Περίπλοκο ή απλό αυτό που συμβαίνει στη Συρία;
 
Δίνεται συχνά η εντύπωση ότι η κατάσταση των εμπλεκομένων δυνάμεων στη Συρία είναι εξαιρετικά περίπλοκη και ένας απλός άνθρωπος αδυνατεί να παρακολουθήσει ποιες είναι οι εμπλεκόμενες δυνάμεις. Αυτό κατά τη γνώμη μας είναι η μισή αλήθεια. Γιατί η αλήθεια έχει δύο πλευρές, μία περίπλοκη και μία απλή. Αν κανείς κοιτάξει ενδελεχώς τους εσωτερικούς και τους εξωτερικούς παίκτες υπάρχει όντως μια περιπλοκότητα (η οποία μάλιστα εντείνεται από γεγονότα, όπως λ.χ. το ότι η Τουρκία αλλάζει συμμαχίες ή το ότι εξωτερικοί παίκτες που θέλουν την ανατροπή του Άσαντ, όπως η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ βρίσκονται σε διένεξη μεταξύ τους κ.ά.). Ωστόσο, πιστεύουμε πως η θεώρηση ότι για μια κακή κατάσταση ευθύνεται μια εντόπια περιπλοκότητα είναι βαθιά οριενταλιστική. Είναι σύμπτωμα μάλλον του δυτικού και κάπως απολίτικου ανθρώπου να σκέφτεται ότι μια χώρα στην οποία συμβαίνει ένας πόλεμος είναι υπερβολικά πολύπλοκη για να την καταλάβει και άρα οιονεί υπεύθυνη για τη συμφορά της. Και είναι μία θεώρηση η οποία προάγεται από τον κυρίαρχο δυτικό λόγο, θυμίζοντας κάτι αντίστοιχο: Όπου βομβαρδίζει το ΝΑΤΟ με απεμπλουτισμένο ουράνιο προκαλούνται παθήσεις τις οποίες συνηθίζουμε να ονομάζουμε «σύνδρομο του Κόλπου», «του Κοσσυφοπεδίου», «της Σερβίας» κ.ο.κ. αντί να τις πούμε απλά «σύνδρομο του ΝΑΤΟ». Παρομοίως, θεωρούμε ότι για έναν πόλεμο ευθύνεται μια εγχώρια περιπλοκότητα αντί για αυτόν που έρχεται έξωθεν να εκμεταλλευτεί μια υπάρχουσα εγχώρια πολυπλοκότητα για τους δικούς του σκοπούς. Γιατί πολύπλοκες είναι όλες οι χώρες. Το σε ποιες, όμως, από τις πολύπλοκες χώρες θα γίνει πόλεμος είναι εντέλει αρκετά απλό.

Θα επιμείνουμε, λοιπόν, κατ’ αρχήν στην απλή πλευρά της αλήθειας, η οποία είναι η εξής: Από την αρχή της δεκαετίας του 1990 που κατέρρευσε ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» και έληξε ο Ψυχρός Πόλεμος, οι Η.Π.Α. συμπηγνύουν «πολυεθνικές» συμμαχίες προθύμων, συχνά αλλά όχι κατ’ ανάγκην υπό την αιγίδα του ΝΑΤΟ, προκειμένου να καταστρέψουν όσες χώρες είναι «κλειστές», ήτοι δεν είναι πρόσφορες για εκμετάλλευση από αμερικανικές εταιρείες, επενδύσεις, τράπεζες. Οι χώρες αυτές έχουν όλες χαρακτηριστικά έντονου κρατισμού του τύπου που ήταν συνήθης είτε στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού», είτε σε χώρες που εξήλθαν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο από τη δυτική αποικιοκρατία και ανέπτυξαν ένα αντι-αποικιοκρατικό καθεστώς με τη βοήθεια των χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Οι χώρες αυτές είναι συγκεκριμένα η Γιουγκοσλαβία, το Ιράκ, η Λιβύη και τώρα η Συρία, ενώ μια ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί το Αφγανιστάν, του οποίου η Ιστορία είχε σφραγιστεί από την εργαλειοποίηση που είχε υποστεί από τις Η.Π.Α. στη δεκαετία του 1980 εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Μπορούμε να προσθέσουμε και την Ουκρανία, η οποία υπέστη πρόσφατα ένα αμερικανοκίνητο πραξικόπημα. Μπορεί κανείς να περιμένει ότι μετά τη Συρία θα ακολουθήσει επίθεση των Η.Π.Α. και των «προθύμων» στο Ιράν και τη Βόρεια Κορέα, που έχουν παρόμοια καθεστώτα κλειστού κρατισμού με έμφαση στην «αυτάρκεια», αν οι χώρες αυτές δεν προλάβουν να «προστατευτούν» με την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων.

Όλοι αυτοί οι πόλεμοι είναι τρόπον τινά «πόλεμοι της παγκοσμιοποίησης» με την έννοια ότι έχουν έναν ολοκληρωτικό σκοπό, που είναι το ολοκληρωτικό άνοιγμα του σύνολου πλανήτη στις «αγορές», με οπωσδήποτε προνομιακή τη δράση εταιρειών, επενδύσεων, τραπεζών αμερικανικής προέλευσης. Αυτοί οι «πόλεμοι της παγκοσμιοποίησης» στρέφονται οπωσδήποτε ενάντια στη Ρωσία. Η Ρωσία είναι η μεγάλη πυρηνική δύναμη, διάδοχος της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία μπορεί να θέτει βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. ενάντια σε παρόμοιους πολέμους και να αίρει έτσι τη νομιμοποίησή τους. Ένας κόσμος με διαλυμένη τη Ρωσία θα είναι ένας κόσμος, όπου οι Η.Π.Α. θα μπορούν να καταστρέφουν κατά βούληση οποιονδήποτε θεωρήσουν ως «παρία» του κόσμου τους, ακόμη και με τη νομιμοποίηση του Ο.Η.Ε. Η διάλυση της Ρωσίας δεν είναι βέβαια εύκολη υπόθεση δεδομένης της πυρηνικής δύναμης της τελευταίας. Είναι, όμως, δυνατή η περικύκλωση της Ρωσίας διαλύοντας σταδιακά ένα ένα όλα τα κράτη που αποτελούν ντε φάκτο συμμάχους της Ρωσίας μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου. Οι «πόλεμοι της παγκοσμιοποίησης», επομένως, μετά το 1990 είναι εν πολλοίς πόλεμοι των Η.Π.Α. εναντίον της Ρωσίας. Η ίδια βεβαίως η Ρωσία, την αδυναμίαν φιλοτιμίαν ποιουμένη, πολύ θα ήθελε να ενταχτεί στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό ως μια περιφερειακή δύναμη σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις Η.Π.Α.

Υπάρχει, όμως, και μια οικονομική διάσταση. Από την κρίση των αρχών της δεκαετίας του 1970 και μετά η οικονομική κατάσταση των Η.Π.Α. δεν είναι βιώσιμη μακροπρόθεσμα, καθώς η βιομηχανική παραγωγή έχει μεταφερθεί σε άλλες χώρες, κυρίως στην Ασία. Οι Η.Π.Α. έχουν οδηγηθεί σε έναν νέο παγκόσμιο καταμερισμό, όπου ασιατικές χώρες έχουν κυρίως αναλάβει τη βιομηχανική παραγωγή και παρ’ όλα αυτά οι Η.Π.Α. παραμένουν ο «πλανητάρχης» επειδή υπερτερούν στα εξής κρίσιμα πέντε: α) στη στρατιωτική υπεροπλία, β) στην ηγεσία των διεθνών θεσμών στρατιωτικών, πολιτικών και οικονομικών, γ) στο χρηματοπιστωτικό σύστημα με το δολάριο ως προνομιακό αποθηκευτικό νόμισμα, δ) στην τεχνολογική καινοτομία και ε) στην ιδεολογική ηγεμονία. Η υπεροχή τους στα παραπάνω σημαίνει ότι μπορούν να παραμένουν ο «πλανητάρχης», ακόμη κι αν μειονεκτούν στη βιομηχανική παραγωγή και αν είναι υπερχρεωμένες. Μπορούν να τυπώνουν χρήμα χωρίς αντίκρισμα, σε τέτοια έκταση που δεν μπορούν να κάνουν άλλοι, όπως καλή ώρα η Γερμανία ή η Ευρωπαϊκή Ένωση, ακριβώς γιατί έχουν α) τον στρατό για να διαλύσουν όποιον τους αμφισβητήσει, β) το χρηματοπιστωτικό σύστημα με τη μοναδική παγκόσμια σημασία του δολαρίου, αλλά οπωσδήποτε γ) και ένα είδος «πνευματικής» υπεροχής με τη δύναμή τους στους πολιτικούς θεσμούς, την τεχνολογική επανάσταση και δη την ψηφιακή και την πολιτισμική προπαγάνδα. Το γεγονός παραμένει ότι η μεγάλη επισφάλεια των Η.Π.Α. λόγω της υστέρησής τους στην τεχνολογική παραγωγή και λόγω του τεράστιου χρέους τους, καθιστά επιτακτική την ανάγκη να μην αμφισβητείται η ηγεμονία τους από κανέναν και έτσι να τίθενται προληπτικά εκποδών όλα τα κράτη που μπορεί ακόμη και δυνητικά να προβούν σε μια παρόμοια αμφισβήτηση. Πρόκειται για μια παραπαίουσα αυτοκρατορία σε κρίση, που για αυτόν τον λόγο γίνεται ακόμη πιο επιθετική και που ποντάρει στον στρατό, το χρηματοπιστωτικό σύστημα και την τεχνολογική καινοτομία της για μία διαιώνισή της, η οποία υπό άλλες συνθήκες στατικού κόσμου θα αποτελούσε έκπληξη. Το παραπάνω σημαίνει ότι από το 1970 και μετά οι Η.Π.Α. επιλέγουν διαρκώς να αυξάνουν το τζογάρισμα. Μετά το 1990 αυτή η επιλογή τούς στρέφει αναγκαστικά ενάντια στη Ρωσία και καθιστά τη διάλυση της Ρωσίας επιτακτικό αίτημα, γιατί η Ρωσία, παρά το ότι είναι δημογραφικώς φθίνουσα και οικονομικώς έχει επιλέξει συγκριτικά περισσότερο τον ρόλο ενός παρόχου πρώτων υλών, αντί για κάτι πιο φιλόδοξο, έχει ωστόσο τη στρατιωτική δύναμη και την πολιτική βούληση να προστατεύσει κράτη- «παρίες», κάποια εκ των οποίων μπορεί να αμφισβητήσουν την ασταθή ισορροπία του αμερικανικού τζογαρίσματος (που συνίσταται στο ότι «παραχωρώ μεν τη βιομηχανική παραγωγή, αλλά κρατάω τη στρατιωτική/ τεχνολογική/ χρηματοπιστωτική/ πολιτική/ ιδεολογική κυριαρχία»).

Να σημειώσουμε εδώ ότι αυτή η εναντίωση των Η.Π.Α. στη Ρωσία δεν είναι η μοναδική δυνατή στάση. Στο κάτω κάτω ο πραγματικά επικίνδυνος οικονομικά αντίπαλος των Η.Π.Α. είναι η ανερχόμενη Κίνα και όχι η παρακμάζουσα Ρωσία. Τίθεται, επομένως, ένα δίλημμα στις Η.Π.Α. Η πρώτη δυνατότητα είναι σε συμφωνία με αυτά που ήδη περιγράψαμε ένας ταχύτατος αγώνας δρόμου, ώστε οι Η.Π.Α. να διαλύσουν τους πιθανούς συμμάχους της Ρωσίας, να περικυκλώσουν τη Ρωσία και κατ’ ελπίδα να την κατακερματίσουν και εν συνεχεία να θέσουν υπό τον έλεγχό τους την Κίνα, προτού οι Κινέζοι σταματήσουν «να κάνουν τον Κινέζο» στα γεωπολιτικά. Η δεύτερη δυνατότητα είναι να κάνουν μία ειλικρινή συμφωνία και συνεργασία με τη φθίνουσα Ρωσία, η οποία επιθυμεί να είναι μέρος του παγκόσμιου καπιταλισμού και αντ’ αυτού να προτιμήσουν να ανταγωνιστούν εξαρχής οικονομικώς ανερχόμενες δυνάμεις, όπως η Κίνα, κάνοντας ταυτόχρονα ένα ορισμένο «νοικοκύρεμα» στην αμερικανική οικονομία. Λίγο πολύ η πρώτη επιλογή είναι το πρόγραμμα που ακολούθησαν Δημοκρατικοί πολιτικοί, όπως ο Μπαράκ Ομπάμα και η Χίλαρι Κλίντον, αλλά και ένα μεγάλο μέρος των Ρεπουμπλικανών. Ενώ η δεύτερη επιλογή είναι αυτό που είχε κατά νου ο Ντόναλντ Τραμπ. Πρέπει, επίσης, να σημειώσουμε ότι και οι δύο επιλογές έχουν τα μειονεκτήματά τους. Η πρώτη επιλογή εγκυμονεί τον κίνδυνο απρόβλεπτων πολεμικών εμπλοκών μεταξύ πυρηνικών δυνάμεων, που μπορούν και να στραβώσουν με απρόβλεπτες συνέπειες. Η δεύτερη επιλογή είναι πιθανόν να μην τελεσφορήσει για οικονομικούς λόγους, καθώς ένα «νοικοκύρεμα» της αμερικανικής οικονομίας είναι ίσως ήδη αδύνατο ή ίσως συνιστά μια παραδοχή ήττας ασυμβίβαστη με τον παγκόσμιο ρόλο που έχουν ήδη αναλάβει οι Η.Π.Α. Το γεγονός παραμένει ότι μια μερίδα του αμερικανικού κεφαλαίου πριμοδοτεί την πρώτη επιλογή του αυξανόμενου τζογαρίσματος. Πρόκειται περισσότερο για εταιρείες που ωφελούνται από την παγκοσμιοποίηση και οπωσδήποτε για το στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα που κατέχει το αμερικανικό βαθύ κράτος. Ενώ μια άλλη μερίδα του αμερικανικού κεφαλαίου ευνοεί τις κεντρομόλες στην Αμερική δυνάμεις που υποστηρίζει ο Ντόναλντ Τραμπ.

Ο τελευταίος έχει περιέλθει σε δεινή θέση γιατί ενώ ιδεολογικώς υποστηρίζει με συνέπεια τη δεύτερη δυνατότητα, έχει εναντίον του ένα «βαθύ κράτος», το οποίο δεν ελέγχει και από το οποίο μπορεί να ανατραπεί. Επίσης, δεν είναι σαφές αν η θέση που υποστηρίζει, είναι πλέον αντικειμενικά δυνατή με οικονομικούς όρους. Είναι, επομένως, οιονεί αναγκασμένος να παλινωδεί συνεχώς. Αφενός γιατί βιώνει μια αντίφαση ανάμεσα σε αυτό που θέλει και σε αυτό που αναγκάζεται να κάνει λόγω του αμερικανικού βαθέος κράτους. Αφετέρου λόγω της ίδιας της οικονομικής πραγματικότητας της αποχαλινωμένης παγκοσμιοποίησης, η οποία συχνά καθιστά αδύνατο ένα πισωγύρισμα των Η.Π.Α. όπως ένας χαρτοπαίκτης που αδυνατεί να επιστρέψει στην πριν από την μπλόφα κατάσταση. Ο Ντόναλντ Τραμπ είναι, λοιπόν, ο κατ’ ανάγκην παλινωδών πολιτικός[1].

Αυτό πάντως που είναι πολύ ενδιαφέρον και δείχνει την εγγενή αντιφατικότητα της εποχής μας της ύστερης νεωτερικότητας είναι ότι τους φτηνούς λεονταρισμούς και τις ασυνάρτητες παλινωδίες τις κάνει ένας πολιτικός, όπως ο Τραμπ, που βασικά στο πρόγραμμά του επιζητεί το «νοικοκύρεμα». Με όρους του κυρίαρχου λόγου θα λέγαμε ότι ο Τραμπ είναι ακριβώς ένας «νοικοκυραίος», ένας άνθρωπος που «δεν θέλει να ζει πάνω από τις δυνάμεις του», για να μην αναγκαστεί κάποτε να πει «για αυτό φτάσαμε εδώ που φτάσαμε», ένας πολιτικός που θέλει να ακολουθήσει μια «ηθική της ευθύνης». Και είναι ακριβώς ενδεικτικό της εποχής μας ότι ένας «νοικοκυραίος» είναι αυτός που λεονταρίζει και μετά αναγκάζεται να παλινωδήσει, ενώ, αντιστρόφως, είναι οι ευπαρουσίαστοι πολιτικοί αυτοί που αυξάνουν ανεύθυνα τον παγκόσμιο τζόγο. Πρόκειται για το σύμπτωμα μιας εποχής όπου είναι στραβός ο γιαλός και όχι μόνο το αρμένισμα. Σημειωτέον, ότι με αυτά που λέμε δεν επιθυμούμε να πλέξουμε το εγκώμιο του Τραμπ, αλλά το ακριβώς αντίστροφο: Να δείξουμε πόσο ψευδής και κίβδηλος είναι στον διεθνή «στραβό γιαλό» ο λόγος περί «νοικοκυροσύνης» και «ευθύνης», καθώς αν κάποιοι τον πιστεύουν τότε το πρώτο που θα έπρεπε να κάνουν θα ήταν να επιβραβεύσουν πολιτικές όπως αυτές του Τραμπ, όπερ άτοπον.

Ενώ το ποια είναι η στροφή που θα πάρει η αμερικανική πολιτική δεν είναι απολύτως ευκρινές αυτή τη στιγμή, μπορούμε να συνεχίσουμε με τα «απλά» της υπόθεσης της Συρίας. Το εξαιρετικά «απλό» είναι ότι τα καθεστώτα που θέλησαν και εν πολλοίς κατάφεραν να καταστρέψουν οι Η.Π.Α. τα τελευταία χρόνια έχουν πανομοιότυπα χαρακτηριστικά. Ας λάβουμε για παράδειγμα το Ιράκ, τη Λιβύη και τη Συρία, για να περιοριστούμε στον αραβικό κόσμο. Και τα τρία έχουν τα εξής πάγια χαρακτηριστικά, τουλάχιστον στην ιδεολογία τους: παναραβισμός, εκκοσμίκευση, «σοσιαλισμός». Η Συρία και το Ιράκ άλλωστε έχουν σφραγιστεί από την παρουσία του κόμματος Μπάαθ που εξέφρασε ιστορικώς αυτό το ιδεολογικό τρίπτυχο. Όπου γράφουμε «σοσιαλισμός» εντός πολλών εισαγωγικών εννοούμε ένα ορισμένο ιδεολογικό πρόταγμα που λέγεται «σοσιαλισμός» στα ιδεολογικά λόγια, ενώ στην πράξη είναι ένας συγκεντρωτικός κρατισμός, που άλλοι θα τον έλεγαν κρατισμό τύπου «υπαρκτού σοσιαλισμού», ενώ άλλοι θα μπορούσαν να τον χαρακτηρίσουν και ως «κρατικό καπιταλισμό». Ο κρατισμός των καθεστώτων αυτών έχει χαρακτηριστικά, όπως ο μιλιταρισμός, η αστυνομοκρατία και ένα είδος διαρκούς πολεμικής επαγρύπνησης (όχι και αδικαιολόγητης εδώ που τα λέμε) που οδηγούν στον αυταρχισμό, στον μονοκομματισμό, στην άγρια καταστολή των πολιτικών αντιφρονούντων και σε ένα είδος «βαλτώματος» της κοινωνίας, λόγω της λογοκρισίας, της αποθάρρυνσης της αυτόνομης σκέψης κ.ο.κ.

Ταυτοχρόνως, πρέπει, όμως, να πούμε και δύο θετικά αυτών των καθεστώτων. Το πρώτο είναι ότι ο κρατισμός αυτού του τύπου (είτε χαρακτηρισθεί ως «σοσιαλισμός», είτε ως «κρατικός καπιταλισμός») έχει συνέπειες όπως η καθολική δωρεάν παιδεία και υγεία, το κράτος πρόνοιας, η ελάχιστη ανεργία και η σε μεγάλο βαθμό διάχυση των κερδών από πλουτοπαραγωγικούς πόρους, όπως το πετρέλαιο, στον λαό. Το τελευταίο βέβαια εν πολλοίς συσκοτίζεται από το γεγονός ότι παρόμοια καθεστώτα ζουν επί μακρόν σε καθεστώς ανηλεούς αποκλεισμού, εμπάργκο και κυρώσεων, ιδίως μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, που οδηγούν σε ελλείψεις ακόμη και αναγκαίων ειδών, παρά την κοινωνική ισότητα που επαγγέλλονται, ή και σε καθεστώς πολέμου, όπως το Ιράκ προς το Ιράν στη δεκαετία του 1980, το οποίο εξανεμίζει τα όποια οφέλη από τη δίκαιη αναδιανεμητική πολιτική. Το δεύτερο καλό τους είναι ότι πρόκειται για καθεστώτα που προωθούν μια στοιχειώδη εκκοσμίκευση, γεγονός που αποτελεί μία αντικειμενική πρόοδο για τον αραβικό κόσμο. Βεβαίως, όταν μιλάμε για εκκοσμίκευση στα καθεστώτα αυτά τύπου Ιράκ, Λιβύης και Συρίας δεν εννοούμε ούτε τον προγραμματικό αθεϊσμό του ανατολικοευρωπαϊκού «υπαρκτού σοσιαλισμού», ούτε ακριβώς το ουδετερόθρησκο κράτος της Δύσης. Υπάρχει στα καθεστώτα αυτά μία συμβάδιση με το Ισλάμ έστω στο επίπεδο των συμβολισμών και της ρητορικής. Το θεμελιώδες, όμως, είναι ότι τα καθεστώτα αυτά αντλούν τη νομιμοποίησή τους από την επίκληση όχι στο Ισλάμ, αλλά στο αραβικό έθνος. Ως συνεκτικός δεσμός των κοινωνιών θεωρείται το αραβικό έθνος και όχι η θρησκεία. Εξ ου και γίνεται προσπάθεια στα καθεστώτα αυτά η εκάστοτε θρησκευτική ομολογία να τεθεί σε δευτερεύουσα μοίρα. Μετράει κυρίως το να είσαι Άραβας και όχι το αν είσαι Σουνίτης, Σιίτης, Αλαουίτης κ.ο.κ. Πρόκειται, συναφώς, για καθεστώτα φιλικά στις θρησκευτικές μειονότητες, ιδίως στην περίπτωση της Συρίας, τα οποία αντιπροσωπεύουν ένα σαφές στάδιο προόδου των Αράβων στην κατεύθυνση της εκκοσμίκευσης, ή κατά μία έννοια ακόμη και του εκδυτικισμού. Στην ιδεολογία των καθεστώτων αυτών το καίριο είναι ότι έχει σημασία το Ισλάμ επειδή είναι χαρακτηριστικό του αραβικού έθνους, και όχι το αντίστροφο, μια υπαγωγή δηλαδή του αραβισμού στο Ισλάμ.

Για να μην ξεχνιόμαστε, πρόκειται για καθεστώτα που μπορούν να αποκληθούν «δικτατορίες» με κάθε έννοια του όρου, εφόσον έχουμε μονοκομματικό μιλιταριστικό κρατισμό, όπου μπορεί να προστατεύονται οι θρησκευτικές μειονότητες, αλλά δεν προστατεύονται οι πολιτικοί αντιφρονούντες. Πρόκειται, όμως, για δικτατορίες, που νομιμοποιούνται όχι από τη θρησκεία (Ισλαμισμός), αλλά από το έθνος (παναραβισμός) και από τον λαό τον οποίο πρέπει να υπηρετεί το κράτος («σοσιαλισμός»), με τις θρησκευτικές μειονότητες να μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα (σχετική, -όχι απόλυτη-, εκκοσμίκευση). Ένα τέταρτο στοιχείο που είναι σημαντικό στην ιδεολογική ταυτότητα αυτών των καθεστώτων είναι ο αντι-αποικιοκρατικός τους χαρακτήρας. Πρόκειται για καθεστώτα που γεννήθηκαν στο πλαίσιο της απο-αποικιοποίησης μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και περιείχαν στο ιδεολογικό τους πρόταγμα ένα είδος «απελευθέρωσης από τη Δύση». Αυτός ο αντι-αποικιακός χαρακτήρας έφερε αυτά τα καθεστώτα κοντά στη Σοβιετική Ένωση με τη Ρωσία να αποτελεί την κληρονόμο της ειδικής αυτής σχέσης. Και ειδικά ως προς τη Συρία πρέπει να πούμε ότι αυτός ο αντι-αποικιακός χαρακτήρας του καθεστώτος τη φέρνει ιδεολογικώς ακόμη και κοντά στο Ιράν, παρόλο που το τελευταίο είναι -αντιθέτως- θεοκρατικό και ισλαμιστικό και ασφαλώς στηρίζει τη συνοχή του στην περσική εθνική ταυτότητα, μια ταυτότητα πολύ διαφορετική από των Αράβων.

Αυτό που είναι πολύ σημαντικό να επιμείνουμε είναι ότι η νατοϊκή Δύση καθοδηγούμενη κατ’ εξοχήν από τις Η.Π.Α. προέγραψε για καταστροφή ακριβώς αυτές τις χώρες που είχαν καθεστώτα με αυτά τα χαρακτηριστικά, ήτοι παναραβισμό, δηλαδή συγκρότηση συνοχής στη βάση του έθνους, «σοσιαλισμό», δηλαδή έναν συγκεντρωτικό κρατισμό με επίκληση του λαού και συγκρότηση στη βάση του εξισωτισμού και μια (σχετική) εκκοσμίκευση. Αυτό είναι πολύ σημαντικό να το συνειδητοποιήσουμε γιατί υπάρχει στη Δύση ένας ψευδής κυρίαρχος ιδεολογικός λόγος που πρέπει να καταγγελθεί. Ο κυρίαρχος αυτός λόγος είναι ότι η Δύση υπό την ηγεσία των Η.Π.Α. προωθεί τη δημοκρατία στον μουσουλμανικό κόσμο ανατρέποντας δικτατορικά καθεστώτα. Αυτό είναι ψευδές. Αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα είναι ότι προγράφονται για καταστροφή χώρες που έχουν παναραβισμό, δηλαδή εθνική αντί για θρησκευτική συγκρότηση, σχετική εκκοσμίκευση και κλειστό «αντι-αποικιακό» κρατισμό με έμφαση στην αυτάρκεια. Σε έναν ιδεώδη κόσμο, οι καταστρεφόμενες αυτές χώρες θα μπορούσαν εν μια νυκτί (ή έστω μετά από ένα εύλογο διάστημα ξένης κατοχής) να γίνουν κοινοβουλευτικές δημοκρατίες. Στην πράξη, όμως, αυτό που γίνεται είναι ότι για να ανατραπούν τα καθεστώτα του παναραβικού εκκοσμικευμένου σοσιαλισμού οι σύμμαχοι της Δύσης θα είναι χώρες με πολύ χειρότερα καθεστώτα, ήτοι χώρες, όπως η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, που δεν έχουν διαμεσολαβητικούς θεσμούς, έχουν μόνο το Ισλάμ ως ιδεολογία συνοχής τους, έχουν πολύ μεγαλύτερη ανισότητα και έλλειψη δικαιωμάτων από τις χώρες τα καθεστώτα των οποίων ανατρέπουν. Έτσι οι δυτικές παρεμβάσεις στη Μέση Ανατολή οδηγούν παγίως σε δραματική χειροτέρευση, ήτοι στην αντικατάσταση διεφθαρμένων δικτατοριών, που είχαν όμως στοιχεία εκκοσμίκευσης, από κοινωνίες κατεστραμμένες, «ζωνοποιημένες» μέσα στην καταστροφή τους, όπου τον κυρίαρχο λόγο αποκτούν οι πλέον μισαλλόδοξες μορφές του Ισλάμ.
 
Τακτική ή δομική η συμμαχία (νεο)φιλελευθερισμού και φονταμενταλιστικού Ισλάμ;
 
Θα μπορούσε να υποτεθεί ότι οι Ισλαμιστές είναι μόνο ευκαιριακοί σύμμαχοι της Δύσης. Ότι δηλαδή σκοπός της Δύσης είναι όντως η προώθηση της δημοκρατίας, απλώς για να ανατραπούν οι δικτατορίες χρειάζεται η συμμαχία κάποιων «σκληροτράχηλων» που θα κάνουν τη βρώμικη δουλειά. Δηλαδή να δώσουν λεφτά και ικανούς μαχητές για να ανατραπούν αυτά τα καθεστώτα και αυτοί στη συγκεκριμένη περιοχή δεν μπορεί παρά να είναι Ισλαμιστές, υποβοηθούμενοι από χώρες, όπως η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ ή η Τουρκία. Μετά την ανατροπή του καθεστώτος, όμως, μπορούμε να έχουμε εμπιστοσύνη, -θα έλεγε αυτό το αφήγημα-, ότι μακροπρόθεσμα η Δύση θα παραδώσει την κατακτημένη χώρα σε κάποια μορφή κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Η επικράτηση των Ισλαμιστών έναντι των παναραβιστών θα αποτελέσει, επομένως, μόνο ένα περιορισμένο χρονικά μεσοδιάστημα μέχρι να ανατραπεί το δικτατορικό καθεστώς και να οδεύσουμε σιγά σιγά προς τη δημοκρατία.
Είναι, όμως, πραγματικά έτσι;

Θα θέλαμε να διατυπώσουμε μία διαφορετική άποψη, όπως δηλώνει και ο τίτλος του σημειώματός μας. Ο σκοπός δεν είναι η προώθηση της δημοκρατίας στον χώρο της Εγγύς και Μέσης Ανατολής. Ο σκοπός της αμερικανοκίνητης Δύσης είναι το σπάσιμο των κλειστών χωρών που έχουν ιδεώδες αυτάρκειας ως προς τον διεθνή καπιταλισμό. Ταυτοχρόνως, σκοπός της αμερικανοκίνητης Δύσης είναι η συντριβή του παναραβισμού, γιατί πρόκειται για μια ιδεολογία επικίνδυνη. Παναραβισμός σημαίνει ότι θα μπορούσαν όσοι είναι εθνικώς Άραβες να ενωθούν σε ένα μοναδικό κράτος, στρεφόμενοι ενάντια στους πρώην αποικιοκράτες τους. Και ο παναραβισμός ως ιδεολογία είναι κατά μία έννοια «σοσιαλιστική» ή έστω «λαϊκιστική», καθώς τη συνοχή στα παναραβικά καθεστώτα τη δίνει η επίκληση όχι στο Ισλάμ αλλά στο αραβικό έθνος, άρα εξυπακούεται ότι θα υπάρχει μία εξισωτική και άρα αντικαπιταλιστική τάση. Βεβαίως ο ευρωπαϊκός σοσιαλισμός είναι κατά κανόνα διεθνιστικός, ενώ στον αραβικό κόσμο ο «σοσιαλισμός» συνταιριάζεται με τον αραβικό εθνικισμό και όχι με τον αθεϊσμό, αλλά με μια αποδυναμωμένη μορφή του Ισλάμ ως υποχειρίου στο αραβικό έθνος αντί για το αντίστροφο. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά των καθεστώτων του παναραβικού «σοσιαλισμού» τα καθιστούν επικίνδυνα και προγράψιμα προς καταστροφή από τη Δύση. Η ένωση των Αράβων που επαγγέλλονται είναι επικίνδυνη, ενώ ο σκοπός είναι ο όλο και μεγαλύτερος κατακερματισμός. Σε αυτό οι Αμερικανοί ακολουθούν την παράδοση της αγγλικής αποικιοκρατίας που κατέτμησε την Οθωμανική Αυτοκρατορία μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Το θέμα, όμως, δεν είναι μόνο ότι η Δύση αίρει τα καθεστώτα αυτά. Το θέμα είναι και με τι τα αντικαθιστά. Ποια είναι δηλαδή η «θέση» της Δύσης μετά την «άρση», την οποία πραγματοποιεί. Η θέση δεν είναι ο εκδημοκρατισμός της Εγγύς και Μέσης Ανατολής. Η θέση είναι το άνοιγμα των χωρών αυτών, το οποίο εν πολλοίς ταυτίζεται με τη διάλυσή τους και τη «ζωνοποίησή» τους. Εντέλει η θέση είναι μία νέα μεταμοντέρνα αποικιοκρατία όπου η επαναποικιοποίηση της Εγγύς και Μέσης Ανατολής θα έχει χαρακτηριστικά συντριβής και κατάτμησης σε ζώνες. Ακριβώς, επειδή ο παναραβισμός είναι μία αντι-αποικιακή ιδεολογία χρειάζεται να καταργηθεί από τους νέους αποικιοκράτες και να αντικατασταθεί από θρησκευτικές και δη ομολογιακές ταυτότητες. Η λύση που προκρίνεται για τις κατακτώμενες χώρες είναι έτσι η πολυδιάσπασή τους σε μικρά κρατίδια βασιζόμενα σε ενδο-ισλαμικές θρησκευτικές ομολογίες. Βλ. λ.χ. την τριχοτόμηση του Ιράκ σε σιιτικό νότο, σε σουνιτικό κέντρο και σε κουρδικό βορρά. Μια επίσης τριχοτόμηση της Λιβύης. Και στη Συρία, όπου η Δύση δεν κατορθώνει να νικήσει, αυτό που προσπαθεί είναι ως εν μέρει νίκη να επιβάλει μία ντε φάκτο τριχοτόμηση ανάμεσα α) σε ένα μέρος υπό την κατοχή του Άσαντ όπου θα κυριαρχούν θρησκευτικές μειονότητες προστατευόμενες από το υπόλειμμα του καθεστώτος του, β) ένα μέρος υπό τους Κούρδους και γ) ένα μέρος υπό αντικαθεστωτικούς που ανήκουν κυρίως στο σουνιτικό Ισλάμ. Ενδεχομένως, μπορεί να υπάρξει και ένας προσωρινός συμβιβασμός να κρατήσουν οι Ρώσοι τις βάσεις τους στο μέρος υπό τον έλεγχο του Άσαντ και να έχουν παρουσία οι Αμερικάνοι στο μέρος υπό τους Ισλαμιστές.

Πέρα, όμως, από τις ενδεχομενικότητες της συμβιβαστικής «λύσης» που θα δοθεί ή όχι στη Συρία λόγω της εκατέρωθεν αδυναμίας μιας καθαρής νίκης, μας ενδιαφέρει η γενικότερη «φιλοσοφία» της αμερικανοκίνητης Δύσης. Η φιλοσοφία αυτή δεν είναι η δημοκρατία με κυρίαρχο λαό. Είναι περισσότερο η κατάτμηση σε θρησκευτικές ομολογιακές ζώνες, γεγονός που αποτελεί το ακριβές αντίθετο της νεωτερικής δημοκρατίας και παραπέμπει μάλλον σε μία μεταμοντέρνα νεο-αποικιοκρατία. Αυτή η μεταμοντέρνα νεο-αποικιοκρατία δεν επιβάλλει νέους ενιαίους θεσμούς, όπως ίσως έκανε ενίοτε η παλαιά. Αντιθέτως, ζωνοποιεί και κατακερματίζει τις κατακτώμενες χώρες, τις ανοίγει μέσω της διάλυσης στο κεφάλαιο και σε ατέρμονες ευκαιρίες για εταιρείες που έχουν χρηματοδοτήσει τους αντίστοιχους πολέμους, ορίζει κάποιες φρουρούμενες ζώνες πλουτοπαραγωγικών πηγών τις οποίες θα λυμαίνονται οι πολυεθνικές και αφήνει τις λιγότερο σημαντικές περιοχές στο έλεος της αναρχίας και ισλαμιστικών συμμοριών που κατά μία έννοια είναι το μεσανατολικό αντίστοιχο του ευρωπαϊκού φασισμού.

Στα εγχειρήματα αυτά η αμερικανοκίνητη Δύση έχει ως πάγιο σύμμαχό της τις πιο ακραίες μορφές του Ισλάμ, όπως είναι ο σαλαφισμός και ο ουαχαμπισμός, οι οποίοι επικρατούν σε χώρες με σκληρές αυταρχικές μοναρχίες με πολύ μεγαλύτερη έλλειψη δικαιωμάτων από ό,τι στις σχετικά εκκοσμικευμένες χώρες του παναραβισμού. Ο λόγος είναι ότι ο σαλαφισμός και ο ουαχαμπισμός μπορούν αυτή τη στιγμή να συνυπάρξουν με τον καπιταλισμό και ότι το κριτήριο είναι όχι η δημοκρατία αλλά το άνοιγμα στις «αγορές», στις εταιρείες, τις τράπεζες, τις επενδύσεις. Το άνοιγμα αυτό γίνεται καλύτερα σε χώρες τρομακτικής έλλειψης δικαιωμάτων, σε χώρες σαλαφισμού και ουαχαμπισμού, όπου ισχύουν ακόμη οι αποκεφαλισμοί, οι λιθοβολισμοί, οι σταυρώσεις, παρά σε χώρες εκκοσμικευμένου παναραβισμού. Το άνοιγμα γίνεται καλύτερα σε χώρες κατακερματισμένες και ζωνοποιημένες, όπου οι πλουτοπαραγωγικοί πόροι φρουρούνται για τους λίγους και οι πολλοί δυναστεύονται από νεοφασιστικές συμμορίες.

Στο πλαίσιο αυτό η φιλελεύθερη Δύση εργαλειοποιεί τις πιο φονταμενταλιστικές μορφές του Ισλάμ με δύο τρόπους: Πρώτον όταν η συνοχή χωρών είναι το Ισλάμ αντί για το έθνος-λαό, τότε είναι δυνατές οι σκληρές μοναρχίες με παντελή έλλειψη δικαιωμάτων, οι οποίες ανοίγουν τις χώρες στο διεθνές κεφάλαιο με πλήρη αδιαφορία για τους λαούς τους. Δεύτερον, γιατί για να σπάσουν οι κατακτώμενες χώρες πρέπει να χρησιμοποιηθούν οι ομολογιακές θρησκευτικές διαιρέσεις ως οχήματα κατακερματισμού στο πλαίσιο ενός divide et impera (διαίρει και βασίλευε). Με τον τρόπο αυτό η νεοφιλελεύθερη μεταδημοκρατική αμερικανοκίνητη Δύση της ύστερης νεωτερικότητας συμμαχεί με τρόπο δομικό και πάγιο με τη χειρότερη μορφή του Ισλάμ, το Ισλάμ το σαλαφιστικό, το ουαχαμπιστικό, και εν πολλοίς τζιχαντιστικό. Η σχέση αυτή είναι και οιονεί συστημική, καθώς ο νέος παγκοσμιοποιημένος κόσμος που δομείται δεν είναι ένας ενιαίος κόσμος. Είναι ένας νεοαποικιακός διηρημένος κόσμος με διεθνές άνοιγμα μεν στις αγορές, αλλά και με πολλαπλούς διαφορετικούς καπιταλισμούς, προσαρμοσμένους σε μία κυρίαρχη δυτική οριενταλιστική αντίληψη για το πώς είναι ο κάθε διαφορετικός πολιτισμός. Στο πλαίσιο αυτό μπορεί να είναι νοητή η συνύπαρξη ενός δυτικού καπιταλισμού με κάποια υπολείμματα κοινοβουλευτικής μεταδημοκρατίας πλάι σε μεσανατολικές κοινωνίες, όπου ένα σκληρό προνεωτερικό Ισλάμ θα κάνει μία μεταμοντέρνα αναβίωση εις βάρος νεωτερικών κεκτημένων, όπως η εκκοσμίκευση, και ως τέτοιο θα εισάγεται στο διεθνές στερέωμα, ως μια δύναμη διαιρέσεων μάλλον παρά ενώσεων.

Βεβαίως, για να είμαστε δίκαιοι, αυτά που περιγράφουμε είναι μία τωρινή και μεσοπρόθεσμη συνθήκη. Ενδέχεται μακροπρόθεσμα οι αραβικές μοναρχίες να μην αντέξουν υπό το βάρος εξελίξεων όπως η υποβάθμιση της σημασίας του πετρελαίου. Και ενδέχεται οι κατακερματισμένες και ζωνοποιημένεςνεο-αποικιοκρατούμενες χώρες να οδηγηθούν εντέλει σε κάποια μορφή δημοκρατικότερων θεσμών στο πλαίσιο μιας γενικότερης ομογενοποιήσης του παγκοσμιοποιημένου πλανήτη. Παραμένει, όμως, το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή αυτό που χαρακτηρίζει τον πλανήτη μας σαν σύνολο είναι μια συνεργασία της (νεο)φιλελεύθερης Δύσης με τις πιο σκληρές μορφές του Ισλάμ, συχνότατα τζιχαντιστικού, στο πλαίσιο μιας νέας αποικιοκρατίας, όπου οι χώρες πρέπει να είναι ανοικτές στο κεφάλαιο, αλλά ταυτόχρονα πολιτισμικά διαιρεμένες ανάμεσα αφενός σε αποικιοκράτες με το προνόμιο της δημοκρατίας και αφετέρου σε αποικιοκρατούμενους, όπου είναι η ίδια η Δύση αυτή που επιβάλλει την οπισθοδρόμηση στις χειρότερες μορφές Ισλαμισμού.
 
Η «κλειστή κοινωνία» και οι εχθροί της
 
Για να αποδώσουμε, πάντως, έστω και πολύ ατελώς, δικαιοσύνη και στην πολυπλοκότητα της κατάστασης που επικρατεί στη Συρία, ας σκιαγραφήσουμε λίγο τους βασικούς παίκτες[2] και πώς «παίζει μπάλα» η συμμαχία Δύσης και ακραίου Ισλαμισμού. Θα παραφράσουμε τίτλο σημαντικού έργου του Καρλ Πόπερ για να δείξουμε ποιοι είναι οι εχθροί που επιβουλεύονται μια «κλειστή» κοινωνία. («Κλειστή» βέβαια κυρίως μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», καθώς πρωτύτερα λειτουργούσε αφενός ένα παναραβικό όραμα, και αφετέρου ένας αντι-αποικιακός διεθνισμός πολύ ευρύτερος από τους Άραβες. Είναι μετά το 1990 που αυτές οι κοινωνίες προσπαθούν να επιβιώσουν ως «κλειστές» υπό ασφυκτικές διεθνείς κυρώσεις).

Ο όρος «εμφύλιος» είναι παραπλανητικός για αυτό που συμβαίνει στη Συρία. Στην πραγματικότητα μια πολυεθνική συμμαχία επετέθη για να διαλύσει -και υπό διάφορες μορφές κατακτήσει- μία χώρα που δεν ήταν ανοιχτή σε κάποιου είδους κεφάλαια. Και ο δικτάτορας της χώρας αντιστάθηκε αναζητώντας ερείσματα στα κράτη «παρίες» της παγκοσμιοποίησης, τα οποία σκέφτηκαν ότι μακροπρόθεσμα θα αναγκαστούν να αγωνιστούν για την επιβίωσή τους και είναι καλύτερο να δώσουν μια μάχη «εμπροσθοφυλακής» στη Συρία, παρά να περιμένουν να φτάσει ο πόλεμος στη δική τους χώρα. Πολύ σχηματικά η πολυεθνική συμμαχία εναντίον της Συρίας περιλαμβάνει τις Η.Π.Α., τη Σαουδική Αραβία, το Κατάρ, το Ισραήλ, πρώην αποικιοκρατικές και νυν νατοϊκές χώρες, όπως, μεταξύ άλλων, η Γαλλία και η Αγγλία, και με πολύ ιδιάζοντα τρόπο περιλαμβάνει και την Τουρκία (παρά την όψιμη συνεργασία της με τον Πούτιν). Και οι χώρες που υπερασπίζονται τη Συρία του Άσαντ είναι η Ρωσία, το Ιράν και πολύ εμμέσως η Κίνα.

Μια σημαντική περαιτέρω περιπλοκότητα, που είναι απολύτως σημαντικό να σημειωθεί, προκειμένου να έχουμε μια πλήρη κατανοητή εικόνα, είναι ότι η Τουρκία και το Κατάρ ανήκουν μεν στις χώρες που θέλουν την πτώση του Άσαντ και τη διάλυση της Συρίας, αλλά δεν ευθυγραμμίζονται με τις υπόλοιπες χώρες της πρώτης ομάδας. Ο λόγος για την μεν Τουρκία είναι ότι ο Ερντογάν δεν θέλει να αποκτήσουν αυτόνομη οντότητα οι Κούρδοι, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με τον αμερικανικό σχεδιασμό. Και γενικότερα ο Ερντογάν βασίζει την τρέχουσα συνοχή της χώρας του σε ένα νεο-οθωμανικό όραμα που απομακρύνεται από τον παραδοσιακό ρόλο που επεφύλασσαν οι Αμερικανοί στη χώρα του κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Ειδικά μετά το πραξικόπημα εναντίον του Ερντογάν, που απετράπη την τελευταία στιγμή, ο Ερντογάν θεωρεί τον εαυτό του ως στοχοποιημένο από τις Η.Π.Α., οπότε έχει στραφεί σε μία όψιμη φιλία με τη Ρωσία του Πούτιν που ενδεχομένως συνετέλεσε στην πολιτική του επιβίωση. Η «φιλία», όμως, αυτή είναι ευκαιριακή και επισφαλής. Το Κατάρ από την άλλη έχει μία πάγια κόντρα με τη Σαουδική Αραβία και νιώθει και αυτό απομονωμένο μεταξύ των αραβικών μοναρχιών. Οπότε ειδικά η Τουρκία και το Κατάρ είναι δύο χώρες που δεν ευθυγραμμίζονται με τις άλλες που θέλουν τη διάλυση της Συρίας. Η Τουρκία του Ερντογάν μάλιστα έχει φτάσει μέχρι το σημείο να έχει αναπτύξει προσφάτως μια στρατηγική συνεργασία με τη Ρωσία του Πούτιν, η οποία ανατρέπει θεαματικά τα αυτονόητα του τέως Ψυχρού Πολέμου, πλην παραμένει επισφαλής λόγω μιας σειράς θεμάτων που χωρίζουν τις δύο περιφερειακές δυνάμεις.

Ας δούμε λίγο πώς έγινε και εξακολουθεί να λαμβάνει χώρα το τακίμι ανάμεσα στις ετερόκλητες χώρες της «πολυεθνικής» που επιθυμεί την ανατροπή του Άσαντ και/ή τη διάλυση της Συρίας[3]:

Οι Η.Π.Α. έχουν τρόπον τινά την «υψηλή εποπτεία». Συντονίζουν, αποφασίζουν και επιβλέπουν σε ποιες αντικαθεστωτικές δυνάμεις θα πάνε τα όπλα και τι όπλα θα είναι αυτά. Οι Η.Π.Α. επίσης εκπαιδεύουν Ισλαμιστές αντικαθεστωτικούς σε βάσεις που διατηρούν σε αραβικές χώρες, όπως η γειτονική Ιορδανία ή το Κατάρ. Τους παρέχουν σημαντικές πληροφορίες και εκπαίδευση σε υπερσύγχρονο εξοπλισμό. Η Σαουδική Αραβία πληρώνει ένα μεγάλο μέρος του λογαριασμού και έχει ειδικά την ιδιαιτερότητα ότι χρηματοδοτεί ακραίες ισλαμιστικές οργανώσεις, όπως η al-Nusra, η οποία αποτελεί παρακλάδι της Αλ-Κάιντα. Οι Η.Π.Α. αντιμετωπίζουν δυσκολία να χρηματοδοτήσουν απευθείας ή να οπλίσουν μία οργάνωση, όπως η al-Nusra, δεδομένου ότι η Αλ Κάιντα θεωρείται υπεύθυνη μεταξύ άλλων για τις επιθέσεις της 9/11/2001 στους Δίδυμους Πύργους, ανέχονται, όμως, τη χρηματοδότηση και εξοπλισμό της από τη σύμμαχο Σαουδική Αραβία. Επίσης, οι Η.Π.Α. εκπαίδευσαν ομάδες, οι οποίες πολέμησαν μαζί με την al-Nusra, ενίοτε υπό τις διαταγές της, όντας τυπικά διακριτές από αυτήν. Κατασκευάστηκε η ταμπέλα «μετριοπαθής» για αυτούς τους αντικαθεστωτικούς, οι οποίοι δέχτηκαν τη δυτική βοήθεια, στην πράξη, όμως, οι μετριοπαθείς πολεμούν μαζί με τις οργανώσεις των οποίων η χρηματοδότηση αφήνεται διακριτικά στη Σαουδική Αραβία και σε άλλες μοναρχίες του Κόλπου[4].

Το Κατάρ έχει στο έδαφός του τη μεγαλύτερη αμερικανική βάση στη Μέση Ανατολή και συντελεί αποφασιστικά στη χρηματοδότηση και εκπαίδευση Ισλαμιστών αντικαθεστωτικών. Και εδώ είναι καίριο ότι ενώ οι Η.Π.Α. δεν ήθελαν να χρηματοδοτούν και να εξοπλίζουν απευθείας οργανώσεις που οι ίδιες είχαν χαρακτηρίσει ως τρομοκρατικές, όταν στρέφονταν εναντίον δυτικών στόχων, δεν είχαν κανένα πρόβλημα να ανεχτούν ότι οι ίδιες οργανώσεις θα υποστηρίζονται αποφασιστικά από συμμάχους τους με κοινό σκοπό την πτώση του Άσαντ. Το «πολυεθνικό» τακίμι ήταν, επομένως, δομικό και αναγκαίο, προκειμένου οι πρόθυμοι σύμμαχοι των αραβικών μοναρχιών να κάνουν επισήμως τη «βρώμικη» δουλειά του να χρηματοδοτούν απευθείας τους Ισλαμιστές με μεθόδους που ονομάζονται «τρομοκρατικές», όταν στρέφονται εναντίον δυτικών (λ.χ. βομβιστές αυτοκτονίες, ομηρίες, αποκεφαλισμοί κ.τ.ό.), ενώ οι Η.Π.Α. διατηρούσαν την εποπτεία. Το «μετριοπαθής βομβιστής αυτοκτονίας» θα μπορούσε να είναι ένα νέο σύντομο ανέκδοτο.

Η Τουρκία εκτός από το να εκπαιδεύει και χρηματοδοτεί Ισλαμιστές αντάρτες έχει επίσης την ευχέρεια λόγω γειτνίασης να ανοίγει τα σύνορά της για να περάσουν αυτοί στη Συρία, αλλά και να τους προστατεύει αν αυτοί θελήσουν να καταφύγουν σε αυτήν, ακόμη και να οργανώνει εντός της επιθέσεις οι οποίες στη συνέχεια εκδηλώνονται σε συριακό έδαφος. Με αυτόν τον τρόπο έχει βοηθήσει τον «Ελεύθερο Συριακό Στρατό», συμπεριλαμβανομένης της al-Nusra και της Ahraral-Sham. Έχει, όμως, βοηθήσει αποφασιστικά και τον ISIS, στήνοντας μάλιστα ένα εμπόριο του πετρελαίου που αυτός πουλούσε για να έχει έσοδα. Εδώ μπορεί να υπήρξε μια ένταση με τις Η.Π.Α., που αρέσκονταν μεν στο να εξασθενεί ο ISIS τον Άσαντ, αλλά δεν θα ήθελαν να ξεφύγει τελείως η κατάσταση με ανεξέλεγκτη προσέλευση διεθνών μαχητών για τον ISIS μέσω των τουρκικών συνόρων[5].

Η Ιορδανία επίσης λόγω της γειτνίασής της προσέφερε βάσεις, όπου μπορούσαν να εκπαιδευτούν Ισλαμιστές αντικαθεστωτικοί και να εισέλθουν στη Συρία.

Αυτό που επιθυμούμε να δείξουμε από αυτήν τη δειγματοληπτική και οπωσδήποτε ατελή παρουσίαση της πολυπλοκότητας της κατάστασης είναι αφενός ότι ένα τακίμιασμα είναι δομικό και αφετέρου ότι ο παγκοσμιοποιημένος κόσμος μας είναι εντέλει διηρημένος παρά την καπιταλιστική κυκλοφορία του κεφαλαίου. Λ.χ. οι Αμερικανοί έχουν ανάγκη από μια παρόμοια πολυεθνική συμμαχία, ώστε η αλήθεια να «χάνεται στη μετάφραση», λ.χ. να δίνουν λεφτά και όπλα σε έναν μετριοπαθή και αυτά να καταλήγουν εντέλει στην al-Nusra, παρακλάδι της Αλ Κάιντα, την οποία μπορούν να χρηματοδοτούν οι σύμμαχοι, αν θέλουν, αλλά όχι εμείς. Η βαθύτερη διαίρεση που αυτό σημαίνει είναι ότι οι ίδιοι άνθρωποι μπορούν να λέγονται «μετριοπαθείς», αν σκοτώνουν Σύρους, αλλά «τρομοκράτες που φθονούν τις αξίες και τον τρόπο ζωής μας», αν σκοτώνουν δυτικούς. Η Δύση δεν προτείνει έναν ενιαίο κόσμο, αλλά μία νεο-αποικιοκρατική διαίρεση, όπου οι ίδιοι άνθρωποι είναι «κακοί» σε εμάς, και «καλοί» στη Συρία.
 
Ναιμεναλλάδες, αλλά όχι ισαποστασάκηδες
 
Το ερώτημα είναι βεβαίως ποια στάση μπορεί να έχει ένας πολίτης μιας ευρωπαϊκής χώρας ως προς τις εξελίξεις στη Συρία, ας πούμε ένας πολίτης που εμπνέεται από ορισμένα προτάγματα της νεωτερικότητας, όπως η δημοκρατία και ο αυθεντικός σοσιαλισμός (κατά προτίμηση χωρίς εισαγωγικά αυτή τη φορά). Γιατί κακά τα ψέματα, με τα άρθρα μας και την ευαισθησία μας δεν μπορούμε να επηρεάσουμε την κατάσταση στη Συρία, μπορούμε, όμως, να κάνουμε έναν αναστοχασμό και ίσως, το πολύ πολύ, να επηρεάσουμε τη στάση μας απέναντι στους πρόσφυγες που καταφτάνουν στην Ευρώπη.

Θα έλεγα ότι ένας παρόμοιος πολίτης θα είναι αναπόφευκτα κατά μία έννοια ναιμεναλλάς. Δεν θα μπορεί ούτε να υποστηρίξει ένα διεφθαρμένο δικτατορικό καθεστώς, όπως του Άσαντ, όπου διώκονται οι αντιφρονούντες και επιβάλλεται η σιωπή. Αλλά ούτε και την αντικατάστασή του από μία κυριαρχία Ισλαμιστών, όπου θα χαθεί η όποια εκκοσμίκευση έχει ήδη επιτευχθεί και όπου θα διώκονται πλέον απηνώς όχι μόνο άτομα- αντιφρονούντες, αλλά ολόκληρες κοινοτικές μειονότητες ως ασύμβατες με την επικρατούσα εκδοχή του Ισλάμ. Ο αριστερός οπωσδήποτε θα επισημαίνει τα αρνητικά και των δύο εκδοχών. Ωστόσο, δεν μπορούμε απέναντι στην τραγωδία της Συρίας να είμαστε ισαποστασάκηδες. Δεν μπορούμε να κρατήσουμε ίσες αποστάσεις ανάμεσα στον Αγαμέμνονα και τον Έκτορα. Γιατί αυτό που συμβαίνει είναι η προγραφή μιας χώρας για καταστροφή, μόνο και μόνο επειδή ανήκει σε έναν «παλαιό κόσμο» «υπαρκτού σοσιαλισμού» και εθνικισμού, ο οποίος πλέον δεν ταιριάζει με το «πνεύμα των καιρών». Δεν μπορούμε να κρατήσουμε ίσες αποστάσεις ανάμεσα αφενός στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό που θέλει να τεθεί εκποδών ακόμη και η τελευταία χώρα που παραμένει κλειστή σε αυτόν με οποιοδήποτε τίμημα, και που μετά από τη Συρία θα αναζητήσει την επόμενη χώρα προς καταστροφή, μόνο και μόνο για βελτιστοποίηση του κέρδους, και αφετέρου σε ανθρώπους οι οποίοι μάχονται στην ίδια τη χώρα τους μέσα σε μια συνεχή συνθήκη επισφάλειας, χωρίς να ξέρουν αν αύριο θα έχουν επιζήσει. Οι σύγχρονοι Τρώες αξίζουν τον σεβασμό μας.
 
Πέρα από τον κρατισμό, οι πρόσφυγες ως κλήση σε έναν νέο διεθνισμό
 
Ωστόσο, ένας Ευρωπαίος αριστερός δεν μπορεί επ’ ουδενί και να δίνει μία μάχη ιδεολογικής οπισθοφυλακής, κραδαίνοντας παρωχημένες μορφές «σοσιαλισμού», όπως ο κρατισμός και ο εθνικισμός που βλέπουμε σε αραβικές χώρες, όπως η Συρία. Αν και μπορεί κάποιες από αυτές τις χώρες να προκαλούν τη συμπάθειά μας, έτσι όπως πέφτουν θύματα μιας ανίερης συμμαχίας νεοφιλελευθερισμού και ισλαμιστικού τζιχαντισμού, το διακύβευμα είναι ένας αναστοχασμός, όπου θα σκεφτούμε ποια είναι η δική μας νέα αριστερή και διεθνική καθολικότητα που θέλουμε, διακριτή από αυτή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, αλλά οπωσδήποτε υπερβαίνουσα και αμυντικές ιδεολογίες, όπως η εθνολαϊκή συνοχή υπό κρατική προστασία. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι νέα δίκτυα, όπου θα γίνεται πολλή κουβέντα και διάλογος για νέα διεθνικά υποκείμενα. Και ο καλύτερος τόπος να αρχίσει αυτή η κουβέντα για μια νέα καθολικότητα είναι οι πρόσφυγες που φτάνουν εδώ κοντά μας και με τους οποίους έχουμε πάρα πολλά κοινά, όχι μόνο λόγω της κοινής ανθρώπινης φύσης, αλλά και μιας παρόμοιας πολιτικής συνθήκης.



[1] Για μια πολύ εύστοχη ανάλυση των παλινωδιών του Τραμπ, βλ. http://www.capital.gr/diethni/3285333/ziteitai-lusi-diasosis-tou-amerikanikou-goitrou-sti-suria
[2]Κατατοπιστική η έκθεση στο: https://www.nationofchange.org/2016/01/26/chaos-in-syria-part-i-3-motives-and-7-countries/
[3]Αναλυτικότερα από τη συνοπτική εδώ παρουσίασή μας στο: StephenGowans, WashingtonslongwaronSyria, BarakaBooks, Montréal 2017, σ. 155-160.
[4]Βλ. και στο: https://www.zerohedge.com/news/2018-03-16/syrian-war-dummies-three-versions
[5]Για το αμφίσημο παιχνίδι της Τουρκίας και τη μη προβλεψιμότητα που αυτό προκαλεί βλ. http://www.capital.gr/diethni/3280079/i-ptosi-tou-afrin-kai-i-simasia-tis#.Wq52L6oEIsU.facebook