των Shuaib Almosawa και Maryam Saleh στο The Intercept

Λίγες στιγμές πιο μετά, ο ξάδερφος του Άμερ, ο Χασάν, ξύπνησε με φωτιά και καπνό να βγαίνει από το διαλυμένο φορτηγό και άκουσε το βούισμα του αεροσκάφους πάνω από το κεφάλι του. Είχε πληγές στο δεξί του χέρι, το πόδι και το κεφάλι. Κομμάτια της οβίδας αφαιρέθηκαν αργότερα από το σώμα του. Αλλά ο Άμερ ήταν με το ζόρι αναγνωρίσιμος. Το χτύπημα είχε κάψει το σώμα του και το είχε διαμελίσει τόσο, που πέθανε ακαριαία.

Σε τηλεφωνική συνέντευξη με το The Intercept, ο Χασάν, 19 χρονών, δήλωσε ότι οι πρώτοι που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα για βοήθεια ήταν απρόθυμοι να έρθουν στην περιοχή, επειδή ανησυχούσαν για ένα πιθανό δεύτερο χτύπημα από το μη επανδρωμένο αεροσκάφος που συνέχιζε να βρίσκεται πάνω από εκείνο το σημείο. Ο ίδιος και η οικογένειά του έμειναν να αναρωτιούνται πώς ο στρατός των ΗΠΑ πέρασε για μαχητή έναν μαθητή της πέμπτης τάξης.

«Ήταν πολύ μικρός για να συμμετάσχει [σε οποιαδήποτε μαχητική ομάδα]», δήλωσε ο Χασάν. Ο Άμερ Σαλέχ Χουραϊντάν ο νεότερος θείος του Άμερ, είπε στο The Intercept: «Δεν υπάρχει κανένας απολύτως σύνδεσμος με την Αλ Κάιντα».

Το χτύπημα που σκότωσε τον Άμερ ήταν η πρώτη από τις τρεις επιθέσεις κοντά στο αλ- Χούντχι μέσα σε μια εβδομάδα. Επτά ακόμα άνθρωποι σκοτώθηκαν από επιθέσεις στις 7 και 9 Μαρτίου, σύμφωνα με μέλη της φυλής αλ-Μαχασίμα στην οποία ανήκαν όλοι οι νεκροί. Οι ανεξάρτητες πηγές στην περιοχή της Υεμένης, καθώς και η διεθνής ομάδα δικαιωμάτων Reprieve, επιβεβαίωσαν τις αναφορές των μελών της φυλής. Τα θύματα, όπως ανέφεραν, ήταν φτωχοί άνθρωποι που εκτοπίστηκαν από την επαρχία αλ-Τζοφ, αφού ανατράπηκαν οι ζωές τους μετά τους πολέμους που ξέσπασαν από το 2014. Κανένας τους δεν είχε κάποια σχέση με το Ισλαμικό κράτος ή την Αλ Κάιντα της Αραβικής Χερσονήσου, γνωστή ως AQAP, όπως είπαν οι πηγές.

Δύο μέρες μετά τον θάνατο του Άμερ, ένας άνδρας με το όνομα Σάλεχ αλ-Γουχέρ ήταν στην κορυφή ενός λόφου στο αλ-Χούντχι, αναζητώντας σύνδεση κινητής τηλεφωνίας για να κάνει ένα τηλεφώνημα. Περίπου στις 5 μ.μ., ένας πύραυλος ήρθε από τον αέρα και τον σκότωσε, σύμφωνα με ένα μέλος της οικογένειάς του και ανεξάρτητους παρατηρητές στην Υεμένη.

Επειδή η περιοχή είχε γίνει στόχος δύο φορές μέσα σε δύο ημέρες, τα μέλη των φυλών πήγαν στο αλ-Χούντχι για να παροτρύνουν τους κατοίκους να μεταφερθούν σε ασφαλέστερο μέρος. Στις 9 Μαρτίου, έξι μέλη της φυλής- τρία από αυτά τα ενήλικα παιδιά του Αμπντουλάχ αλ-Κίλμπελ αλ-Ουχάιρ, του τοπικού αρχηγού της φυλής, και άλλα τρία ενήλικα εγγόνια του- οδηγούσαν πίσω στο Μαρίμπ, όταν ένα μη επανδρωμένο αεροσκάφος στόχευσε σε μια περιοχή που ονομάζεται αλ-Αμπρ, περίπου στις 5 μ.μ. Και οι έξι σκοτώθηκαν.

«Όλα τα θύματα ήταν από εκτοπισμένες οικογένειες που δεν είχαν καμία σχέση με την τρομοκρατία και ζουν κάτω από δύσκολες συνθήκες σε σκηνές», δήλωσε ο Μπαράα Σιμπάν, ένας υπάλληλος της Case Repeller, ο οποίος τουίταρε σχετικά τη δολοφονία του Άμερ την ημέρα που συνέβη.

«Η κεντρική διοίκηση των ΗΠΑ πραγματοποίησε έξι χτυπήματα κατά της AQAP στην Υεμένη αυτό το μήνα, όλα  στην επαρχία του Χάντραμουτ, σε συνεργασία με την κυβέρνηση της Υεμένης», δήλωσε ο εκπρόσωπος της CENTCOM, Ερλ Μπράουν απαντώντας σε ερωτήσεις του The Intercept. (Όταν αναφέρθηκε ο θάνατος του Άμερ στην περιοχή της Υεμένης, λεγόταν ότι δολοφονήθηκε στο Μαρίμπ, αλλά αργότερα έγινε σαφές ότι το χτύπημα είχε πραγματοποιηθεί στο Χάντραμουτ, καθώς επέστρεφε στο Μαρίμπ).

Ο Μπράουν δεν απάντησε σε ερωτήσεις σχετικά με τις λεπτομέρειες των χτυπημάτων, συμπεριλαμβανομένων των θυμάτων και των ημερομηνιών. Του ζητήθηκε να σχολιάσει συγκεκριμένα τον θάνατο του Άμερ και είπε: «Σας ευχαριστούμε που μας θίξατε αυτό το ζήτημα. Παίρνουμε σοβαρά αυτούς τους ισχυρισμούς και εξετάζουμε το θέμα».

Ο πόλεμος στον οποίο ηγούνται οι Σαουδάραβες εναντίον των ανταρτών Χούτι στην Υεμένη και που είναι σύμμαχοι του Ιράν έφτασε στον τέταρτο χρόνο του τη Δευτέρα. Τον Σεπτέμβριο του 2014, οι Χούτι πήραν τον έλεγχο της πρωτεύουσας, της Σαναά, διώχνοντας τον πρόεδρο Αμπντ αλ-Ραμπ Μανσούρ αλ-Χαντί. Έξι μήνες αργότερα, ένας συνασπισμός υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας και υποστηριζόμενος από τις ΗΠΑ ξεκίνησε μια στρατιωτική εκστρατεία για την επιστροφή του Χαντί στην εξουσία. Ο συνασπισμός βομβάρδισε τα αστικά κέντρα, πυροδότησε μια επιδημία χολέρας και ώθησε εκατομμύρια ανθρώπους στα όρια της πείνας.

Εν τω μεταξύ, ο πόλεμος των ΗΠΑ με μη επανδρωμένα αεροσκάφη στην Υεμένη- ο οποίος είχε σκοπό να στοχεύσει την AQAP και έχει συνεχιστεί για σχεδόν μια δεκαετία- έχει χαθεί κατά πολύ στο παρασκήνιο των γεγονότων. Και όπως και άλλα κομμάτια του επονομαζόμενου αμερικανικού πολέμου κατά της τρομοκρατίας, έχει δολοφονήσει εκατοντάδες άμαχους.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες έκαναν ένα μοναδικό χτύπημα με μη επανδρωμένο αεροσκάφος στην Υεμένη το Νοέμβριο του 2002, χωρίς να προχωρήσουν σε κάτι άλλο μέχρι το 2009, όταν ξεκίνησε η εκστρατεία. Από τον Ιανουάριο του τρέχοντος χρόνου έχουν πραγματοποιήσει τουλάχιστον 302 αεροπορικές επιθέσεις στη χώρα, εκ των οποίων οι 129 πραγματοποιήθηκαν το 2017, σύμφωνα με το Γραφείο Ερευνητικής Δημοσιογραφίας, μια ανεξάρτητη ομάδα που παρακολουθεί τους πολέμους των ΗΠΑ. Το γραφείο εκτιμά ότι τα χτυπήματα των αμερικανικών αεροσκαφών έχουν σκοτώσει μεταξύ 166 και 210 πολίτες της Υεμένης από το 2002.
Σε μια έκθεση της 12ης Μαρτίου στο Κογκρέσο, η κυβέρνηση του Τραμπ σημείωσε ότι, εκτός από τα συνεχιζόμενα χτυπήματα κατά της AQAP, οι δυνάμεις των ΗΠΑ πραγματοποίησαν αεροπορικές επιθέσεις εναντίον στόχων της ISIS στην Υεμένη για πρώτη φορά τον περασμένο Οκτώβριο.

Το Πεντάγωνο αναφέρει ότι η νομική βάση για αυτά τα χτυπήματα στην Υεμένη προέρχεται από την Άδεια για την Χρήση Στρατιωτικής Βίας (Authorization for the Use of Military Force, AUMF) του 2001. Ο νόμος αυτός, που έχει υποστηριχθεί από τρεις διαδοχικές κυβερνήσεις, δίνει στον στρατό το δικαίωμα να επιτεθεί στους δράστες των τρομοκρατικών επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου και εκείνων που συνδέονται με αυτές. Οι κριτικοί σημειώνουν ότι η AUMF έχει διευρυνθεί χωρίς όρια και τώρα χρησιμοποιείται για τη νομιμοποίηση επιθέσεων εναντίον ομάδων όπως το ISIS που δεν υπήρχαν το 2001.

Η AUMF του 2001 «επέτρεψε έναν διαφορετικό πόλεμο εναντίον ενός διαφορετικού αντιπάλου», δήλωσε η Χίνα Σάμσι, διευθύντρια του Σχεδίου Εθνικής Ασφάλειας της Αμερικανικής Ένωσης Πολιτικών Ελευθεριών. «Πολλοί πολίτες έχουν σκοτωθεί με σχεδόν καμία αναγνώριση ή αποζημίωση και ακόμα περισσότεροι φαίνεται ότι θα πεθάνουν με τους νέους κανόνες κρυφών δολοφονιών της κυβέρνησης του Τραμπ, οι οποίοι μειώνουν την ισχύ σημαντικών διασφαλίσεων για την αποτροπή χτυπημάτων ενάντια άμαχου πληθυσμού». Η Σάμσι αναφερόταν στην απόφαση της κυβέρνησης του Τραμπ για την αλλαγή των κριτηρίων για το πότε θα μπορεί η CIA ή ο στρατός να επιτεθεί σε ύποπτους τρομοκράτες.
«Η κυβέρνησή μας αυξάνει την καταστροφή και τον πόνο του λαού της Υεμένης με πάρα πολλούς τρόπους», ανέφερε.

Στην έκθεσή της προς το Κογκρέσο νωρίτερα αυτό το μήνα, η κυβέρνηση του Τραμπ απέκρυψε από το κοινό τις λεπτομέρειες σχετικά με την εξάρτησή της από την AUMF του 2001 για τα θανατηφόρα χτυπήματα  στην Υεμένη. Σε μια ενότητα με τίτλο «Οι βάσεις για τον εθνικό νόμο για τη χρήση της στρατιωτικής δύναμης των ΗΠΑ», η κυβέρνηση παραπέμπει τους αντιπροσώπους σε ένα απόρρητο παράρτημα για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή της AUMF του 2001 σε «συγκεκριμένες ομάδες και άτομα».

«Είναι απίστευτο και επικίνδυνο το ότι σε μια δημοκρατία, η κυβέρνηση πρέπει να κρύψει από τον λαό της τους αντιπάλους με τους οποίους ισχυρίζεται ότι βρίσκεται σε πόλεμο και τους κανόνες που εφαρμόζει για τη δολοφονία ανθρώπων», δήλωσε η Σάμσι.

Πολλά από τα θύματα που σκοτώθηκαν από τα χτυπήματα στην Υεμένη, αφού έγινε πρόεδρος ο Ντόναλντ Τραμπ, ήταν είτε άμαχοι πολίτες είτε μη-AQAP μαχητές που δραστηριοποιούνται στον αγώνα ενάντια των Χούτι, δήλωσε ένας ανώτερος αξιωματούχος της υπηρεσίας πληροφοριών της Υεμένης στο αλ-Τζοφ ο οποίος ζήτησε να μείνει ανώνυμος γιατί δεν έχει την  άδεια να μιλήσει στον Τύπο.
Ο αξιωματούχος, ο οποίος συνδέεται με την κυβέρνηση Χαντί, δήλωσε ότι τα χτυπήματα των ΗΠΑ θα πρέπει να συντονίζονται από την κυβέρνηση της Υεμένης.

Αν και η CENTCOM είπε ότι τα χτυπήματα του Μαρτίου γίνονται στην πραγματικότητα σε συντονισμό με την κυβέρνηση της Υεμένης, ορισμένοι παρατηρητές αμφισβητούν ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει πάντα, ή ότι γενικότερα ισχύει.
Τα χτυπήματα από τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη «συμβαίνουν λόγω της αδυναμίας [της κυβέρνησης του Χαντί]. Πρέπει να υπάρξει ένα κράτος δικαίου και η απαγόρευση οποιασδήποτε παρέμβασης, είτε πρόκειται για γειτονικό ή άλλο κράτος», ανέφερε ο αξιωματούχος της υπηρεσίας πληροφοριών, αναφερόμενος τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και στον συνασπισμό υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας.

Ο υπουργός Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Υεμένης, Μοχάμεντ Ασκάρ, εξέφρασε επίσης την οργή του για τα χτυπήματα. «Καταδικάζω τους εξωδικαστικούς φόνους που έλαβαν χώρα», ανέφερε στο τουίτερ. «Αυτές οι πρακτικές δεν θα εξυπηρετήσουν έναν πόλεμο κατά της τρομοκρατίας αλλά θα συμβάλουν στη διεύρυνσή του».

Αυτές οι κριτικές από αξιωματούχους της Υεμένης φέρνουν στο φως την έντονη σχέση μεταξύ της αδύναμης κυβέρνησης του Χαντί και των αμερικανικών αξιωματούχων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Μετά από την επιχείρηση-κομάντο των ΗΠΑ στην Υεμένη τον Ιανουάριο του 2017, που σκότωσε τουλάχιστον δώδεκα πολίτες, συμπεριλαμβανομένων γυναικών και παιδιών, ο Μουχίν Χασρόφ, αξιωματούχος του υπουργείου Άμυνας της Υεμένης, δήλωσε ότι η κυβέρνηση του Χαντί δεν είχε προηγούμενη γνώση της επίθεσης. Η κυβέρνηση της Υεμένης μεταβίβασε τη δυσαρέσκειά της στις Ηνωμένες Πολιτείες. «Είπαμε ότι στο μέλλον πρέπει να υπάρξει περισσότερος συντονισμός με τις αρχές της Υεμένης πριν από οποιαδήποτε επιχείρηση και ότι πρέπει να εξεταστεί η κυριαρχία μας», δήλωσε πέρυσι ο Αχμέτ Μπιν Μουμπάρακ, πρεσβευτής της Υεμένης στην Ουάσινγκτον.

Αλλά ο Αμπντουράζακ αλ-Τζαμάλ, δημοσιογράφος της Υεμένης, δήλωσε ότι πιστεύει πως τα χτυπήματα σκοτώνουν περισσότερους πολίτες τώρα από ότι πιο παλιά. (Οι εξωτερικοί παρατηρητές, όπως το Γραφείο Ερευνητικής Δημοσιογραφίας, δεν έχουν πολλά στοιχεία για πολλά πρόσφατα χτυπήματα, γεγονός που σημαίνει ότι πιθανόν να μην έχουν καταγραφεί πολλές δολοφονίες άμαχου πληθυσμού.)

«Υπάρχει κάτι που μοιάζει με τύφλωση της αμερικάνικης υπηρεσίας πληροφοριών», δήλωσε ο αλ-Τζαμάλ. «Είναι ξεκάθαρο ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες  δυσκολεύονται ήδη να επιτύχουν τους στόχους τους εντός [της AQAP]».
Αυτό μπορεί εν μέρει να οφείλεται στο γεγονός ότι η AQAP και η ISIS συμμετέχουν πλέον στον αγώνα κατά των Χούτι και σε ορισμένες περιπτώσεις αγωνίζονται μαζί με τις δυνάμεις που υποστηρίζονται από το συνασπισμό. «Ο αγώνας ενάντια στους Χούτι βοήθησε την AQAP να ισχυροποιήσει [τις σχέσεις της με τις επαρχίες που έχουν γίνει στόχος των αμερικανικών αντιτρομοκρατικών προσπαθειών] και να γίνει ακόμα ισχυρότερη», ανέφερε το Just Security πέρυσι. «Η τρομοκρατική ομάδα χρησιμοποίησε τον εμφύλιο πόλεμο ως πολιτική ευκαιρία και κέρδισε έδαφος».

Αν και η AQAP έχει σημαντική παρουσία σε όλη την Υεμένη, συμπεριλαμβανομένων των αλ-Μπέιντα, Ταΐζ και Άντεν, η παρουσία και η δραστηριότητά της έχουν μειωθεί σημαντικά στο αλ-Τζοφ και το Μαρίμπ. Ένας ακτιβιστής με βάση το Μαρίμπ, ο οποίος θέλησε να μείνει ανώνυμος εξαιτίας του κινδύνου που διατρέχει αν μιλήσει δημοσίως για την AQAP, δήλωσε ότι η ομάδα έχει περιορισμένη παρουσία στην επαρχία από τα τέλη του 2014, με εξαίρεση μερικές μικρές επιθέσεις. Η στρατολόγηση της AQAP στην περιοχή δεν είναι πλέον σημαντική, δήλωσε ο παρατηρητής, επειδή οι φυλές είναι τώρα ενωμένες ενάντια σε έναν κοινό εχθρό: τους Χούτι.

Η ιστορία του Χασάν, του 19χρονου τραυματία στο χτύπημα που σκότωσε τον ξάδελφό του Άμερ, αποτελεί παράδειγμα της πολύπλοκης σύνδεσης των πολέμων στην Υεμένη.

Ο Χασάν είναι στρατιώτης σε στρατιωτική μονάδα που συνδέεται με τον Χαντί, που μάχεται ενάντια των αντάρτες Χούτι. Στην πραγματικότητα, όταν έγινε το χτύπημα, λέει ότι μόλις είχε  επιστρέψει από μια εγκατάσταση στο αλ-Ιατάμα, μία από τις πρώτες γραμμές στην επαρχία αλ-Τζοφ. Με άλλα λόγια, από το 2015, έχει κατά κάποιο τρόπο αγωνιστεί στην ίδια πλευρά με τις ΗΠΑ, όμως παραλίγο να σκοτωθεί από τους υποτιθέμενους συμμάχους του.

Οι τοπικές πηγές ήταν κατηγορηματικές στο ότι ούτε ο Χασάν, ούτε ο Άμερ, ούτε κανένα από τα άλλα επτά θύματα των χτυπημάτων αυτού του μήνα ήταν στην AQAP ή στην ISIS.

Ένας τοπικός ακτιβιστής που προέρχεται από το αλ-Τζοφ και έχει πηγές στην AQAP, δήλωσε ότι ο Άμερ δεν είχε καμία σχέση με την Αλ Κάιντα (όπως και οι περισσότεροι άνθρωποι από τους οποίους πάρθηκε συνέντευξη για αυτή την ιστορία, ο ακτιβιστής θέλησε να μείνει ανώνυμος επειδή μίλησε για τις δραστηριότητες των μαχητών, κάτι που μπορεί να τον βάλει σε κίνδυνο). Ένα μέλος της φυλής και ένας τοπικός δημοσιογράφος επιβεβαίωσαν την αναφορά του ακτιβιστή σχετικά με τον Άμερ και είπαν ότι κανένα από τα θύματα των επακόλουθων χτυπημάτων δεν είχε δεσμούς με τρομοκρατικές ομάδες. Ο Άμερ Σάλεχ Χουταϊντάν, ο θείος του 13χρονου Άμερ, δήλωσε ότι γνώριζε και τα θύματα του χτυπήματος 9ης Μαρτίου, και ότι δεν ήταν μέλη μαχητικών ομάδων όπως η AQAP, αν και τέσσερις από αυτούς είχαν πολεμήσει μαζί με στρατιωτικές μονάδες που ήταν συμμαχικές με τον συνασπισμό της Σαουδικής Αραβίας.

Ο ακτιβιστής είπε ότι μερικά μέλη της φυλής αλ-Μαχασίμα ανήκουν στην AQAP, αλλά εκείνοι που σκοτώθηκαν όχι. Ο Χασάν, ο επιζών, μπορεί να έχει συναντήσει μερικά μέλη της Αλ Κάιντα», δήλωσε ο ακτιβιστής, αλλά δεν ήταν μέλος. (Ο αξιωματούχος της υπηρεσίας πληροφοριών της Υεμένης δήλωσε στο The Intercept ότι τα μέλη της αλ-Μαχασίμα που ανήκαν στην AQAP είχαν σκοτωθεί εδώ και πολύ καιρό. Για παράδειγμα, ο θείος του αλ-Γουχέρ, αυτού που σκοτώθηκε από ένα μη επανδρωμένο αεροσκάφος αυτό το μήνα αναζητώντας σήμα κινητής τηλεφωνίας, ήταν επικεφαλής της AQAP, και δολοφονήθηκε πριν από πέντε χρόνια, σύμφωνα με έναν από τους συγγενείς του αλ-Γουχέρ.) Ο πατέρας του Άμερ, σημείωσε ο ακτιβιστής, ήταν ηγέτης του Ίσλαχ, το ισλαμικό κόμμα της Υεμένης που είχε κυρίαρχο ρόλο στον αγώνα κατά των ανταρτών Χούτι μαζί με τις δυνάμεις του συνασπισμού. Σκοτώθηκε σε μια μάχη ενάντια στους Χούτι το 2014.

Τα πέντε αδέλφια του Άμερ επιβιώνουν ακόμα. Μαζί με την υπόλοιπη οικογένειά του, έχουν εκτοπιστεί λόγω του πολέμου και τώρα ζουν σε μια σκηνή κοντά σε μια περιοχή με κοιτάσματα πετρελαίου στην επαρχία Μαρίμπ- το σπίτι στο οποίο επέστρεφε ο Άμερ τη μέρα που σκοτώθηκε.

Ο θείος του Άμερ, ο οποίος είναι βοσκός, είπε τηλεφωνικά στο The Intercept ότι θέλει να λογοδοτήσουν εκείνοι που είναι υπεύθυνοι για αυτό που ονόμασε «εγκληματική επίθεση» και να τους ζητηθεί αποζημίωση για τα θύματα. «Καταδικάζουμε εγκληματικές πράξεις από οποιαδήποτε πλευρά, είτε από μουσουλμάνους είτε από μη μουσουλμάνους. Εάν ρίξετε μια ματιά στην κατάστασή τους στις σκηνές», πρόσθεσε, αναφερόμενος σε εκτοπισμένες οικογένειες σαν τη δική του, «χρειάζονται βοήθεια- ηλεκτρικό ρεύμα, νερό, τρόφιμα- και όχι βομβαρδισμούς».