του Κώστα Λαπαβίτσα

Η στρατηγική αυτή έφτασε στο τέλος της. Το αμέσως επόμενο διάστημα ο Αλέξης Τσίπρας θα πρέπει να λάβει πολύ δύσκολες αποφάσεις και τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως τα υπολόγιζε. Το κύριο πρόβλημα του είναι ότι πλέον δεν υπάρχει άλλος χρόνος αναμονής στην οικονομία. Το 2017 έκλεισε με ασθενική ανάπτυξη της τάξης του 1,4%, δηλαδή περίπου τη μισή από αυτή που αρχικά περίμενε ο ΣΥΡΙΖΑ. Το πλήγμα είναι πολύ μεγάλο για τους σχεδιασμούς της κυβέρνησης.

Πτώση της κατανάλωσης

Πρώτος και κυριότερος λόγος είναι η υποχώρηση της συνολικής κατανάλωσης κατά 0,2%. H ιδιωτική κατανάλωση έμεινε στάσιμη ενώ η δημόσια, δηλαδή οι αγορές αγαθών και υπηρεσιών από το κράτος, μειώθηκε κατά 1,1%. Η στασιμότητα της ιδιωτικής κατανάλωσης οφείλεται στους χαμηλούς μισθούς και τη βαρύτατη φορολογία. Η μείωση της δημόσιας κατανάλωσης οφείλεται στο θηριώδες πρωτογενές πλεόνασμα του κ. Τσακαλώτου. Εν ολίγοις, το τρίτο Μνημόνιο συνέθλιψε την κατανάλωση.

Η υποχώρηση της κατανάλωσης απεικονίζει και την εκτίναξη της ανισότητας. Στα μεγάλα αστικά κέντρα – Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα – είναι πλέον διακριτό ένα στρώμα που καταναλώνει πολυτελώς και δεν το κρύβει. Αντίθετα, στα λαϊκά στρώματα η φτωχοποίηση συνεχίζεται αμείλικτη. Το δείχνει η παρατεταμένη αδυναμία των λιανικών πωλήσεων, με πτώση του τζίρου των σουπερμάρκετ το 2017 και ορισμένα πρωτοφανή φαινόμενα.

Συγκεκριμένα, πέφτει συνεχώς η κατανάλωση των ειδών διατροφής. Πιο εντυπωσιακή και εξαιρετικά αποκαλυπτική για την κατάσταση είναι η πτώση στις πωλήσεις ζυμαρικών, ίσως και πάνω από 10%. Από την αρχή της κρίσης τα λαϊκά στρώματα στράφηκαν προς τα ζυμαρικά για να επιβιώσουν, ως την πλέον οικονομική διατροφή. Στην κοινωνία που έφτιαξαν τα Μνημόνια η φτώχεια πλέον αγγίζει το μεδούλι αναγκάζοντας τον λαϊκό κόσμο να περιορίσει ακόμη και τα ζυμαρικά. Το χάσμα είναι μεγαλύτερο από ποτέ.

Αδυναμία των επενδύσεων

Ο δεύτερος λόγος είναι η πλήρης έλλειψη δυναμισμού των επενδύσεων, οι οποίες το 2017 αυξήθηκαν μόλις κατά 15,7%, φτάνοντας περίπου τα 25δις. Να σημειωθεί ότι οι επενδύσεις πριν την κρίση ήταν περίπου 60δις το χρόνο. Ακόμη και από αυτές τις ανεπαρκέστατες επενδύσεις του 2017 ένα μεγάλο μέρος ήταν για εξοπλισμό στον τουρισμό και τις υπηρεσίες και όχι για την παραγωγή.

Η αδυναμία των επενδύσεων πηγάζει από τη μνημονιακή πραγματικότητα. Η εκτίναξη της φορολογίας και η ραγδαία αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών χτύπησε το κίνητρο για επενδύσεις. Παράλληλα, η συνεχής μείωση του τραπεζικού δανεισμού και τα ακριβά επιτόκια περιόρισαν την πρόσβαση σε πιστώσεις. Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι απολύτως ανίκανο να χρηματοδοτήσει την ανάκαμψη των επενδύσεων. Πως θα μπορούσε να είναι διαφορετικά όταν το 45% του τραπεζικού ενεργητικού είναι προβληματικά δάνεια; Αν προσθέσουμε την εκτόξευση των χρεών προς το Δημόσιο και τη συνεχιζόμενη ανυπαρξία εμπορικής πίστωσης, δεν υπάρχει κανένα μυστήριο για την αδυναμία των επενδύσεων.

Αποτυχία της «εξωστρέφειας»

Ο τρίτος λόγος είναι η φτωχή επίδοση των εξαγωγών που ανέβηκαν μόλις 6,8% το 2017, ενώ ταυτόχρονα οι εισαγωγές ανέβηκαν κατά 7,2%. Πρόκειται για την πλήρη αποτυχία των μνημονιακών πολιτικών. Από την αρχή της κρίσης ο στόχος ήταν η περιβόητη «εξωστρέφεια» για χάρη της οποίας επιβλήθηκαν ατελείωτες και οδυνηρές για τα λαϊκά στρώματα «μεταρρυθμίσεις». Οκτώ χρόνια αργότερα η δομή της ελληνικής οικονομίας παραμένει απαράλλακτη.

Καμία από τις βασικές δυσμορφίες δεν έχει θεραπευτεί. Ούτε η υπερβολική διόγκωση του κλάδου των υπηρεσιών, ούτε η αδυναμία της βιομηχανίας με την έντονη ροπή προς τις εισαγωγές, ούτε η χαμηλή παραγωγικότητα της γεωργίας, ούτε η ανύπαρκτη εθνική αποταμίευση. Τα Μνημόνια βελτίωσαν την ανταγωνιστικότητα συντρίβοντας τους μισθούς, αλλά η πτώση των μισθών δεν θα μπορούσε ποτέ να αλλάξει τη δομή της οικονομίας από μόνη της. Ακόμη και με αναιμική ανάπτυξη 1,4%, οι εισαγωγές ανεβαίνουν ταχύτερα από τις εξαγωγές και η διεθνής αδυναμία της ελληνικής οικονομίας φαίνεται καθαρά.

Και τώρα;

Θα μπορούσα να συνεχίσω γράφοντας για τη μεγαλύτερη αναπτυξιακή ζημία που έκαναν τα Μνημόνια, δηλαδή το χτύπημα στον κόσμο της εργασίας. Πως να έχει καλύτερες προοπτικές ανάπτυξης η χώρα, όταν η ανεργία παραμένει πάνω από 20%, εκατοντάδες χιλιάδων στην πιο παραγωγική τους ηλικία έχουν μεταναστεύσει, και οι νέες δουλειές είναι ότι χειρότερο από πλευράς μισθού και συνθηκών;

Μόνο όποιος εθελοτυφλεί δεν αναγνωρίζει ότι τα Μνημόνια σταθεροποίησαν τη χώρα μέσω της φτώχειας, χωρίς να έχουν δημιουργήσει προοπτικές ανάπτυξης. Η Ελλάδα είναι πια σε ιστορική τροχιά στασιμότητας και περιθωριοποίησης.

Και τώρα;

  • Πρώτον και άμεσα, η χώρα χρειάζεται τόνωση της συνολικής ζήτησης που μπορεί να προκύψει με μείωση της φορολογίας, αύξηση των μισθών και αύξηση της δημόσιας κατανάλωσης και των επενδύσεων. Δηλαδή απαιτείται άμεση απαλλαγή από τα εξωφρενικά πρωτογενή πλεονάσματα του 3,5% μέχρι το 2022. Πράγμα που είναι απολύτως αδύνατον χωρίς βαθιά ελάφρυνση του χρέους που πλέον έχει ξεπεράσει το 180% του ΑΕΠ.
  • Δεύτερον και επιτακτικά, η Ελλάδα χρειάζεται στοχευμένη βιομηχανική και αγροτική πολιτική, με συστηματική πιστωτική στήριξη για την αναδιάταξη της οικονομίας της προς όφελος της παραγωγής. Και προς θεού, όχι άλλες «μεταρρυθμίσεις».

Μπορούν αυτά να γίνουν εντός της ΟΝΕ και χωρίς ευθεία σύγκρουση με την ΕΕ; Ο γράφων είναι της άποψης ότι είναι απολύτως αδύνατον. Αλλά αυτός που πραγματικά πρέπει να απαντήσει στο ερώτημα είναι η κυβέρνηση και ειδικά το αναπτυξιακό πρόγραμμα του Ευκλείδη Τσακαλώτου, το οποίο αναμένεται σύντομα.

Το πιθανότερο είναι ότι θα κάνει προτάσεις του τύπου «περιορίζουμε τη φοροδιαφυγή και το λαθρεμπόριο», «βελτιώνουμε τη δημόσια διοίκηση», «αξιοποιούμε τα προγράμματα του ΕΣΠΑ», κλπ. Δηλαδή θα συνεχιστεί η ίδια αδιέξοδη πορεία, αλλά με ωραία και παχιά λόγια. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι θα προταθεί κάτι διαφορετικό από ανθρώπους που έχουν συμβιβαστεί ολοκληρωτικά.

Οι σκληρές επιλογές της κυβέρνησης

Τον Αύγουστο του 2018 τελειώνει και τυπικά το τρίτο Μνημόνιο. Για μια χώρα με την αδύναμη οικονομία της Ελλάδας οι επιλογές θα είναι δύσκολες. Από η μια, η «μη καθαρή έξοδος» στις αγορές θα χρειαστεί προληπτική γραμμή στήριξης από τους δανειστές, πράγμα που σημαίνει συνέχιση της ανοιχτής εποπτείας. Το πολιτικό κόστος θα είναι μεγάλο. Από την άλλη, η «καθαρή έξοδος» που φαίνεται να προτιμάει η κυβέρνηση, για μια χώρα με την αδύναμη οικονομία της Ελλάδας ενέχει μεγάλο κίνδυνο υψηλών επιτοκίων και ίσως και δυσκολίας έκδοσης ομολόγων.

Η «καθαρή έξοδος» θα απαιτήσει επίσης «μαξιλάρι» 15-20δις ευρώ, το οποίο μπορεί να δημιουργηθεί μόνο με επιπλέον δανεισμό σήμερα. Πρόκειται βέβαια για το άκρο άωτο του παραλογισμού μια χώρα στην κατάσταση της Ελλάδας να αυξάνει το δημόσιο χρέος της και να κρατάει τα χρήματα νεκρά ως «μαξιλάρι», ενώ αντιμετωπίζει τόσο μεγάλο πρόβλημα επενδύσεων. 

Η εξίσωση γίνεται ακόμη πιο σύνθετη αν ληφθεί υπόψη ότι η «καθαρή έξοδος» θα απαιτήσει την ολοκλήρωση της τελευταίας αξιολόγησης, πράγμα που σημαίνει εκτόξευση των πλειστηριασμών το 2018 και το 2019. Χιλιάδες κατοικίες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα βγουν στο σφυρί με τεράστιο πολιτικό κόστος.

Τέλος, το 2019 υπάρχουν ειλημμένες υποχρεώσεις του τρίτου Μνημονίου για περαιτέρω περικοπή συντάξεων και μεγάλη μείωση του αφορολογήτου. Στις ήδη τραγικές συνθήκες των λαϊκών στρωμάτων θα προστεθεί μια ακόμη εκτίναξη της φτώχειας για εργαζόμενους, συνταξιούχους και ανέργους. Η ζωή για τα λαϊκά στρώματα θα γίνει πραγματικά αβίωτη.

Ο Αλέξης Τσίπρας θα πρέπει λοιπόν σύντομα να λάβει σκληρές αποφάσεις γιατί ο χρόνος αναμονής τελείωσε. Θα πρέπει να το κάνει καθώς συνεχώς εμφανίζονται νέες τεράστιες πιέσεις, ιδίως στις διεθνείς σχέσεις της χώρας με την Τουρκία, την Κύπρο και τα Βαλκάνια. Ταυτόχρονα, αναδύεται βαριά οσμή σήψης από το κοινωνικό σώμα μετά από οκτώ χρόνια Μνημονίων και τρία χρόνια ΣΥΡΙΖΑ. Το σκάνδαλο Νοβάρτις, αλλά και η εισβολή του ολιγάρχη των ΜΜΕ με το πιστόλι στο γήπεδο, δείχνουν την πικρή πραγματικότητα της χρηματισμού και της ασυδοσίας των ανώτερων στρωμάτων στην Ελλάδα σήμερα.

Ο μνημονιακός συμβιβασμός, η «κωλοτούμπα» και ο κυνισμός κέρδισαν τρία χρόνια εξουσίας για τον ΣΥΡΙΖΑ. Τα έργα και ημέρες του Αλέξη Τσίπρα τελειώνουν. Πλησιάζει η ώρα της πληρωμής.