του Βασίλη Νάστου

Στην παρουσίαση των ομάδων το κοινό μούδιασε, κάτι στην ομοιομορφία ράγισε. Η αναγγελία των αρχικών πεντάδων ήταν ένα σοκ. Οι Miners παρέτασσαν 5 μαύρους παίχτες: Bobby Joe Hill, David Lattin, Orsten Artis, Harry Flournoy, Willie Worsley, ενώ στον πάγκο κάθονταν, μαζί με 4 λευκούς και ένα Μεξικανό, οι Willie Cager και Nevil Shed. Όλοι παιδιά από τα γκέτο, από τα playgrounds και από μικρότερα κολέγια που έβλεπαν το ταλέντο τους να βυθίζεται κάτω από το βάρος του ρατσισμού, της μισαλλοδοξίας και να κρύβεται στο βαθύ σκοτάδι που επικρατούσε. Ήταν, όμως, παιδιά διψασμένα και είχαν μόλις φτάσει στην πηγή. Η εικόνα έμοιαζε προκλητική, σχεδόν ύβρις. Στον τελικό του κολεγιακού μπάσκετ ομάδα με 5 μαύρους; Μα, σε όλο το Νότο μόνο τρεις ομάδες είχαν μαύρους και αυτός ο κερατάς έβαλε πέντε και μάλιστα βασικούς; Η αλήθεια ήταν ότι ο Don Haskins το είχε ξανακάνει. Συνήθως έπαιζε με 3 μαύρους «πενταδάτους». Εκείνη την ημέρα, όμως, ξεπέρασε κάθε όριο.

Από την άλλη μεριά οι Wildcats, λευκοί όλοι, με προπονητή έναν άνθρωπο που εκπροσωπούσε τις κατεστημένες αξίες της εποχής και υποσχόταν ότι αυτό το κακόγουστο πανηγύρι σύντομα θα λάμβανε τέλος. Άλλωστε, φαίνεται να είχε δηλώσει (κάτι που ο Haskins τόνισε ότι δεν θυμάται να έχει ειπωθεί) πως «δεν υπάρχει περίπτωση να μας κερδίσει μια ομάδα με μαύρους». Η τάξη ήταν έτοιμη να αποκατασταθεί. Η αυστηρότητα του Rupp ήταν εγγύηση.

Το ξεκίνημα του αγώνα έφερε τους Wildcats μπροστά με μια βολή του τότε «All-American» Pat Riley. Καλή αρχή. Οι Miners μουδιασμένοι, έμειναν πίσω στο σκορ. Τότε ήταν η ώρα του Bobby Joe Hill, ενός παιδιού από το Detroit. «Bobby Joe Hill steals the ball». Οι Miners περνούν μπροστά. Στην επόμενη φάση ο Hill παίζει και πάλι υποδειγματική άμυνα, κλέβει την μπάλα ξανά, οι Miners ακόμα πιο μπροστά. Time out. Οι Miners στο 16-11. Αυτό ήταν! Δεν θα ξανακοίταζαν ποτέ πάλι πίσω. Μέχρι το τελικό 72-65. Οι Miners κέρδισαν ένα παιχνίδι στο οποίο απλά δεν μπορούσαν να χάσουν. Γιατί δεν ήταν ένα απλό παιχνίδι. Ήταν κάτι παραπάνω από αυτό. Πολύ παραπάνω! Μόνο που ακόμα δεν το είχαν συνειδητοποιήσει. Τουλάχιστον όχι όλοι.

«Οι μαύροι μπασκετμπολίστες είναι καλοί αθλητές σίγουρα. Όμως έχουν χαμηλή ευφυΐα, είναι απείθαρχοι, ατίθασοι, τεμπέληδες, δεν μπορούν να παίξουν οργανωμένα». «Το “Niger ball” ήταν λίγο καλύτερο από αυτό που παίζουν οι μαϊμούδες», ισχυρίστηκε η «Baltimore Sun» για τους Miners. Αυτές ήταν, γενικά, οι κυρίαρχες απόψεις, σε μια εποχή που το κολεγιακό μπάσκετ κυριαρχούνταν από λευκούς (κατάσταση που απηχούσε την αντίληψη ότι το κολεγιακό μπάσκετ ήταν το «ορθόδοξο»). Απέναντι στην καλοκουρδισμένη μηχανή του Adolph «the Baron» Rupp ο Haskins έπαιξε μόνο  με 7 παίχτες. Και ήταν όλοι τους μαύροι, με τη σύμφωνη γνώμη και των λευκών συμπαιχτών τους που, με μια πικρή προθυμία, κάθισαν εκείνη την ημέρα στον πάγκο. Οι Miners κέρδισαν τους αντιπάλους, επιστρατεύοντας ό,τι θεωρούνταν, μέχρι τότε, «λευκό» αγωνιστικό χαρακτηριστικό. Πειθαρχία, εξυπνάδα, ομαδικότητα, αυταπάρνηση, σύνεση, πίστη, τα οποία μπόλιασαν με νεύρο και λίγο «όνειρο». Αυτό το μείγμα αποτέλεσε τη συνταγή του Don Haskins για την επιτυχία.

Ο coach Haskins ήταν μια φιγούρα που ακόμα δεν είχε συνειδητοποιήσει το βαθμό στον οποίο εξέτρεψε εκείνη την ημέρα το ρου της ιστορίας του αθλητισμού –και όχι μόνο. Μετακόμισε στο Texas το 1961, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, και έχοντας εμπειρία μόνο από τοπικά λύκεια. Συμφώνησε να λαμβάνει μισθό μικρότερο από αυτόν που ήδη έπαιρνε. ήταν το τίμημα του κυνηγιού της δόξας. Οι Miners θα ήταν η τρίτη του δουλειά. Εκεί βρήκε μια μετριότατη ομάδα, με λιγοστό ταλέντο, συνηθισμένη στην ήττα. Το Texas Western, άλλωστε, έδινε έμφαση στο American Football. Ο Haskins, όμως, ήθελε να κερδίζει. Και, για το λόγο αυτό, έκανε το καλύτερο δυνατό scouting. Οι καλύτεροι διαθέσιμοι παίχτες που βρήκε ήταν, όλοι τους, μαύροι. Έτσι, λοιπόν, δεν δίστασε, παρόλο που τα χρόνια εκείνα το χρώμα του δέρματος καθόριζε ακόμα την κοινωνική θέση, την προοπτική. Δεν δίστασε, παρόλο που βρισκόταν στο συντηρητικό και ρατσιστικό Νότο.  Σε αυτήν του την απόφαση, να υπογράψει μαύρους παίχτες, ρόλο επιτέλεσε και το ίδιο του το παρελθόν. Όταν ήταν 13 χρονών, στην Oklahoma όπου μεγάλωσε, είδε έναν μαύρο στρατιωτικό να πίνει νερό από ένα νιπτήρα που προοριζόταν μόνο για μαύρους. Σκέφτηκε τότε ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν καλός για να σκοτωθεί για την πατρίδα του, όχι όμως για να πιει νερό από την ίδια βρύση που έπιναν οι λευκοί. Σε εφηβική ηλικία είχε ένα φίλο ισάξιό του –ή και καλύτερο- στο μπάσκετ, ο οποίος δεν έγινε δεκτός από κάποιο κολέγιο, ακριβώς επειδή ήταν μαύρος. Ο Haskins έπαιξε κολεγιακό μπάσκετ, αντιλήφθηκε, όμως, από πρώτο χέρι τι σημαίνει «κοινωνικός αποκλεισμός».

Οι προθέσεις του φάνταζαν τρέλα, αν λάβει κανείς υπόψη το κλίμα της εποχής. Το κολεγιακό μπάσκετ αποτελούσε άβατο για τους μαύρους. Αμφισβητούνταν όχι απλά το ταλέντο τους, αλλά το ίδιο τους το δικαίωμα να παίξουν ενάντια σε λευκούς αθλητές. Το Μάρτιο του 1961, τη χρονιά που ο Haskins έφτασε στο Texas, ο γερουσιαστής του Mississippi Billy Mitts είχε καταφέρει, με τη βοήθεια ενός τοπικού δικαστή, να εκδώσει ένταλμα σύλληψης σε περίπτωση που ο προπονητής ή οι υπεύθυνοι της διοίκησης των Mississippi State Maroons επιχειρούσαν να αφήσουν την ομάδα να παίξει απέναντι στο Loyola, του οποίου η ομάδα μπάσκετ ήταν μεικτή φυλετικά. Αντίστοιχη πολιτική ακολουθούσε η Alabama και η Louisiana. Την εποχή εκείνη υπήρχε άτυπη (μη ανακοινώσιμη) ρήτρα για τους προπονητές του NCAA, η οποία απαγόρευε να συνυπάρχουν στο παρκέ πάνω από δύο μαύροι παίχτες. Επίσης, οι περισσότεροι μαύροι αθλητές ήταν αποκλεισμένοι από κολέγια υψηλής αναγνώρισης. Μέχρι το 1960, και ειδικά στο νότο, παρά το νόμο περί «κατάργησης του διαχωρισμού», πολλά κολέγια κρατούσαν τους μαύρους μακριά από τον αθλητισμό. Επικρατούσε ένας φόβος, που εκφραζόταν και μέσω του κολεγιακού αθλητισμού, ότι το μπάσκετ θα ήταν έμμεση οδός για τους μαύρους να εισέλθουν μελλοντικά σε άλλες πτυχές της κοινωνίας, ενώ θα τούς δινόταν η ευκαιρία για κοινωνική ανέλιξη. Μεγάλος ήταν και ο φόβος μιας πιθανής ήττας της ομάδας των λευκών από μια ομάδα μεικτή, κάτι που θα έθετε εν αμφιβόλω το εφεύρημα της φυλετικής ανωτερότητας.

Στο επαγγελματικό μπάσκετ τα πράγματα δεν ήταν πιο ρόδινα. Παρά την ύπαρξη μαύρων αστέρων, ο ρατσισμός δεν είχε εκλείψει. Και αν για τον τεράστιο Wilt Chamberlain, τον μαύρο γίγαντα που σε ένα μόνο παιχνίδι είχε κάποτε βάλει 100 πόντους, η διαχείρισή του ήταν πιο εύκολη, όπως έγραφε και ο Aram Goudsouzian, λόγω της φήμης, του εκτοπίσματος, της εγωπάθειας και της πολιτικής του τοποθέτησης (ήταν υποστηρικτής του ρεπουμπλικανικού κόμματος), δεν συνέβαινε το ίδιο και με τους άλλους μαύρους των περιοχών, όπου κατά καιρούς έμενε ο Chamberlain. Οι επιχειρήσεις, τα μπαρ, τα εστιατόρια που τότε τον σέρβιραν, φαίνεται ότι αρνούνταν την ίδια υπηρεσία σε άλλους μαύρους. Για τον πιο μετριοπαθή Bill Russell, τον ηγέτη μαύρο center των Celtics, ο ρατσισμός αποτέλεσε ένα βίωμα μάλλον τραυματικό. Το σπίτι του βανδαλίστηκε και ρατσιστικά συνθήματα γράφτηκαν στους τοίχους του, ενώ συχνά λάμβανε απειλητικά μηνύματα. Η απόσυρσή του από την ενεργό δράση φανέρωσε ότι ποτέ δεν έγινε αγαπητός στη Βοστώνη, μια πόλη που μπορεί να μην ανήκει στον αμερικανικό νότο, ωστόσο είχε τότε συντηρητικά ανακλαστικά άλλου τύπου. Όταν η φανέλα με το 6 αποσύρθηκε στον ουρανό του Boston Garden το 1972, μόνο μια χούφτα ανθρώπων ήταν εκεί, για να τιμήσουν τον άνθρωπο που οδήγησε την ομάδα της πόλης σε συναπτές κατακτήσεις πρωταθλημάτων. Ούτε τα τηλεοπτικά συνεργεία ήταν παρόντα. Οι Celtics επανέλαβαν την τελετή στις 26 Μαΐου του 1999, για να αποδώσουν στον Bill Russell τις τιμές που τού αναλογούσαν.

Σε αυτό το περιβάλλον, ο Haskins δεν επάνδρωσε και δεν προπόνησε απλά μια ομάδα, αλλά προέβη σε πράξη βαθιά πολιτική. Ωστόσο, δεν είχε εγκαίρως συνειδητοποιήσει το βάρος αυτής. Το είχε ο ίδιος δηλώσει στους «Los Angeles Times»: «δεν ήμουν ένα πρωτοπόρος, δεν ένοιωθα έτσι, όταν παίζαμε με το Kentucky. Έπαιξα απλά με τους καλύτερους παίχτες της ομάδας μου, που τύχαινε να είναι μαύροι. Στο μυαλό μου ήταν απλά παιδιά και κάποια από αυτά μπορούσαν να παίξουν το άθλημα». Έτσι ξεκίνησε μια πορεία προς το όνειρο. το δικό του και –κυρίως- μιας ολόκληρης κοινωνικής ομάδας που στεκόταν στο περιθώριο και περίμενε ένα ξέσπασμα, μια αφορμή να δείξει ότι δεν ζητούσε τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από την ισοτιμία και την αξιοπρέπειά της.

Βέβαια, ακόμα κι αυτή η πορεία, δεν ήταν χωρίς εμπόδια, καθώς οι Miners έπεφταν συχνά θύματα διαιτητικής δυσμένειας –«ανθρώπινα λάθη» και αυτά. Ακόμα χειρότερα, οι παίκτες των Miners δέχονταν συχνά απειλές και σωματικές ή λεκτικές επιθέσεις από ρατσιστές στις διάφορες πόλεις που αγωνίζονταν. Ωστόσο, δεν λύγισαν. Και στον τελικό του Maryland’s Cole Field House η ιστορία γράφτηκε με γράμματα ολόχρυσα.

Τα προβλήματα δεν τελείωσαν εκεί. Η προπαγάνδα εις βάρος της ομάδας και του «φίλου των νέγρων» συνεχίστηκε και τις επόμενες χρονιές. Ο Don Haskins κατηγορήθηκε ότι είχε υπογράψει παίχτη από το Tennessee State Prison, ενώ αυτός ήταν από το Tennessee State College, φήμη που φαίνεται ότι υιοθέτησε και διακίνησε και ο μεγάλος χαμένος του 1966, Adolph Rupp. Επίσης, τα πρώτα χρόνια μετά την επιτυχία, αρκετά ΜΜΕ, θέλοντας να τον υποβαθμίσουν, ανέφεραν πως ο Haskins αντί να βοηθάει εκμεταλλεύεται τους μαύρους! Το «Sports Illustrated» αμφισβήτησε ότι οι παίχτες του Haskins σπούδαζαν. Εδώ αξίζει να αναφερθεί παρενθετικά ότι τέσσερις από τους επτά μαύρους παίχτες των Miners πήραν το πτυχίο τους, ενώ από τους Wildcats οι τέσσερις από τους πέντε starters (συμπεριλαμβανομένου του Pat Riley) δεν τα κατάφεραν. Την επόμενη χρονιά, το 1967, στο Dallas, ο Haskins και η ομάδα του απειλήθηκαν ότι, αν έπαιζαν, θα δολοφονούνταν. Φυσικά και έπαιξαν. Οι σπασμωδικές κινήσεις έμελλε να συνεχιστούν, αλλά, πλέον, οι Miners δεν φοβούνταν. Ούτε τα απειλητικά γράμματα που δεν σταμάτησε ποτέ ο Haskins να παραλαμβάνει τον τρομοκρατούσαν. Πλέον, οι πρωταθλητές του NCAA ήταν μια ομάδα με μαύρους πρωταγωνιστές και ένα λευκό προπονητή. «Περπατούσαμε με το μετάλλιο περασμένο στο λαιμό, ήμασταν οι πρωταθλητές του 1966. Ήταν περίεργο. Θυμηθείτε, η κοινωνία δεν ήταν ακόμα έτοιμη», είπε ο Nevil Shed. Καμιά φορά δεν έχει τόση σημασία αν είναι κανείς έτοιμος, πόσο μάλλον αν είναι η κοινωνία. Αυτή, μάλλον, δεν είναι ποτέ έτοιμη. Σημασία έχει να μπει το νερό στο αυλάκι. Και είχε πλέον μπει.

Το αυλάκι σύντομα έγινε ποτάμι και μάλιστα ορμητικό. Πολλά κολέγια, για να γίνουν ανταγωνιστικά, υπέγραφαν μαύρους μπασκετμπολίστες. Αρκετά πανεπιστήμια αναίρεσαν την απαγόρευσή τους προς τους μαύρους αθλητές. Ο αντίκτυπος της νίκης των Miners στο Νότο ήταν τεράστιος: κάθε περιφέρεια είχε, πλέον, τουλάχιστον μια ομάδα στην οποία οι μαύροι αθλητές είχαν ενεργό ρόλο. Το Auburn και η Florida θα υπέγραφαν τέσσερις παίχτες στα επόμενα πέντε χρόνια, ενώ το παράδειγμα θα ακολουθούσαν και άλλες, όπως το LSU. Ώσπου το 1970 ο Adolph Rupp υπέγραψε στο Kentucky  τον πρώτο μαύρο μπασκετμπολίστα, τον Tom Payne.

Οι καταστάσεις άλλαζαν ραγδαία στη δεκαετία του ’60 και του ’70 και μετά το πρωτάθλημα του Texas Western. Οι μαύροι αποκτούσαν πρωταγωνιστικό ρόλο, σε μια διαδικασία που δεν είχε απαραίτητα κινηματικό χαρακτήρα, είχε, όμως, όλες εκείνες τις ιδιομορφίες που πολλαπλασίαζαν τη δύναμη των κοινωνικών ελατηρίων που διαμορφώνονταν. Σε αυτό το περιβάλλον εμφανίστηκαν και πρωταγωνίστησαν προσωπικότητες όπως o Jackie Robinson, ο Muhammad Ali, o John Carlos, ο Arthur Ashe. Αρκεί να σκεφτούμε, σε ένα άλλο επίπεδο, ότι 1966 ο Careem Abdul-Jabbar ήταν ακόμα δεκαεννιά ετών, ο Magic Johnson, ο οποίος θα είχε μετέπειτα προπονητή τον Pat Riley, ηγέτη του Kentucky, εννιά και ο Michael Jordan τριών. Αλήθεια, ποιος μπορεί να πει ότι το μπάσκετ θα ήταν το ίδιο χωρίς τον Don Haskins; Κάποιες φορές, δεν χρειάζεται να έχεις επίγνωση τι ακριβώς σκοπεύεις να κάνεις. Αρκεί απλά να το κάνεις. Η επίγνωση θα είναι πιο γλυκιά, όταν θα βλέπεις το αποτέλεσμα.

Ο Don Haskins εισήλθε στο «Naismith Memorial Basketball Hall of Fame» το 1997, ενώ παρέμενε πάντα πιστός στις αρχές του, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Μάλιστα, είχε αρνηθεί δύο φορές να συναντήσει τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζορτζ Μπους, στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Φέτος συμπληρώνονται 52 χρόνια από την ιστορική εκείνη βραδιά και δέκα από το θάνατό του, στις 7 Σεπτεμβρίου του 2008. Δεν ξέρω αν το όνομα Don Haskins θα καταχωρηθεί σε κάποια από τις σελίδες της ιστορίας ή αν ο χρόνος, που, καθώς περνάει, όλα τα θολώνει, θα το αφήσει να κρυφτεί στην ομίχλη που σκεπάζει το παρελθόν. Άλλωστε αυτή η κάπως ιδιότυπη και πού και πού εκλεκτική –πότε ως ψηλομύτα και πότε ως ευσυγκίνητη- κυρία με το βαρύ και αόριστο όνομα «Ιστορία» έχει κριτήρια που δεν είναι πάντα σαφή και σίγουρα δεν είναι ποτέ σταθερά. Όμως με αυτά επιμένει να επιλέγει και να διασώζει, καθιστώντας αθάνατους κάποιους –μόνο- από τους ανθρώπους που πάτησαν το πόδι τους σε τούτη εδώ τη γη, σε όλη την ιστορική διαδρομή της ανθρωπότητας. Ίσως το όνομα του Don Haskins εξυπηρετεί την ιδιοτελή προπαγάνδα της σημερινής άρχουσας τάξης που σπεύδει να κάνει ανέξοδο ανθρωπισμό, οικειοποιούμενη τις πράξεις ανθρώπων με μεγαλείο, για να καλύψει τη δική της γύμνια. Ίσως και να της περνά αδιάφορο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι το στίγμα που ο coach Haskins άφησε στην ανθρωπότητα είναι τεράστιο και ανεξίτηλο. Και ο σπόρος που φύτεψε έχει ήδη βλαστήσει. Και θα καρπίσει κι άλλο, υπάρχουν θεματοφύλακές του, ακόμα και αν αγνοούν το όνομα του σπορέα.