Την ενοχή του Δημήτρη Φουρλεμάδη, πρώην διευθύνοντος συμβούλου της μη κυβερνητικής οργάνωσης της Εκκλησίας «Αλληλεγγύη», εισηγήθηκε η εισαγγελέας Ιωάννα Τσάλη, στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων. Στην εισήγηση της εισαγγελίας περιλαμβάνεται και η πρώην διευθύντρια εσωτερικού ελέγχου της ΜΚΟ, ενώ ευνοϊκότερη ήταν η μεταχείριση της εισαγγελίας για τους δύο οικονομικούς επιθεωρητές της εκκλησίας.

Συγκεκριμένα, ο Δ. Φουρλεμάδης δικάζεται για τα αδικήματα της απιστίας και της υπεξαίρεσης εκατομμυρίων ευρώ που προοριζόταν για φιλανθρωπικές αποστολές σε τρίτες χώρες, από τα ταμεία της οργάνωσης. Σύμφωνα με πληροφορίες που αναμεταδίδει η «Εφημερίδα των Συντακτών», η εισαγγελία τόνισε ότι ο πρώην διευθύνων σύμβουλός πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για τα εν λόγω αδικήματα, αλλά να μην εφαρμοστεί για τον κατηγορούμενο η διάταξη περί καταχραστών του Δημοσίου σε ό,τι αφορά την απιστία στην υπηρεσία, ώστε να μετατραπεί η κατηγορία σε απλή απιστία κακουργηματικού βαθμού.
 
Ειδικότερα, το βούλευμα της υπόθεσης αναφέρει ότι ο Δ. Φουρλεμάδης καταχράστηκε 5,6 εκατομμύρια ευρώ τα οποία είχαν πιστωθεί στην οργάνωση από το υπουργείο Εξωτερικών το 2005, με σκοπό να σταλεί ανθρωπιστική βοήθεια στο Ιράκ. Τα χρήματα φαίνεται να δαπανήθηκαν για άλλους σκοπούς, ενώ στα παραστατικά σημειώνεται ότι απορροφήθηκαν  για τις ανάγκες της οργάνωσης. Επιπροσθέτως, το βούλευμα της εισαγγελίας αναφέρεται και σε επιχορηγήσεις που έλαβε η οργάνωση για φιλανθρωπικές αποστολές, αλλά και για ένα ποσό ύψους 258.000 ευρώ ως αποζημίωση σε μεταφορική εταιρεία, η οποία είχε επωμισθεί τη μεταφορά πουλερικών ως ανθρωπιστική βοήθεια. Ωστόσο, η δράση αυτή δεν έγινε, ενώ δεν βρέθηκε ούτε ο προορισμός της φιλανθρωπικής αποστολής ούτε το εμπόρευμα. 
 
Για την πρώην διευθύντρια εσωτερικού ελέγχου της ΜΚΟ, η εισαγγελία πρότεινε να κηρυχθεί ένοχη με την κατηγορία της απλής συνέργειας στις πράξεις του Δ. Φουρλεμάδη, ενώ για τους οικονομικούς επιθεωρητές της εκκλησίας, προτάθηκε η μετατροπή των ποινών τους από κακουργήματα σε πλημμελήματα με αποτέλεσμα να απαλλαγούν από τις κατηγορίες λόγω παραγραφής των αδικημάτων. Σημειώνεται ότι οι οικονομικοί επιθεωρητές κατηγορήθηκαν για έκδοση ψευδών βεβαιώσεων.
 
Οι τέσσερις κατηγορούμενοι αρνήθηκαν τις κατηγορίες, με τον Δ. Φουρλεμάδη να τονίζει ότι δεν οικειοποιήθηκε χρήματα για προσωπικό όφελος αλλά πως όλα τα χρήματα διατέθηκαν για τις ανάγκες της οργάνωσης, ενώ πρόσθεσε ότι «ήταν συνήθης πρακτική να μπαίνουν τα χρήματα σε ένα λογαριασμό και από εκεί να καλύπτονται οι διάφορες υποχρεώσεις. Εγώ ήμουν υπάλληλος. Ο μακαριστός αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος έφερνε τα προγράμματα απευθείας από το ΥΠΕΞ. Όταν αρρώστησε ήταν πολιτική βούληση να μην ολοκληρωθεί το πρόγραμμα με τα κοτόπουλα».

«Για άσχετες ανάγκες δόθηκαν τα χρήματα»

 
«Ποσά δόθηκαν για άσχετες ανάγκες, για μη σύννομες πληρωμές που καμία σχέση είχαν ακόμα και με άλλα ανθρωπιστικά προγράμματα, αν και ο Δ. Φουρλεμάδης είχε σαφή εντολή να χρησιμοποιήσει τα συγκεκριμένα κονδύλια μόνο για τους σκοπούς συγκεκριμένων προγραμμάτων», τόνισε η εισαγγελέας στην αγόρευση της, ενώ στη συνέχεια υπογράμμισε ότι ο πρώην διευθύνων σύμβουλος της οργάνωσης ιδιοποιήθηκε παράνομα ποσό 5,1 εκατομμυρίων ευρώ από τα 5,6 εκατομμύρια ευρώ που ήταν η προκαταβολή χορηγίας του ΥΠΕΞ. Επιπλέον, στην τοποθέτηση της αναφέρθηκε και σε ποσό 450.000 ευρώ από χορηγίες του ΥΠΕΞ το διάστημα 2005 έως 2007. Σημειώνεται ότι από τα 5,6 εκατομμύρια ευρώ, ο κατηγορούμενος έχει επιστρέψει το ποσό των 500.000 ευρώ.
 
Σύμφωνα με πληροφορίες του ΑΠΕ – ΜΠΕ, η εισαγγελέας τόνισε ότι τα ποσά δαπανήθηκαν για ανάγκες της ΜΚΟ, πληρωμές σε επικοινωνιολόγους και μισθοδοσίες, ενώ υπογράμμισε ότι όταν ζητήθηκαν τα χρήματα από το ΥΠΕΞ, η «Αλληλεγγύη» δανείστηκε χρήματα από γνωστό εφοπλιστή για να τα επιστρέψει στο υπουργείο. Στη συνέχεια, η οργάνωση έλαβε και πάλι από το υπουργείο ποσό 5,6 εκατομμυρίων ευρώ, το οποίο δεν χρησιμοποιήθηκε για ανθρωπιστική βοήθεια αλλά δόθηκε για την εξόφληση του δανείου του εφοπλιστή.
 
Λόγω του χρέους της οργάνωσης συνολικού ύψους 6,4 εκατομμυρίων ευρώ, έχουν δεσμευτεί περιουσιακά στοιχεία της αλλά και της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, ως αποπληρωμή στο αρμόδιο υπουργείο.