Η κόρη μου πηγαίνει στο προνήπιο. Στην εθνική μας γιορτή έκανε τη Σουλιώτισσα, χόρεψε το χορό του Ζαλόγγου (με το σχετικό τραγούδι που λέγαμε κι εμείς στο Δημοτικό) πέφτοντας όχι από βουνό, όπως καθησυχαστικά μού εξήγησε, αλλά από ένα παγκάκι. Τη ρώτησα γιατί πέφτουν από το παγκάκι-βουνό και μου απάντησε «γιατί μας κυνηγάνε οι Τούρκοι». Στο νηπιαγωγείο της κάνουν προσευχή τέσσερις (4!) φορές την ημέρα, έμαθαν ποιηματάκι για τους Τρεις Ιεράρχες και πήγαν και εκδρομή στο Πολεμικό Μουσείο. Ναι, καλά διαβάσατε, στο Πολεμικό Μουσείο.

Μου δημιουργήθηκε η περιέργεια να μάθω πόσο συνηθισμένο και λογικό είναι να βάζουμε παιδάκια να κάνουν ότι πηδάνε από βουνά επειδή τα κυνηγάνε Τούρκοι. (Ανακάλυψα και μια σχετική διδακτορική διατριβή από την οποία έχω αντλήσει κάποιες πληροφορίες). Οι σχολικές γιορτές χρησιμεύουν ακριβώς προκειμένου να εμπεδωθεί η εθνική συνείδηση εξ απαλών ονύχων. Ο τρόπος με τον οποίον γίνεται αυτό θα είναι αναγκαστικά απλοϊκός. Δεν είναι πολύ εύκολο να εξηγήσεις σε ένα μικρό παιδάκι ότι αυτές που πέσαν από το Ζάλογγο τις κυνηγούσαν στρατεύματα που ήταν μαζί μουσουλμανικά και χριστιανικά, ούτε ότι την ίδια στιγμή τα «καπάκια» ήταν συμφωνίες Ελλήνων οπλαρχηγών με τους Τούρκους πολύ συνηθισμένες τον καιρό εκείνον και ότι την περίφημη εθνική επανάσταση συνόδευσε κανονικός εμφύλιος, στον οποίον ήταν φυσιολογικό Έλληνες να πυρπολούν τα πλοία του εθνικού στόλου πριν από τη δολοφονία του Καποδίστρια για να μην πέσουν στα χέρια της κυβέρνησης.

Έτσι, όταν διαβάζουμε ότι  «ολόκληρο το έθνος ανταποκρίθηκε σύσσωμο», ότι «ξεσηκώθηκε σαν ένας άνθρωπος» και ότι σε αυτόν τον αγώνα «μετείχε ολοψύχως ολόκληρος ο ελληνικός λαός», μπορούμε, ή για την ακρίβεια οφείλουμε, να είμαστε κάπως επιφυλακτικοί. «Ο άνθρωπος του ’21 στέκει για μας τους επιγόνους ο ανέσπερος ήλιος της τέλειας πράξης και της τέλειας ιδέας, γιατί ο αγώνας τους είναι η τέλεια πράξη, η τέλεια αρετή, η τέλεια αξία», έλεγε η εγκύκλιος του Υπουργείου το 1960. (Τα αποσπάσματα προέρχονται από το βιβλίο Υμνώντας το έθνος. Ο ρόλος των σχολικών γιορτών στην εθνική διαπαιδαγώγηση σ.71, 84.)

Η παιδική φαντασία λοιπόν θα τραφεί καταρχάς με την ιδέα ότι οι κακοί Τούρκοι κυνηγάνε καλές Σουλιώτισσες οι οποίες πέφτουν από παγκάκια-βουνά και πεθαίνουν. Καταρχάς θα ήθελα να πω ότι δεν βρίσκω ιδιαιτέρως συναρπαστική τη συζήτηση που είχε γίνει πριν από κάποια χρόνια σε σχέση με την ιστορική ακρίβεια της αφήγησης του χορού του Ζαλόγγου, με αφορμή τις δηλώσεις της Μαρίας Ρεπούση. (Εδώ μια κατατοπιστική καταγραφή από τον Σαραντάκο.) Είναι φυσιολογικό, σε οτιδήποτε αγγίζει τις ρίζες της συνείδησής μας, να υπάρχουν θύλακες μυθολογίας, που δεν σημαίνουν απλοϊκή εξαπάτηση, αλλά τον τρόπο με τον οποίον οι ιδέες οργανώνονται σε σύμβολα. Δεν πιστεύω λοιπόν ότι η συζήτηση τελειώνει με τη διαπίστωση των ιστορικών που εξηγούν πως η γνωστή ταινία και το τραγούδι (γραμμένο το 1908) για το Ζάλογγο δεν απηχούν ακριβώς την πραγματικότητα. Πέρα από τις εθνικιστικές κορώνες, αυτό θα πρέπει να είναι η αφετηρία της συζήτησής μας (ομοίως και για το κρυφό σχολειό). Εξάλλου θα ήταν δύσκολο να συντεθεί και να τραγουδηθεί το τραγούδι την ίδια στιγμή. Αυτά όμως είναι μάλλον αυτονόητα. Ποιο είναι λοιπόν το ζήτημα για μένα;

Οι πρόγονοί μας ενίοτε πολεμούσαν, δεν ζούσαν αγαπημένοι με τους Τούρκους. Ζούσαν όμως και αγαπημένοι. Όπως επίσης δεν σφάζονταν μόνο Έλληνες και Τούρκοι. Αν το ερώτημά μας είναι αν θα έπρεπε να έχουμε μία ιστορία απαλλαγμένη από το σκοτάδι των σφαγών και του μίσους, θα έλεγα ότι όχι, η δική μου επιθυμία θα ήταν τουλάχιστον από μία ηλικία και μετά να μπορούμε να εξηγούμε με ειλικρίνεια ότι η ανθρώπινη ιστορία περιέχει ανδραγαθήματα, χυδαιότητα, μίσος, καλοσύνη, αλληλεγγύη και εκμετάλλευση, καιροσκοπισμό και ιδεαλισμό σε ένα μείγμα παράξενο και εντελώς απρόβλεπτο. Η ιδέα όμως ότι μαθαίνω στο παιδί μου για καλούς Έλληνες και κακούς Τούρκους μού είναι απεχθής.

Η πολιτική προπαγάνδα, και μάλιστα η εθνικά φορτισμένη πολιτική προπαγάνδα που ξεκινάει από την παιδική ηλικία, είναι κάτι ανατριχιαστικό. Θυμόμαστε τα πιτσιρίκια της νεολαίας Μεταξά με τον γνωστό ενεργειακό χαιρετισμό, καθώς επίσης και το παιδάκι που ηρωοποιήθηκε από τους ναζί διότι πρόδωσε τους γονείς του γιατί δεν ήταν ναζιστές. Σε παρόμοιο πνεύμα η κινεζική κυβέρνηση το 1930 εξηγούσε ότι μεγαλώνει τα παιδιά του έθνους, όχι τα παιδιά της οικογένειας, και προώθησε τη στρατιωτική οργάνωση των σχολείων. Ομοίως, η προσφιλής μας Αμερική γνωρίζει το κίνημα των σημαιών στα σχολεία το 1888 και μάθαινε στα παιδάκια πολύ πρόσφατα να μισούν τον Σαντάμ Χουσεΐν. Δεν θα τους εξήγησαν για τις παλιές φιλίες του Χουσεΐν με τον Ράμσφελντ, φαντάζομαι, όπως κι εμείς δεν εξηγούμε λεπτομέρειες στις σχολικές γιορτές.

Αν ρωτούσε κανείς πώς πρέπει να διαχειριστούμε το ζήτημα παιδαγωγικά, δεν πιστεύω καθόλου ότι είμαι κατάλληλος να δώσω τις απαντήσεις. Δεν ξέρω πώς θα μπορούσε να υπάρξει επίσημη παιδεία χωρίς να σαρώσει τις διακρίσεις, τις αποχρώσεις και την πολυπλοκότητα των ζητημάτων που ισοπεδώνει κάθε εθνική αφήγηση. Εγώ δεν είπα στην κόρη μου ούτε για τα καπάκια ούτε για τους χριστιανούς εχθρούς. Απλώς με έπιασαν τα γέλια όταν μου έλεγε για τον Τούρκο που τις κυνηγάει και θέλω να ελπίζω ότι μέσα σε μία παιδεία που προσπαθεί με κάθε τρόπο να κάνει τους ανθρώπους πολεμοχαρείς εγώ θα έχω καταφέρει τουλάχιστον να μην υψώνω τους τόνους του μίσους.

Επειδή ξέρω ότι σε αυτά τα ζητήματα όλοι βλέπουμε πολύ πιο εύκολα την καμπούρα του γείτονα και όχι τη δική μας, σπεύδω να διευκρινίσω ότι δεν επιθυμώ να εμφυσήσω κανενός είδους μίσος, και αυτό περιλαμβάνει και τους δικούς μου εχθρούς. Δηλαδή ούτε η παιδαγωγική μου αλλά ούτε και η κοσμοθεωρία μου θα επέτρεπε να βάλω ένα πεντάχρονο παιδάκι να μισεί μπάτσους, δικαστές ή ό,τι άλλο είναι τέλος πάντων ο στόχος του αριστερού μίσους. Δεν ξέρω πόσο και για πόσο θα μου πέφτει λόγος για το τι πιστεύει η κόρη μου αλλά ξέρω ότι στο βαθμό που έχει σημασία τι σκέφτομαι εγώ, δεν θα ήθελα να εμφυσήσω σε κανένα πεδίο την έπαρση του ανθρώπου που αγαπάει τον εαυτό του και τους ομοίους του και απεχθάνεται, υποτιμά ή και μισεί μια κατηγορία ανθρώπων.