωριό το οποίο ήταν εκτός των κύριων διαδρομών και άρα δυσπρόσιτο για τους ξένους. Έμαθα αποκαρδιωμένος πως το παμπάλαιο τραίνο που περνούσε από εκείνη την περιοχή είχε αχρηστευθεί καθώς οι τυφώνες του φθινοπώρου είχαν παρασύρει τις γέφυρες. Καλώς ήλθατε στην Καραϊβική!

Μετά από λίγες μέρες, όμως, η τύχη μου γύρισε. Σε ένα μικρό κρατικό ταβερνάκι γνώρισα τον Μωυσές, έναν φιλικότατο σερβιτόρο με καταγωγή από το Κοντάδο που όχι μόνο καταχάρηκε που έψαχνα το χωριό του, αλλά και προθυμοποιήθηκε να με πάρει μαζί του στο επόμενο του ρεπό. «Στην Κούβα πάντα βρίσκεται τρόπος» μου είπε, και τα λόγια του επαληθεύτηκαν πολλές φορές στο ταξίδι.

Οι μέρες μου στο Κοντάδο έμελλαν να είναι από τις πιο δυνατές εμπειρίες όλου του ταξιδιού.

Ξεκινήσαμε πολύ νωρίς το πρωί με τα δημόσια λεωφορεία των εργατών, και αφού αλλάξαμε δύο από αυτά και ένα φορτηγό, βρεθήκαμε μετά από μιάμιση ώρα στην άκρη του χωριού. Και εκεί ξεκίνησε η μαγεία. Ως ένας από τους ελάχιστους ξένους που είχε επισκεφθεί ποτέ το χωριό τους, ήμουν για αυτούς αφορμή χαράς και υπερηφάνειας, και η φιλοξενία που εισέπραξα ήταν πέρα από τις προσδοκίες μου. Ο Μωυσές με πήγε σχεδόν σε κάθε σπίτι συγγενούς και φίλου του στο χωριό. Μέσα σε μία ώρα μπήκαμε σε δεκάδες σπίτια, φίλησα εκατοντάδες μάγουλα και ήπια αμέτρητες ποσότητες καφέ και ρουμιού που δεν μπορούσα να αρνηθώ ως επίτιμος μουσαφίρης. Βλέποντας τη φωτογραφική μηχανή, με παρότρυναν να βγάλω τους πάντες φωτογραφία εξιστορώντας μου ταυτόχρονα τις συγγένειες και την ιστορία της ζωής του καθενός. Όλα αυτά ντάλα μεσημέρι με καύσωνα Καραϊβικής και κότες να μπαινοβγαίνουν στα σπίτια από τις ορθάνοιχτες πόρτες. Σωστό κουβανικό ντελίριο!

Φτάσαμε κάποια στιγμή και στο σπίτι του κυρ-Ραφαέλ και της Μαριμπέλ που πήραν πολύ μεγάλη χαρά από την απρόοπτη επίσκεψή μας. Κάπου στη δύση της έβδομης δεκαετίας τους και οι δύο, ρυτιδιασμένοι, αλλά αεικίνητοι και πλακατζήδες, και όπως και οι υπόλοιποι, απίστευτα φιλόξενοι. Μου πρότειναν να περάσω λίγες μέρες στο σπίτι τους και ενώ δεν ήταν στο πρόγραμμα να διανυκτερεύσω, εδώ η άρνηση δεν ήταν επιλογή. Το καλύτερο που είχα να κάνω ήταν να αφεθώ στη συντροφιά και τις καθημερινές συνήθειες των γύρω μου. Χωρίς πλάνο, χωρίς απαιτήσεις.

Αυτή η γνήσια πλευρά της Κούβας, μακριά από τον τουρισμό, ήταν αυτή που έψαχνα τόσο πολύ να βρω.

Ο Ραφαέλ «θυσίασε», όπως είπε, την πιο παχουλή του κότα για να μας ετοιμάσει ένα γευστικότατο μεσημεριανό, και οι γείτονες ήρθαν στο σπίτι γεμάτοι περιέργεια και ερωτήσεις για τη ζωή στην Ευρώπη και περηφάνια για το χωριό τους και την Κούβα.

Την επομένη, μετά το μεσημεριανό ρύζι με φασόλια και τηγανητές μπανάνες, ο Μωυσές είπε πως πάει να ψάξει «για θηρία», έφυγε και εγώ έμεινα με την απορία. Γύρισε μετά από λίγα λεπτά με δύο άλογα και χωρίς να ξεπεζεύσει από το δικό του, μου έγνεψε να ανέβω στο άλλο για να κάνουμε βόλτα στον κάμπο.

Επισκεφτήκαμε αγροκτήματα με ζώα στους κοντινούς λόφους: κατσίκες, γουρούνια, αγελάδες, πάπιες, κότες, σκύλοι, όλα άραζαν αμέριμνα στους ίδιους κοινούς χώρους. Οι κτηνοτρόφοι έκοψαν καρύδες να μας κεράσουν για να ξεδιψάσουμε και ζαχαροκάλαμο για γλυκό μασούλημα. Μείναμε μαζί τους ώσπου άρχισε να δύει, τους βοηθήσαμε να μαντρώσουν τα ζώα και κατεβήκαμε ξανά με τα άλογα στο χωριό, καθαρίζοντας τον δρόμο με τις ματσέτες.

Παρά την ύπαρξη ηλεκτρικού, η ζωή στην επαρχία κυλά με βάση τον ήλιο. Ξύπνημα – θες δεν θες- στις 5 με τα κοκόρια και ύπνος κατά τις 9. Περπατώντας στα χωμάτινα στενάκια, χωριανοί με καλούσαν για φαγητό και ύστερα για καφέ, κάπνισμα και ντόμινο. Το θεωρούσαν καλή τύχη να μοιραστούν τον χρόνο, τα πουρά και την τροφή τους με τον γκρίνγκο, αν και για κακή τους τύχη, ο γκρίνγκο ξελιγωμένος από τη ζωή στην εξοχή, δεν έλεγε ποτέ όχι και έτρωγε για δύο.

Στο χωριό, σαν μια μικρογραφία ολόκληρης της χώρας, αφροκουβανοί, λευκοί και mulattos (μιγάδες) ζουν σε παρόμοια σπίτια, δουλεύουν στα ίδια κτήματα και έχουν παρόμοια όνειρα και ανησυχίες, χωρίς το παραμικρό ίχνος διακρίσεων Ο ρατσισμός είναι μία λέξη άγνωστη στους νέους εδώ.

Από τους πολλούς έξω καρδιά ανθρώπους του χωριού που έπιασα κουβέντα, ξεχώρισα την κυρά-Τομάσα. Μια γιαγιούλα που, παρά τα ογδόντα της χρόνια, τα λαμπερά μάτια και το ζεστό φαφούτικο χαμόγελό της μου έκλεψαν την καρδιά. «Τα παλιά χρόνια, μαύροι και λευκοί ζούσαμε χωριστά. Μπορεί να μην ήμασταν σκλάβοι, αλλά η θέση μας ήταν πολύ κατώτερη. Οι μικτοί γάμοι ήταν σκάνδαλα και αν ένας μαύρος έμπαινε σε γειτονιά λευκών, ίσως τον σκότωναν αν τους έκανε κέφι. Δεν είχαμε δικαίωμα σχεδόν σε τίποτα και ζούσαμε με τον φόβο. Με την επανάσταση, όμως, όλα άλλαξαν. Τα παιδιά και τα εγγόνια μου είναι σπουδαγμένοι, γιατροί και μηχανικοί. Άμα μου συμβεί κάτι, πάω στο νοσοκομείο και με γιατρεύουν δωρεάν. Ούτε να τα ονειρευτούμε δεν μπορούσαμε αυτά πριν. Ο Φιντέλ μάς έδωσε τη χώρα στα χέρια μας. Όταν πέθανε, πονέσαμε σαν να ήταν μέλος της οικογένειάς μας, όλο το χωριό έκλαιγε» μου έλεγε η Τομάσα και τα μάτια της άρχισαν να βουρκώνουν.

Το τελευταίο μου πρωί, ο Ραφαέλ με ρώτησε αν μου αρέσει ο καφές. Στη θετική μου απόκριση, με πήρε από το χέρι να μου δείξει πώς γίνεται ο αυθεντικός κουβανικός καφές. Από ένα δέντρο στην αυλή του, μου έδειξε κάτι κόκκινους μικρούς καρπούς. «Ο καφές που πίνουμε τόσες μέρες είναι από αυτό εδώ το δέντρο» μου είπε. Άνοιξε τους καρπούς και μου έδειξε το καφεπράσινο κουκούτσι. Στο πίσω μέρος της αυλής είχε αφήσει για μέρες έναν δίσκο με αυτά τα κουκούτσια να λιάζονται. Τους έριξε μια ματιά και είπε: «Έτοιμα να τα πιούμε». Άναψε φωτιά, έβαλε πάνω μια κατσαρόλα και τα έριξε μέσα αναδεύοντάς τα συνεχώς. Μετά από λίγα λεπτά άρχισαν να καβουρντίζονται και ο τόπος γέμισε από τη γνώριμη πλέον μυρωδιά του φρεσκοκαβουρντισμένου καφέ. Από την κατσαρόλα, στο γουδί για χτύπημα μέχρι να γίνει σκόνη και μετά ξανά στην κατσαρόλα για βράσιμο και σούρωμα απευθείας στην κούπα. Στιβαρή, γεμάτη γεύση που σε ξύπναγε κατευθείαν. Μακράν ο πιο αυθεντικός καφές που έχω πιει ποτέ. Απόρησαν ωστόσο πολύ που τον ήπια σκέτο. Στην Κούβα δεν τίθεται ερώτηση, η ζάχαρη είναι αυτονόητη.

Πριν καθίσουμε να τον πιούμε, πήγε να δώσει όσο καφέ είχε περισσέψει στον γείτονα. «Το δικό του δεντρό καφέ το πήρε ο Μάθιου» είπε και έβαλε τα γέλια με την απορημένη φάτσα μου. «Ο τυφώνας Μάθιου πέρασε πριν τρία χρόνια από εδώ και έφερε μεγάλη καταστροφή. Εμένα μου πήρε τη σκεπή, τις μπανανιές και τα μάνγκο. Από τότε ανταλλάσσουμε μέχρι να ξαναβγούν τα δέντρα μας. Έτσι ζούμε και επιζούμε εδώ. Μοιραζόμαστε τα πάντα. Πώς αλλιώς να ζήσει καλά ένα χωριό αν δεν μοιράζεται;» «Σαφώς» είπα, αν και στον νου μου, η εικόνα του ελληνικού χωριού που οι μισοί δεν μιλιούνται με τους άλλους μισούς απέχει πολύ από αυτό που συμβαίνει εδώ.

Στον αποχαιρετισμό μού έδωσαν ένα μπουκάλι ρούμι και ένα κουτί πούρα από αυτά που τους παρέχει το κράτος με την υπόσχεση να τα χαρώ με τους φίλους μου και να τους θυμάμαι. Μόνο ταπεινότητα αισθάνομαι απέναντι στην τεράστια καρδιά αυτών των ανθρώπων.

Τον ένα μήνα που πέρασα στην Κούβα μίλησα με εκατοντάδες ντόπιους προσπαθώντας να αποκτήσω μια σφαιρικότερη άποψη. Αν και ήξερα πως παλαιότερα πρόσεχαν ιδιαίτερα όταν μιλούσαν σε ξένους, αυτό δείχνει τα τελευταία χρόνια να χαλαρώνει. Πραγματικά, ελάχιστοι απέφυγαν την κουβέντα, ενώ στην πλειοψηφία τους αντιλαμβάνονται την επανάσταση και τις διαφορές του συστήματός τους από τον καπιταλισμό ως θετικές. Οι ιδεολογικοί μηχανισμοί της επανάστασης θέτουν γερά θεμέλια από το σχολείο κιόλας. Σαφώς δεν λείπει η κριτική και ο γενικότερος προβληματισμός για τις δυσκολίες.

Το κρατικό επίδομα φαγητού φτάνει πλέον μόνο για το ένα τρίτο του μήνα και όλοι ανεξαιρέτως θα ήθελαν να αυξηθούν οι ομολογουμένως χαμηλοί μισθοί. Ο Ραούλ Κάστρο δεν θα συνεχίσει στη θέση του μετά τον Απρίλιο και η προεδρία του κομμουνιστικού κόμματος και της χώρας θα περάσει για πρώτη φορά σε κάποιον που γεννήθηκε μετά την επανάσταση. Αυτό το βλέπουν ως θετική εξέλιξη, καθώς «Νέοι καιροί χρειάζονται και νέα μυαλά» όπως μου είπε η κύρια Ρόζα, γιατρός και συνεπιβάτης μου σε μια άμαξα στο Σαντιάγο.

Παρά τους προβληματισμούς τους, όμως, οι Κουβανοί είναι απίστευτα περήφανοι για τα προνόμια, την ιστορία και την κουλτούρα τους. Το στερεότυπο πως οι Κουβανοί μπορεί να έχουν λίγα αλλά είναι ευτυχισμένοι, δείχνει να έχει μεγάλη βάση. Η μηδενική ανεργία σε συνδυασμό με το ότι η στέγαση, οι σπουδές και η ιατρική περίθαλψη εξασφαλίζονται από το κράτος κάνουν την ανασφάλεια, την αβεβαιότητα, το άγχος για το μέλλον που κυριαρχούν στις δικές μας κοινωνίες και τα ψυχολογικά προβλήματα που αυτά γεννούν, σχεδόν να απουσιάζουν από την κουβανική κοινωνία.

Στο λεωφορείο, επιστρέφοντας στην Αβάνα, έπεσα σε μία κουβέντα ανάμεσα σε τουρίστες που γκρίνιαζαν για τις υπηρεσίες και το έλλειμμα δημοκρατίας στην Κούβα, συγκρίνοντας τον «κουβανικό κομμουνισμό» με τον καπιταλισμό στις χώρες τους. Σε ένα σημείο ο οδηγός που είχε μείνει για ώρα σιωπηλός πήρε τον λόγο και είπε στους τουρίστες: «Μας κάνουν πόλεμο από τότε που πήραμε τη χώρα στα χέρια μας και σε συνθήκες πολέμου και αποκλεισμού εξελιχθήκαμε σε αυτό που βλέπετε. Οι ανόμοιες συγκρίσεις είναι ανώφελες και αν θέλετε οπωσδήποτε να συγκρίνετε, κάντε το με την Αϊτή, την Τζαμάικα και το Πουέρτο Ρίκο που είναι εδώ δίπλα και έχουν ωραιότατο καπιταλισμό. Εκεί η πείνα, η βία, ο αναλφαβητισμός (σημείωση: Η Κούβα έχει σχεδόν μηδενικά ποσοστά αναλφαβητισμού) και οι ανισότητες είναι η ζωή των πολλών και η τεράστια διαφθορά κάνει την αναφορά σας στη “δημοκρατία” να φαντάζει αστεία. Η Κούβα δεν μπορεί και δεν πρόκειται ποτέ να γίνει ούτε σαν τη Γερμανία ούτε σαν την Αγγλία, αλλά αν μας είχαν του χεριού τους θα ήμασταν μάλλον σαν την Αϊτή» κατέληξε για να μείνουμε όλοι σιωπηλοί.

Μια χτυπητή διαφορά ήταν η ποιότητα του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης. Συνεντεύξεις, πολιτιστικά αφιερώματα, ντοκιμαντέρ, ταινίες και πολλή πολλή μουσική, χωρίς βέβαια τη συνεχή ενόχληση διαφημίσεων, συνθέτουν ένα τελείως διαφορετικό τρόπο μαζικής ψυχαγωγίας από αυτόν που είχα έως τώρα συνηθίσει.

Οι μόνες γιγαντοαφίσες στο νησί είναι φωτογραφίες και συνθήματα επαναστατών.

Μετά την αναχώρηση μου, συνειδητοποίησα πόση ηρεμία μού προκαλούσε αυτή η απουσία διαφημιστικού θορύβου από τα μάτια και τα αυτιά μου. Επίσης, η απουσία βίας και εγκληματικότητας τόσο στις πόλεις όσο και στην ύπαιθρο ξεχωρίζει την Κούβα από ολόκληρη τη Λατινική Αμερική που η ζωή εκεί εγκυμονεί γενικά αρκετούς κινδύνους.

Μου έβγαλε κάτι παρά πολύ όμορφο αυτός ο λαός. Τα χαμογελαστά πρόσωπα, η ανεξάντλητη όρεξη για κουβέντα και οι τεράστιες δόσεις χιούμορ με κέρδισαν ολοκληρωτικά. Ιδανικά συστήματα υπάρχουν ακόμα μόνο στα χαρτιά και το κουβανικό σύστημα με τα πολλά προτερήματα και μειονεκτήματά του, απέχει πολύ από το τέλειο. Το μόνο σίγουρο για εμένα είναι πως στη διαδικασία δημιουργίας μιας καλύτερης κοινωνίας, έχουμε πολλά να μάθουμε από το παράδειγμα της Κούβας.

Υ.Γ. Και κάπου εδώ τα Ημερολόγια Λατινικής Αμερικής φτάνουν σχεδόν στο τέλος τους. Θα ακολουθήσει προσεχώς μία τελευταία, εκτενής αναφορά στην πολύπαθη κολομβιανή ύπαιθρο. Θα ήθελα να ευχαριστήσω τη Βαρβάρα και τον Πάνο για την παρέα και την υποστήριξη, την Αναστασία για τις πολύτιμες συμβουλές και τη Φανή που με παρότρυνε να κρατάω ημερολόγιο στο ταξίδι μου, χάρη στο οποίο κατέστη δυνατή αυτή η συγγραφική προσπάθεια.

*Ο Γιάννης Φιλίππου είναι μέλος της πλατφόρμας των 1101 του ThePressProject και τους τελευταίους μήνες μάς γράφει από τη Λατινική Αμερική τα «Ημερολόγιά» του. Μπορείτε να ακολουθείτε το ταξίδι του και εδώ