Η ΕΛΛΟΚ που εκπροσωπεί 28 οργανώσεις ασθενών με καρκίνο, από όλη την Ελλάδα, εξέδωσε ανακοίνωση για το σκάνδαλο διακίνησης πανάκριβων αντικαρκινικών φαρμάκων που κόστισε 13 εκατομμύρια στο Δημόσιο, τονίζοντας πως η ανυπαρξία εσωτερικού ελέγχου και διασφάλισης ποιότητας των διαδικασιών διακίνησης ακριβών αντινεοπλασματικών φαρμάκων, που να περιλαμβάνει όλους τους εμπλεκόμενους φορείς και υπηρεσίες, επιτρέπει σε ασυνείδητους να υπεξαιρούν ανενόχλητοι φάρμακα για τα οποία υπάρχουν μεγάλη ανάγκη από τους ασθενείς.

«Κάποιοι επέλεξαν συνειδητά να θέσουν σε δεύτερη μοίρα την υγεία και τις ζωές ασθενών με καρκίνο, προτάσσοντας το ίδιο συμφέρον, στερώντας τους τα απαραίτητα φάρμακα και ζημιώνοντας το ήδη σοβαρά ασθενές σύστημα υγείας. Έχουμε αναφέρει αρμοδίως πολλές φορές ότι, λόγω των ελλείψεων σε φάρμακα που παρουσιάζονται κατά διαστήματα, δημιουργούνται κενά στη προγραμματισμένη θεραπεία των ασθενών με καρκίνο. Δεν είναι δυνατόν, την ώρα που πολλοί ασθενείς εξαναγκάζονται να περιφέρονται, από νοσοκομείο σε νοσοκομείο, για να εξασφαλίσουν την θεραπεία τους ή να την αναζητούν από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή να καθυστερούν αδικαιολόγητα να την λάβουν, κάποιοι να προβαίνουν ανενόχλητα σε υπεξαίρεση αναγκαίων ακριβών και λίαν δραστικών φαρμάκων».

«Αναγκαίο το Εθνικό Μητρώο Νεοπλασιών»

Σύμφωνα με την ΕΛΟΚ, το πρόσφατο σκάνδαλο αποδεικνύει ότι το σύστημα Υγείας της χώρας είναι ανοχύρωτο, καθώς είναι προφανές ότι δεν υπάρχουν και δεν εφαρμόζονται διαδικασίες εσωτερικού ελέγχου και διασφάλισης ποιότητας των διαδικασιών διακίνησης φαρμάκων, ενώ είναι γνωστό ότι για τη διακίνηση, φύλαξη και χειρισμό των κυτταροτοξικών φαρμάκων εφαρμόζονται ειδικές κατευθυντήριες οδηγίες. Ζητούν να υπάρξει πολιτική βούληση και δράση για άμεση κάλυψη των κενών που θα εντοπιστούν και για εφαρμογή συστημάτων που θα εγγυηθούν την ασφαλή και ποιοτική λειτουργία της διακίνησης, φύλαξης και χειρισμού, ειδικά των κυτταροτοξικών, φαρμάκων.

Παράλληλα, υπογραμμίζουν ότι είναι αναγκαίο να υπάρξει Εθνικό Μητρώο Νεοπλασιών, προκειμένου να μην υπάρξουν ανάλογα περιστατικά. «Είναι βέβαιο ότι αν σήμερα υπήρχε Εθνικό Μητρώο Νεοπλασιών, πλήρης μηχανογράφηση και διαλειτουργικότητα των υπηρεσιών των νοσοκομείων και των εποπτευομένων από το Υπουργείο Υγείας φορέων, διαδικασίες εσωτερικού ελέγχου, σύστημα διασφάλισης και διαπίστευσης της ποιότητας των υπηρεσιών υγείας, καμία παρόμοια παράνομη δράση δε θα μπορούσε να είχε αναπτυχθεί και να δρα ανενόχλητα, εκμεταλλευόμενη τα κενά ασφαλείας».

Τέλος, ζητούν να τρέξουν άμεσα οι διαδικασίες από τη Δικαιοσύνη καθώς «είναι σαφές ότι τα αδικήματα εκτός της ποινικής, έχουν και τεράστια ηθική διάσταση» και εκφράζουν την απόλυτη εμπιστοσύνη τους στην ελληνική Δικαιοσύνη.

«Έχουν ευθύνη και οι διοικήσεις των νοσοκομείων»

Η πρόεδρος της ΕΙΝΑΠ, Ματίνα Παγώνη, δήλωσε στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ότι η υπόθεση αποτελεί «βόμβα στον χώρο της Υγείας», τονίζοντας πως μερίδιο ευθύνης φέρουν και οι διοικήσεις των νοσοκομείων. «Πιστεύω ότι η Δικαιοσύνη θα πρέπει να επισπεύσει τις προβλεπόμενες διαδικασίες και να τιμωρηθούν παραδειγματικά οι ένοχοι, ενώ συγχρόνως να λειτουργήσουν τα Πειθαρχικά Συμβούλια των εμπλεκομένων και να διαγραφούν από τους κλάδους τους το συντομότερο δυνατόν. Βεβαίως ευθύνες έχουν και οι διοικήσεις των νοσοκομείων, οι οποίες είναι δυνατόν όλο αυτό το διάστημα να μη γνώριζαν τι συνέβαινε στο χώρο που διοικούν; Υποτίθεται ότι τοποθετήθηκαν στα νοσοκομεία νέες διοικήσεις για να επιτελούν καλύτερο έργο σε σύγκριση με τις προηγούμενες».

Ζήτησε από το Υπουργείο Υγείας «να αναλάβει τις ευθύνες του πάνω σε αυτό το θέμα» και επισήμανε ότι είναι πολύ σημαντικό το να μην χάσουν οι ασθενείς την εμπιστοσύνη τους προς τους εργαζόμενους στα νοσοκομεία. «Οι ογκολογικοί ασθενείς δεν πρέπει επ' ουδενί να χάσουν την εμπιστοσύνη τους προς τα νοσοκομεία, διότι θα πρέπει να γνωρίζουν ότι σε όλους τους κλάδους υπάρχουν εξαιρέσεις και δεν είναι όλοι οι γιατροί, οι φαρμακοποιοί και νοσηλευτές επιλήσμονες του όρκου τους. «Ελπίζω ότι από εδώ και στο εξής θα γίνεται καλύτερος έλεγχος στη διακίνηση των φαρμάκων των εσωτερικών και εξωτερικών ασθενών με παράλληλη δραστηριοποίηση των διοικήσεων, ούτως ώστε να επιτελούν το έργο για το οποίο έχουν διορισθεί».