Ο Ρέγκλινγκ εξήρε για μια κόμη φορά τις δράσεις της ελληνικής κυβέρνησης, τονίζοντας ότι έχει πραγματοποιήσει εντυπωσιακές προσπάθειες προσαρμογής με τις βαθιές μεταρρυθμίσεις που της έχουν επιβληθεί. «Συνολικά η Ελλάδα έχει σήμερα πίσω της εντυπωσιακές προσπάθειες προσαρμογής. Το έλλειμμα του προϋπολογισμού κατά την έναρξη της κρίσης το 2009 βρισκόταν πάνω από το 15% του ΑΕΠ. Εδώ και δύο χρόνια η χώρα παράγει δημοσιονομικό πλεόνασμα, δηλαδή “μαύρο μηδέν” (σ.σ.: η γερμανική έκφραση για τον ισοσκελισμένο προϋπολογισμό). Μια τέτοια επιτυχία είναι δυνατή μόνο με βαθιές μεταρρυθμίσεις».

Δήλωσε ότι αν οι δανειστές μείνουν ικανοποιημένοι από την εφαρμογή των μνημονιακών μεταρρυθμίσεων «μπορεί το πρόγραμμα να ολοκληρωθεί και να πραγματοποιηθεί μια τελευταία δανειακή εκταμίευση». Ξεκαθάρισε πως «είναι και παραμένει σαφές ότι ένα κούρεμα της ονομαστικής αξίας του χρέους αποκλείεται» και ο μόνος τρόπος που θα μπορούσε να διευκολυνθεί η Ελλάδα είναι «αν οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης να σκεφτούν να δώσουν στην Ελλάδα περαιτέρω ελαφρύνσεις χρέους – όπως π.χ. μακρότερους χρόνους αποπληρωμής των δανείων».


Σε βάθος πολλών ετών η αποπληρωμή των δανείων

Σύμφωνα με τον Ρέγκλινγκ, φαίνεται να επιτυγχάνεται ο στόχος των μνημονίων, που ήταν η δημιουργία μιας «υγιούς» βάσης ανάπτυξης. «Ο στόχος όλων των προγραμμάτων προσαρμογής και μεταρρυθμίσεων τα τελευταία οκτώ χρόνια ήταν να επιτύχουμε μια νέα βάση για μια καλή, υγιή ανάπτυξη στην Ελλάδα – αυτό είναι προς το συμφέρον των Ελλήνων, αλλά είναι και προς το συμφέρον του ESM».

Ερωτηθείς για το αν η Ελλάδα θα μπορέσει ποτέ να αποπληρώσει τα ποσά που έχει δανειστεί, επισήμανε ότι ο ESM  έχει εκταμιεύσει 187 δισεκατομμύρια ευρώ σε δάνεια, που ισοδυναμούν με περίπου το 100% του ελληνικού ΑΕΠ και πάνω από το 50% των δημοσίων χρεών της χώρας και τόνισε πως για να αποπληρωθούν τα δανεικά θα χρειαστεί η χώρα να συνεχίσει να πληρώνει για πολλά ακόμα χρόνια.

«Ναι. Δεκαετίες εμπειρίας με παρόμοιες δύσκολες περιπτώσεις δείχνουν ότι οικονομίες οι οποίες έχουν ασθενήσει λόγω κρίσης μπορούν να αποπληρώσουν πλήρως τα δάνεια διάσωσης, εάν οι υποχρεώσεις αποπληρωμής χρονικά επιμηκυνθούν χρονικά αρκετά και δεν υπερβαίνουν σε σχέση με την οικονομική επίδοση το όριο του 15-20%». Για να γίνει πιο συγκεκριμένος έφερε το παράδειγμα της Βρετανίας η οποία κατέβαλε την τελευταία δόση των υποχρεώσεων που απέρρεαν από την Συμφωνία του Λονδίνου του 1953 πριν από μόλις οκτώ χρόνια.