του Γιώργου Μουργή

Μια Σύμβαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και μια απάνθρωπη Συμφωνία

 
Δύο χρόνια μετά την εφαρμογή της συμφωνίας Ευρωπαϊκής Ένωσης – Τουρκίας επιβεβαιώθηκαν οι φόβοι όλων ότι μπήκε και πολιτικά η ταφόπλακα στα ανθρώπινα δικαιώματα προσφύγων και μεταναστών, ταυτόχρονα με τη δημιουργία μιας Ευρώπης-φρούριο με τη σφραγίδα των ηγετών εκείνης της Συνόδου. Μια συμφωνία κατάφωρης παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
 
Φράχτες, συρματοπλέγματα, ΝΑΤΟ, FRONTEX, συνοριοφύλακες και στο βάθος το κλείσιμο των ευρωπαϊκών συνόρων και κάθε πύλης εισόδου προς τη Γηραιά Ήπειρο μέσα από τις βαλκανικές διόδους.
 
Η ξενοφοβική, ισλαμοφοβική, ρατσιστική λογική που επικράτησε σε βάρος των προσφύγων με την υπογραφή του ελληνικού Κοινοβουλίου και με τις ψήφους των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ , κατάργησε ουσιαστικά το άρθρο 14 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του ΟΗΕ.
 
Διακήρυξη που, ήδη από το 1948, αναγνωρίζει το δικαίωμα των ατόμων να ζητήσουν άσυλο γιατί κινδυνεύουν σε άλλες χώρες, και άρθρο στο οποίο στηρίχθηκε η Σύμβαση για το Καθεστώς των Προσφύγων -γνωστή ως Σύμβαση του 1951 ή Σύμβαση της Γενεύης- η οποία καθορίζει τις αρμοδιότητες και τις υποχρεώσεις των κρατών που χορηγούν άσυλο.
 
Είναι ενδιαφέρον να μην ξεχνάμε ότι η Σύμβαση για το Καθεστώς των Προσφύγων δημιουργήθηκε για να εγγυηθεί τα δικαιώματα των Ευρωπαίων προσφύγων που προκάλεσε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Η Σύμβαση απέκτησε διεθνή χαρακτήρα με το Πρωτόκολλο του 1967, το οποίο αφαίρεσε τους πρότερους γεωγραφικούς και χρονικούς περιορισμούς, μιλώντας πια για πρόσφυγες χωρίς κανένα γεωγραφικό περιορισμό.
 
Και ενώ όλα αυτά αποτελούν ακρογωνιαίο λίθο του καθ’ ημάς πολιτισμού, βλέπουμε μετά από τη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας, το ίδιο το Ευρωπαϊκό Δίκαιο να αυτοκαταργείται, ενώ η παραδοχή της καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων διατυπώνεται ρητά από πολλές μεριές, προτάσσοντας ισχυρές αντιρρήσεις απέναντι στις αίολες προφάσεις που διατυπώθηκαν ως δήθεν νομικό πλαίσιο.
 
Η αναγνώριση, δε, της Τουρκίας ως «ασφαλούς τρίτης χώρας» μέσα από τη Συμφωνία, μόνο οργή προκαλούσε τότε, επιβεβαιώνοντας σήμερα τις καταγγελίες για τις πρακτικές του ερντογανικού καθεστώτος και τη χρησιμοποίηση των προσφύγων για τα πολιτικά, οικονομικά ή γεωστρατηγικά σχέδιά του. Μπορεί κανείς να πιστέψει -ακόμα κι αν υπάρχουν αποφάσεις, όπως έχει εκδώσει και το δικό μας ΣτΕ, που χαρακτηρίζουν την Τουρκία ως «ασφαλή τρίτη χώρα»- ότι δεν παραβιάζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα, ότι οι πρόσφυγες που είναι εγκλωβισμένοι ή επιστρέφονται – απελαύνονται εκεί θα έχουν ανθρώπινη αντιμετώπιση, όταν δεν είναι ασφαλής ούτε για τους ίδιους τους πολίτες της, την ώρα που χιλιάδες Τούρκοι φυλακίζονται επειδή αντιτίθενται στο καθεστώς Ερντογάν; 
 
Τα επίδικα σημεία της συμφωνίας, πλέον, δεν αφορούν μόνο στην ανακοπή των προσφυγικών ροών κατά την εφαρμογή του σχεδίου όπου γίνεται επιπλέον λόγος για κλειστά κέντρα φύλαξης, κράτησης, διαχωρισμού ανθρώπινων ψυχών σε πρόσφυγες και «παράτυπους μετανάστες», αλλά και στον τρόπο επαναπροώθησής τους.
 
Είναι σκόπιμο να θυμηθούμε σε αυτό το σημείο την ίδια τη Σύμβαση όπου προβλέπονται τα δικαιώματα αυτών των ανθρώπων, μεταξύ των οποίων και η προστασία από την αναγκαστική επιστροφή ή απέλαση. Ουσιαστικά, απαγορεύεται η απέλαση, η βίαιη ή χωρίς θέληση επιστροφή, διατυπώνοντας το αναφαίρετο δικαίωμα του πολιτικού ασύλου, καθιστώντας σαφώς τα δικαιώματα αυτά αναφαίρετο τμήμα του διεθνούς δικαίου.
 

Η Ευρώπη του «ουμανισμού» και του «πολιτισμού»

 
Ωστόσο, στη συντριπτική τους πλειονότητα τα ευρωπαϊκά κράτη αρνούνται, ελαφρά τη καρδία και με συνοπτικές διαδικασίες, την ολιστική λύση του προβλήματος στη βάση ενός συγκροτημένου και οργανωμένου σχεδίου μετεγκατάστασης των προσφύγων στην επικράτειά τους.

Η Γηραιά Ήπειρος, η Ευρώπη του ουμανισμού και του πολιτισμού, απεμπόλησε η ίδια με τη στάση της τις αρχές από τις οποίες υποτίθεται ότι εμφορείται. Αποδεικνύει στην πράξη ότι όχι μόνο δεν ξέχασε την αποικιοκρατική της πολιτική, άλλα συνεχίζει να ακολουθεί την ίδια πρακτική που εφάρμοζε επί αιώνες με την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά τη σκοτεινή της περίοδο.
 
Ασκώντας κυβερνητική πολιτική, ο ΣΥΡΙΖΑ απεμπόλησε στο μέγιστο βαθμό όλες τις ανθρώπινες αξίες που απορρέουν από τη Σύμβαση της Γενεύης. Επέδειξε μία εκ των ων ουκ άνευ αντιφατική πολιτική στο ανθρώπινο δράμα των προσφύγων -σε αντίθεση με την πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας η οποία στέκεται πολιτικά και ανθρωπιστικά αλληλέγγυα, έμπρακτα, ηθικά αλλά και υλικά από το υστέρημά της, στην εποχή της δικής της ανθρωπιστικής κρίσης- εκχωρώντας τη διαχείριση της κρίσης του προσφυγικού στην Υπάτη Αρμοστεία και πλείστες όσες αμαρτωλές ΜΚΟ, προς ίδιον κομματικό όφελος.
 
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ συναίνεσε στη μετατροπή της χώρας σε ένα απέραντο παράνομο στρατόπεδο κράτησης – συγκέντρωσης, στερώντας από τους πρόσφυγες πολέμου και τους μετανάστες που κατά τα άλλα δικαιούνται προστασίας, τη στοιχειώδη αξιοπρεπή διαβίωση και ελευθερία. Κατέστησε, έτσι, κενό γράμμα τις αρχές δικαίου που διέπουν τον ευρωπαϊκό πολιτισμό όπως και την ίδια τη Σύμβαση της Γενεύης για την προστασία της ζωής και των δικαιωμάτων του ανθρώπου, με την επιλογή των κλειστών συνόρων σε μια Ευρώπη-φρούριο.

Οι νεκροί σε όλους τους προσφυγικούς καταυλισμούς, οι απόπειρες αυτοκτονίας, όσοι και όσες ξεπαγιάζουν στα κέντρα κράτησης, οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης ανήλικων παιδιών, ο υποσιτισμός και οι ανύπαρκτες υποδομές υγιεινής, η ανυπαρξία ιατρικής φροντίδας, αποτελούν την εικόνα μιας αβάσταχτης καθημερινότητας η οποία συνεχίζει να υφίσταται την ώρα που κατασπαταλώνται προς άγνωστες ή υπόγειες διαδρομές εκατομμύρια ευρωπαϊκών κονδυλίων στο όνομα της δήθεν ανθρωπιστικής βοήθειας.

Ένα κράτος που αρνείται πεισματικά να επιλύσει το πρόβλημα για κάτι λιγότερο από εξήντα χιλιάδες συνανθρώπους μας, αφήνοντάς τους να σαπίζουν στην τύχη τους μέσα στις αποθήκες ψυχών που εργολαβικά παραχώρησε σε ιδιώτες ή στη νέα «ΜΟΜΑ» του Καμμένου και οι οποίες κατασκευάστηκαν χωρίς προδιαγραφές για ανθρώπινη φιλοξενία.

Σύμφωνα με στοιχεία της ελληνικής κυβέρνησης, σήμερα, λίγο μετά την συμπλήρωση δύο χρόνων από τη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας δηλαδή, περισσότεροι από 13.000 άντρες, γυναίκες και παιδιά παραμένουν παγιδευμένοι στα ελληνικά νησιά.
 
Η Διεθνής Αμνηστία, μεταξύ άλλων, αναφέρει σχετικά:

«Στα hotspots στη Λέσβο, τη Χίο, τη Σάμο, την Λέρο και την Κω, όπου φιλοξενούνται οι περισσότεροι αιτούντες άσυλο βρίσκονται ακόμα 10.000 άνθρωποι σε εγκαταστάσεις με συνολική χωρητικότητα για 6.246 άτομα. Ο αριθμός τους ενδέχεται να αυξηθεί, καθώς όλο και περισσότεροι αιτούντες άσυλο έρχονται παραδοσιακά μέσω της θαλάσσιας οδού κατά τους θερινούς μήνες, διογκώνοντας έτσι την ανθρωπιστική κρίση στα νησιά.

»Πολλοί άνθρωποι αναγκάζονται να κοιμούνται στο πάτωμα ή σε σκηνές ακατάλληλες για το κρύο και τις έντονες βροχοπτώσεις στα νησιά. Γυναίκες και παιδιά, που πιθανόν να έχουν εκτεθεί σε βία και εκμετάλλευση στις χώρες από τις οποίες διέφυγαν, αντιμετωπίζουν τώρα αυξημένους κινδύνους σεξουαλικής βίας και παρενόχλησης, εν μέσω των εντάσεων, της έλλειψης ασφάλειας και του συνωστισμού στα κέντρα υποδοχής. Βασικές υποδοχές όπως οι τουαλέτες και το μπάνιο δεν είναι προσβάσιμες για άτομα με αναπηρία.

»Η περιορισμένη δυνατότητα των γιατρών και δικηγόρων στα hotspot σημαίνει πως η πλειοψηφία των ανθρώπων δεν λαμβάνουν την κατάλληλη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη ή επαρκή νομική πληροφόρηση και εκπροσώπηση, την οποία δικαιούνται. Επίσης, τα περισσότερα παιδιά δεν πηγαίνουν στο σχολείο. Ο συνωστισμός, οι άσχημες συνθήκες διαβίωσης, η ελλιπής πρόσβαση σε υπηρεσίες και η αβεβαιότητα για το μέλλον έχουν επιδεινώσει τις εντάσεις μέσα στα hotspot».

Την ίδια ώρα, ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης, Διευθυντής της Διεθνούς Αμνηστίας Ελλάδας τονίζει ότι:

«Η πολιτική περιορισμού έχει μετατρέψει τα ελληνικά νησιά, από σύμβολα αλληλεγγύης σε ανοιχτές φυλακές, όπου οι ζωές των ανθρώπων έχουν τεθεί σε αναμονή για μήνες, πράγμα που προκαλεί επιπρόσθετη δυστυχία. Οι ελληνικές Αρχές, με την υποστήριξη της ΕΕ, πρέπει να μεταφέρουν τους πρόσφυγες σε ασφαλείς συνθήκες στην ηπειρωτική Ελλάδα».

Από τη μεριά του, ο Γερμανός κυβερνητικός εκπρόσωπος, Στέφεν Ζάιμπερτ, υπερασπιζόμενος τα 2 χρόνια της Συμφωνίας μέσα από μια δήθεν ανθρωπιστική ρητορική, δήλωσε ότι «Μέσω αυτής της συμφωνίας επετεύχθη η αποτελεσματική αντιμετώπιση της θανάσιμης επιχείρησης των διακινητών στο Αιγαίο και αυτό σημαίνει ιδιαίτερα, ότι από την ώρα που τέθηκε σε ισχύ η συμφωνία πνίγηκαν κατά την προσπάθειά τους να φτάσουν στην Ελλάδα πολύ λιγότεροι άνθρωποι από ό,τι πριν».

Η εύστοχη απάντηση που δίνει ο Ανδρέας Τάκης, επίκουρος καθηγητής της Νομικής Σχολής ΑΠΘ, στο «Χρονικό μιας προαναγγελθείσας κρίσης» για το προσφυγικό – μεταναστευτικό ζήτημα, όμως, είναι η εξής:

Σε θεσμικό τουλάχιστον επίπεδο, η ελληνική κυβέρνηση μαζί με όλες τις ευρωπαϊκές, «εξακολουθούν επίμονα να καμώνονται πως, παρά τις όποιες δυσκολίες, διατηρείται η κανονικότητα στην προώθηση και εφαρμογή των βασικών ευρωπαϊκών πολιτικών για τα σύνορα, τη μετανάστευση και το άσυλο. Το τίμημα της συντήρησης του πολιτικού αυτού μύθου ωστόσο, μεταφράζεται καθημερινά σε συνεχόμενους πνιγμούς αβοήθητων μεταναστών και των οικογενειών τους προσπαθώντας να διασχίσουν τα λίγα μόλις μίλια που χωρίζουν τα παράλια από τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης που η Ευρωπαϊκή Ένωση θέλει να πείσει εαυτήν ότι είναι».
 

Φράχτης ζωής η πολιτική αλληλεγγύη

 
Οι αρχές που θεμελιώθηκαν μέσα από ανθρωπιστικούς, αντιπολεμικούς αγώνες υπεράσπισης των αδυνάτων, της θρησκευτικής ή πολιτισμικής διαφορετικότητας, ενάντια στον ρατσισμό, την ξενοφοβία, τη μισαλλοδοξία και μέσα από τους πολιτικούς αγώνες των κινημάτων, καμία σχέση δεν έχουν με το σχέδιο που επωάζεται από τη φοβική γραφειοκρατία των Βρυξελλών.
 
Η ανθρωποφαγική εξίσωση που συμπεριλαμβάνεται στη συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας: ένας πρόσφυγας προχωράει ένας γυρίζει πίσω, ένα κέντρο φιλοξενίας για ένα κέντρο κράτησης και μία απέλαση για μία παραμονή, αποτελεί μέρος ενός σχεδίου των ευρωπαϊκών ηγεσιών στο παιχνίδι καταστρατήγησης των ανθρώπινων αξιών και των συνθηκών της διεθνούς νομιμότητας για την αντιμετώπιση των προσφυγικών ροών.

Η επιβολή, δε, κατασταλτικών μηχανισμών που ενεργοποιούνται μέσω στρατιωτικών σχεδίων στο όνομα της δήθεν φύλαξης των κλειστών συνόρων, αποτελεί το μακρύ χέρι του ΝΑΤΟ στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και του Αιγαίου.
 
Στο όνομα της δήθεν ασφάλειας των ευρωπαϊκών κρατών εξακολουθούν να θυσιάζονται εκατοντάδες χιλιάδες ψυχές προσφύγων.

Σε έναν κόσμο που πολιτικές του αξίες είναι ο τρομοκρατικός κρατικός κατασταλτικός μηχανισμός, η ακροδεξιά φοβική ρητορεία και ο εκμαυλισμός του ανθρώπινου ιδεώδους, φράχτης δικός μας οφείλει να είναι η αγκαλιά που καλοδέχεται κάθε ανθρώπινη υπόσταση, κάθε φυλής και κάθε χρώματος. Φράχτης αξιοπρέπειας, ζωής και υπεράσπισης του ανθρώπου και των ελευθεριών του.

Στη διαχωριστική γραμμή που χαράζει η συλλογική δράση και το πολιτικό κίνημα αλληλεγγύης απέναντι σε κάθε ξενοφοβική κραυγή, τα συρματοπλέγματα και οι φράχτες παραμένουν η ντροπή του δυτικού πολιτισμού, σύνορο κλειστό που περιχαρακώνει εντός του κάθε νεοφιλελεύθερη, ακροδεξιά, νεοφασιστική, ρατσιστική εκδοχή που επιβάλλεται να τσακιστεί.
 
«Όσο περισσότερο θα πλησιάζει η ευρωπαϊκή πολιτική στα αδιέξοδα που ορθώνει η αντιφατικότητά της, τόσο πιο άνετα θα αισθάνονται οι πολιτικοί εκπρόσωποι τού εθνικιστικού και ξενόφοβου λαϊκισμού της άκρας δεξιάς στην Ευρώπη να επισημαίνουν ότι η μόνη διαφυγή από τα αδιέξοδα αυτά βρίσκεται στη χρήση θανάσιμης βίας ως μέσου αποτροπής της παραβίασης του κοινού ευρωπαϊκού συνόρου» συνεχίζει ο επίκουρος καθηγητής Νομικής, Ανδρέας Τάκης.

Η πολιτική συνθήκη που κρίνει την ανθρωπιστική υπόσταση του δυτικού πολιτισμού και των κρατών και ο στόχος της ενσωμάτωσης των προσφυγικών – μεταναστευτικών πληθυσμών σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο είναι το στοίχημα της επόμενης μέρας στη διαχείριση της προσφυγικής υποδοχής. 

Αν αποτύχουμε, αξίζει να αναρωτηθούμε τι θα έχει απομείνει από τον ευρωπαϊκό ανθρωπισμό μετά τη νέα αυτή σκοτεινή περιπέτεια στην οποία φαίνεται να βυθίζεται η Ευρώπη.