Το ΘΕ.ΑΜ.Α. παρουσιάζει στην Κάτω Σκηνή του Από Μηχανής Θεάτρου το έργο «Νεκρασόφ», του Ζαν-Πολ Σαρτρ, επιχειρώντας να δώσει μια πιο διεισδυτική ματιά στο αλισβερίσι ανάμεσα στην πολιτική ελίτ και μερίδα των ΜΜΕ. Η Αριστοφανική ματιά του Σαρτρ παίρνει σάρκα επί σκηνής για πρώτη φορά στην Ελλάδα.

Το Νεκρασόφ είναι μια φαρσο-σάτιρα, όπως ο ίδιος ο Σαρτρ είχε αναφέρει σε συνέντευξή του, που αναπαράγει τη δομή της κοινωνίας. Με το έργο αυτό απομυθοποιείται το άσπιλο πρόσωπο μιας συγκεκριμένης μερίδας του Τύπου, αλλά και των ισχυρών εκπροσώπων της εξουσίας κάθε κοινωνίας. Ο Σαρτρ είχε την πρόθεση να προσεγγίσει το είδος της κωμωδίας έτσι όπως την οραματίστηκε και την καθιέρωσε ο Αριστοφάνης. Γι’ αυτόν τον λόγο, το κείμενο εμπεριέχει κωμικά στοιχεία.
 
Στο Νεκρασόφ ο φιλόσοφος-δραματουργός αντλεί έμπνευση και θεματικά στοιχεία από την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα της εποχής του προκειμένου να συνθέσει μία πολιτική σάτιρα που ενέχει γόνιμο σκηνικό χιούμορ και απηχεί μια διαχρονική επικαιρότητα. Η τεχνική του θεάτρου εν θεάτρω αποτελεί το βασικό δραματουργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται διαμορφώνοντας παραστατικά όλη τη διάρκεια των πράξεων και των εικόνων του έργου. Τα δυσδιάκριτα όρια ανάμεσα στην αλήθεια, που συχνά υποκρύπτεται, και στο ψέμα που μπορεί ακόμα και να προσδιορίσει μία φαινομενική πραγματικότητα με την εναλλαγή των ταυτοτήτων και των ρόλων, πλάθουν το σκηνικό για μία θεατρική παρτίδα με πολλούς και απρόβλεπτους παίκτες…
 
 
Η οπτική του ηθοποιού της παράστασης Μιχάλη Ταμπούκα:

«Μπορούσε ο Ζαν-Πολ Σαρτρ να γράψει κωμωδία; Στο(ν) «Νεκρασόφ» το 1955, βασίστηκε (και) σε πρόσωπα και γεγονότα της εποχής του για να συνθέσει ένα δραματουργικό κράμα σάτιρας και φάρσας που τροφοδοτεί γόνιμα την εξέλιξη στην αμοιβαία σχέση θεατρικού λόγου και σκηνικής πράξης. Η μεταπολεμική κρίση αξιών έχει ήδη απτά ίχνη και επί σκηνής στο Θέατρο του Παραλόγου. Ο άνθρωπος στέκει μετέωρος σε αναζήτηση ταυτότητας και ρόλων. Ο λόγος του (αντ)ηχεί χωρίς απόκριση. Ακόμα και από τον ίδιο. Ο Σαρτρ επιχειρεί να προσεγγίσει το θέ(α)μα με το διαβρωτικό χιούμορ της σκηνικής σάτιρας. Στο έργο, όλοι –ή αν μη τι άλλο αρκετοί από τους βασικούς ρόλους στη δομή της μυθοπλασίας– (περι)φέρονται σαν να αποσκοπούν σε κάποια άλλη θέση ή επιθυμώντας μία αναβάθμιση της δικής τους. Η Μπουνουμί πολιτεύεται και ο Μουτόν θέλει ενεργό ρόλο σε μερίδια πίτας παντός καιρού. Ο Ντεμιντόφ άφησε τη Ρωσία για τη Γαλλία και θέλει να ιδρύσει κόμμα. Τα περισσότερα πρόσωπα μιλούν λαμβάνοντας υπόψη τους άλλους στο μέτρο που τους αρκεί για να τους αγνοούν ή και να τους περιφρονούν.
 
Το έργο γράφτηκε το 1955 και ανέβηκε φέτος στην Αθήνα σε πανελλήνια πρώτη από το ΘΕ.ΑΜ.Α. –επαγγελματικό θέατρο με ανάπηρους ηθοποιούς στην κύρια σύνθεσή του, μέλος του οποίου είμαι από το 2014– στο «Από Μηχανής Θέατρο». Στη διανομή των ρόλων, μου δόθηκε ο επιθεωρητής Γκομπλέ. Η δραματουργική προσέγγιση στη βάση του θεατρικού λόγου για τη σκηνική πράξη καθορίζει τη μορφή που εκφράζει το περιεχόμενο. Η οπτική στη σκηνοθεσία του Βασίλη Οικονόμου εστιάζει στο «αριστοφανικό» πνεύμα του έργου, το οποίο συνιστά τη διαχρονική επικαιρότητα αυτής της σάτιρας στη θεατρική διάσταση της φάρσας. Μίας φάρσας τόσο άγριας όσο αυτής που μπορεί να παίξει ο άνθρωπος απέναντι στον εαυτό του. Κεντρικό πρόσωπο αυτής της φάρσας είναι ο Ζορζ ντε Βαλερά, ένας απατεώνας που απογαλακτίσθηκε νωρίς από κάθε έννοια οικογένειας και ανδρώθηκε την εποχή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Ψυχρός Πόλεμος τον βρίσκει καταζητούμενο σε μία αεικίνητη θέση θύτη και θύματος ως περιπλανώμενο τσιρκολάνο σε πανηγύρια της ματαιοδοξίας. Αυτός ο άπατρις κλόουν αλλάζει ταυτότητες επιβιώνοντας ως χαμαιλέοντας στις συνθήκες του εκάστοτε περιβάλλοντος μακιαβελισμού. Με όποιο κόστος σε κάθε τίμημα. Εκμεταλλεύεται περιστάσεις παίζοντας το κεφάλι του, που κάθε τόσο ρίχνει στον τορβά με το πρόσωπο κάποιου άλλου. Έχει γνωρίσει την καταστροφή και την απόγνωση. Στο παιχνίδι της κάθε παρτίδας μπορεί να αποδειχθεί ακόμη και ο πιο δυνατός παίκτης μέσα από όλες του τις αδυναμίες. Σε όποια θέση και εάν βρεθεί, ακόμη και την πιο απροσδόκητη. Συνειδητά (ακόμα και) γελοίος ως προς τον εαυτό του σε παρασκήνια και προσκήνια ασυνείδητης γελοιότητας. Ως καλλιτέχνης που αντιμετωπίζει το αστείο με τη σοβαρότητα που του αρμόζει εκεί που ο χειρότερος παλιάτσος τρώγεται να προτάξει κάθε ψευδεπίγραφη επίφαση σοβαρότητας για να κρύψει τη γελοιότητά του. Αυτός ο Αρλεκίνος δεν διστάζει να πάρει όποια μορφή χρειαστεί για την επιβίωσή του στη σκηνή ενός κόσμου στον οποίο αρκετοί έχουν το πρόσωπο (τουλάχιστον) ενός (έστω σχεδόν μόνιμου) προσωπείου. Μερικοί από αυτούς ίσως αγωνιούν μην το χάσουν ανάλογα με το τι μπορεί να τους επιβληθεί που θα κλόνιζε μία δική τους επιβολή έναντι άλλων. Ο Μουτόν παθαίνει υπαρξιακή κρίση και ωρύεται στον Ντεμιντόφ να αποκαλύψει τον απατεώνα που παριστάνει τον Νεκρασόφ. Δεν είναι σίγουρος εάν είναι όντως απατεώνας, όπως δεν είναι πλέον σίγουρος για τίποτα. Το κάνει από φόβο μην αποκαλυφθεί τίποτα για τον εαυτό του που μπορεί να αγνοεί ακόμα και ο ίδιος. Η χειραγώγηση (επι)στρέφει απειλές σε ρίζες της.
 
Ο καθένας μπορεί να ισχυριστεί ό,τι θέλει, ακόμα και να βαυκαλίζεται έως και με «ζωτικές ψευδαισθήσεις». Η κόλαση κάποιου μπορεί να βρίσκεται (και) στο πώς τον βλέπουν οι άλλοι. Η φάρσα (εκ)θέτει τον άνθρωπο πιο γυμνό από το Παράλογο και κάθε δράμα. Εάν δεν μπορεί να γελάσει με τον εαυτό του, θα γελάσουν οι άλλοι. Ακόμη και εάν δεν τους κοιτά για να μην τους δει. Όπως δεν κοιτά και (σ)τον καθρέφτη για να μη δει τον τραγέλαφο του άλλου προσωπείου που φορά σαν δυσανάλογο ρούχο ως προς το πρόσωπό του. Όπως δεν βλέπει και την κόλαση που βρίσκεται στο πώς (περι)μένει να τον βλέπουν οι άλλοι. Σε κάθε περίπτωση, η ροή των εξελίξεων αποκαλύπτει τις αληθινές διαστάσεις των πραγμάτων. Κάποιος που κινεί νήματα μπορεί να γίνει ανδρείκελο κάποιου άλλου –ή και του εαυτού του– κατά την όποια απόπειρα μετατόπισής του. Ο Γκομπλέ κυνηγά τη δική του «ρεαλιστική ουτοπία» στο πρόσωπο του Βαλερά γνωρίζοντας όμως τα όριά του. Ως φιγούρα φέρει στοιχεία γνώριμα όπως π.χ. από τον επιθεωρητή Κλουζό στις ταινίες του «Ροζ Πάνθηρα». Ο ιδιοφυής απατεώνας Βαλερά εκπροσωπεί ό,τι δεν μπορεί να είναι ο Γκομπλέ. Έτσι δραματουργικά ο Γκομπλέ είναι αντίποδας του Βαλερά και ταυτόχρονα κατά κάποιον τρόπο η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Και οι δυο τους βρίσκονται έξω από το σύστημα που καθορίζει το πλαίσιο δράσης τους και ενεργούν με βάση τις δυνατότητές τους χωρίς να γίνονται μονιμότερο μέρος αυτού του μηχανισμού επιβολής συνθηκών. Μέσα από την εμμονή του ως προς τον στόχο που δεν γίνεται παρά να του διαφεύγει, ο Γκομπλέ κινείται σχεδόν με μία απερίσπαστη αγνότητα. Στην αμερόληπτη προσήλωσή του, θα μπορούσε να είναι μία παρωδία του Ιαβέρη. Ή απόγονός του.
 
Οι φωτοσκιάσεις μεταξύ αλήθειας και ψέματος μπορούν να καθορίσουν έως και αποχρώσεις ανάμεσα στο αστείο και το γελοίο κατά τη διάρκεια της (συν)ύπαρξής τους. Ασχέτως εάν και πού τα (παρα)βλέπει κανείς ή ακόμα και τα αγνοεί ή τα (απ)αρνείται. Το θέατρο απογυμνώνει κάθε δυσδιάκριτο όριο. Εκεί που ο ηθοποιός καλείται να υποδυθεί ρόλους πέραν της διαφοράς τους από τον εαυτό του καθώς προσδοκούν να εκφραστούν μέσω αυτής. Στο θέαμα επί σκηνής που ο θεατρίνος παίρνει τη θέση ενός άλλου. Με τον τρόπο που δεν το κάνει ένας άλλος. Απέναντί του κάθε φορά ένας διαφορετικός θεατής θα πάρει τη θέση ενός άλλου από την προηγούμενη και την επόμενη. Ακόμη και εάν καμιά φορά είναι ίσως και ο ίδιος άνθρωπος. Με τον τρόπο που κάθε φορά είναι μία διαφορετική παράσταση».

 

 Η παράσταση φιλοξενείται στην Κάτω Σκηνή του Από Μηχανής Θεάτρου (Ακαδήμου 13, Μεταξουργείο, τηλέφωνο επικοινωνίας: 210-5232097) κάθε Τετάρτη και Πέμπτη στις 18:00 μέχρι τις 5 Απριλίου.

Προσβασιμότητα περιεχομένου με την επιμέλεια και την πιστοποίηση της «Κίνησης Ανάπηρων Καλλιτεχνών»:

Yπέρτιτλοι στην Ελληνική και Αγγλική Γλώσσα: Εμμανουέλα Πατηνιωτάκη

Προβολή Υπέρτιτλων: Εμμανουέλα Πατηνιωτάκη, Μαρίνα Αδριανού, Χριστίνα Βάσο

Ακουστική περιγραφή: Θανάσης Παπαντωνόπουλος

Ταυτόχρονη διερμηνεία της Ελληνικής Νοηματικής Γλώσσας: Θεοδώρα Τσαποΐτη

Προγράμματα σε μεγαλογράμματη γραμματοσειρά και σε γραφή Braille

Συντελεστές της παράστασης:

Μετάφραση: Ελίνα Νταρακλίτσα
Σκηνοθεσία: Βασίλης Οικονόμου
Μουσική: Ηλίας Κουρτπαρασίδης
Χορογραφίες: Άννα Βεκιάρη
Artwork: Ivan Masteropoulos
Σχεδιασμός – Εκτύπωση θεατρικού προγράμματος: Εκδόσεις ΑΠΑΡΣΙΣ
Φωτογραφίες: Peny Delta
Δημιουργία Αφίσας: Νίκος Ιωαννίδης
Δημιουργία τηλεοπτικού trailer: Μαρία Σιδηροπούλου

Δημιουργία ραδιοφωνικού spot: Γιάννης Καστανάκης

ΠΑΙΖΟΥΝ ΜΕ ΣΕΙΡΑ ΕΜΦΑΝΙΣΗΣ:

Μάνος Τριανταφυλλάκης

Αιμιλιανή Αβραάμ

Βασίλης Οικονόμου

Μιχάλης Ταμπούκας

Χάννα Ελ Χατζ Ομάρ

Κωνσταντίνος Λούκας

Πάνος Ζουρνατζίδης

Αγγελική Νομικού

Έφη Τούμπα

Χριστίνα Τούμπα

Μαρία Μουρελάτου

Ανδρέας Ζήκουλης

Έλη Δρίβα

Ευαγγελία Σχοινά

Κατερίνα Κοντομάρκου

Σταύρος Ζαφείρης

Μαρίνα Μπεσίρη