Συχνά το Παλαιστινιακό παρουσιάζεται ως ο κατεξοχήν διπλωματικός γόρδιος δεσμός. Μοιραία ακολουθούν συνειρμοί για το αλεξανδρινό παράδειγμα και το γνωμικό «δεσμά που δε λύονται, κόβονται». Όντως το κόψιμο των δεσμών αποτελεί μια δραστική λύση. Για την ακρίβεια δύο δραστικών λύσεων ανάλογα με το ποιος κρατά το οιονεί λυτρωτικό ξίφος. Όμως πέρα από τις ακραίες λύσεις, όπως αυτές μεταφράζονται στα ενδεχόμενα της απόλυτης επικράτησης Παλαιστινίων ή Ισραηλινών αντίστοιχα, υπάρχει και ένας τρίτος δρόμος. Μια πραγματική λύση των δεσμών που θα έρθει κατόπιν γενναίων συμβιβασμών, κυρίως από την ισχυρή ισραηλινή πλευρά, οι οποίοι θα εγκαινιάσουν μια διαδικασία που θα καταλήξει στην ειρηνική και δίκαιη διευθέτηση της διαμάχης.

Πριν την περιγραφή της λύσης, όμως, είναι απαραίτητο να γίνει μια σύντομη αναφορά στα αίτια και το χρονικό της διαμάχης ώστε να εξηγηθεί γιατί το ζήτημα δεν μπορεί πλέον να λυθεί με το όποιο ξίφος. Όπως είναι γνωστό, η εβραϊκή κοινότητα της Παλαιστίνης ίδρυσε το κράτος του Ισραήλ σε εδάφη από τα οποία έδιωξε 700,000 αυτόχθονες Άραβες κατοίκους. Αν δει κανείς προσεχτικά τα γεγονότα εκείνου του πολέμου, θα διαπιστώσει ότι αυτή ήταν και η μοναδική φορά που οι Παλαιστίνιοι θα μπορούσαν να λύσουν τα δεσμά της διαμάχης δια του ξίφους. Αν οι εβραϊκές πολιτοφυλακές δεν ανεφοδιάζονταν την κρίσιμη στιγμή από τη σοσιαλιστική Τσεχοσλοβακία,[1] και κυρίως αν οι αραβικοί στρατοί δεν ήταν τόσο ανοργάνωτοι και ασυντόνιστοι, τότε ίσως η σύρραξη να είχε πάρει άλλη τροπή.

Η λογική λέει πως μόλις λίγα χρόνια μετά το ολοκαύτωμα η διεθνής κοινότητα δεν θα άφηνε 650,000 Εβραίους στο έλεος κανενός επελαύνοντος στρατού. Αντίθετα, θα επενέβαινε και θα επέβαλε μια συμφωνία όπου η εβραϊκή κοινότητα είτε θα περιοριζόταν σε ένα θύλακα στα βορειοδυτικά του σημερινού Ισραήλ, είτε θα της κατοχυρώνονταν προνόμια αναγνωρισμένης μειονότητας σε ένα ενιαίο αραβικό κράτος. Δεδομένου ότι δυτικές υπηρεσίες πληροφοριών προέβλεπαν νίκη των Αράβων, δεν αποκλείεται όσοι εμπνεύστηκαν το σχέδιο διχοτόμησης του 1947 να είχαν εξαρχής κατά νου το σενάριο της μετέπειτα επέμβασης. Όμως τα πράγματα εξελίχθηκαν αλλιώς και το Ισραήλ ιδρύθηκε σε όλα τα εδάφη της ιστορικής Παλαιστίνης πλην Δυτικής Όχθης και Γάζας.

Από εκεί και πέρα το ξίφος πέρασε στα χέρια του Ισραήλ. Αν η αστραπιαία και απόλυτη νίκη του το 1967 είχε συνοδευτεί από μια νέα μαζική φυγή Παλαιστινίων, τότε τα δεσμά θα κόβονταν με μιας. Όμως οι Παλαιστίνιοι αυτή τη φορά δεν έφυγαν και οι Ισραηλινοί υιοθέτησαν πολιτική κατοχής, εποικισμού και υποχρεωτικής απαλλοτρίωσης. Κάποιοι, όπως ο Αριέλ Σαρόν, υποστήριξαν αποτελεσματικές λύσεις δια του ξίφους. Συγκεκριμένα, ο Ισραηλινός στρατιωτικός προωθούσε την άποψη της βίαιης έξωσης των Παλαιστινίων της Δυτικής Όχθης στην Ιορδανία με παράλληλη ανατροπή και αντικατάσταση της εκεί μοναρχίας από μια παλαιστινιακή διοίκηση.[2] Ο Σαρόν δεν εισακούστηκε καθώς η ισραηλινή ηγεσία έκρινε πως αν προχωρούσε σε κάτι τέτοιο θα ερχόταν αντιμέτωπη με μη διαχειρίσιμες πιέσεις από το εξωτερικό.

Τι μας δείχνουν τα παραπάνω; Πως ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 είχε γίνει σαφές ότι ο γόρδιος δεσμός που συνιστά το παλαιστινιακό δεν μπορούσε να κοπεί, αλλά μονάχα να λυθεί. Και όμως, έχει έκτοτε περάσει σχεδόν μισός αιώνας αλλά οι Ισραηλινοί επιμένουν να ξοδεύουν δισεκατομμύρια για την ασφάλεια τους περιορίζοντας και καταπιέζοντας τους Παλαιστίνιους που, με τη σειρά τους, αρνούνται πεισματικά να αποδεχθούν το τετελεσμένο της μοίρας τους. Γιατί ο φαύλος αυτός κύκλος δεν κλείνει; Επειδή, σύμφωνα με την επίσημη ισραηλινή γραμμή, οι Παλαιστίνιοι επιθυμούν την καταστροφή του εβραϊκού κράτους, οι τρομοκράτες δεν δικαιούνται να προσκληθούν σε συνομιλίες, και το Ισραήλ δεν πρέπει να κάνει υποχωρήσεις αφού βρίσκεται σε θέση ισχύος.

Η σύντομη ιστορία του εβραϊκού κράτους αποδεικνύει πως και τα τρία είναι, στην καλύτερη των περιπτώσεων, προφάσεις εν αμαρτίαις. Ναι, η Χαμάς και κάποιοι ακραίοι δηλώνουν ότι θέλουν να εξαφανίσουν το Ισραήλ. Το θέμα όμως είναι ότι κάτι τέτοιο δεν είναι ρεαλιστικό. Όχι η Χαμάς με το παρωχημένο οπλοστάσιο της, αλλά όλα τα αραβικά και ισλαμικά κράτη μαζί δεν μπορούν να νικήσουν το Ισραήλ. Μάλιστα, ακόμα και αν στη θεωρητική αυτή σύγκρουση το Ισραήλ κάπως και κάπου στριμωχνόταν, θα χρησιμοποιούσε τα πυρηνικά που διαθέτει ως έσχατη αποτρεπτική εφεδρεία. Διάλογος με επονομαζόμενους τρομοκράτες το Ισραήλ έχει κάνει κατ’ επανάληψη. Τυπικά οι αξιωματούχοι του ισραηλινού υπουργείου εξωτερικών διέπρατταν αδίκημα όταν συνομιλούσαν με τους συνεργάτες του Αραφάτ πριν την υπογραφή της συμφωνίας του Όσλο. Αλλά ακόμα και με τη Χαμάς το Ισραήλ έχει διαπραγματευτεί ουκ ολίγες φορές. Πως άλλωστε κλείνονται συμφωνίες κατάπαυσης του πυρός μετά τις εισβολές στη Γάζα; Ή πως έγινε η ανταλλαγή κρατουμένων το 2011; Τέλος, το Ισραήλ το 1979 υπέγραψε συμφωνία ειρήνης με την Αίγυπτο. Πως; Κάνοντας μια σπουδαία υποχώρηση. Το 1967 εκτός από τη Δυτική όχθη και τη Γάζα, ο ισραηλινός στρατός κατέλαβε και το Σινά με αποτέλεσμα να κλείσει η διώρυγα του Σουέζ. Το 1979 το Ισραήλ συμφώνησε να ανοίξει η διώρυγα, να δώσει πίσω το Σινά, και να ξηλώσει τους εκεί εποικισμούς με αντάλλαγμα την ειρήνη και την επίσημη αναγνώριση του από την Αίγυπτο.

Θα αντιτείνει κάποιος ότι παρά τη γενναιοδωρία του Ισραήλ, ο Σαντάτ δολοφονήθηκε ως προδότης με κινηματογραφικό τρόπο εν μέσω στρατιωτικής παρέλασης. Η απάντηση είναι πως η βασική κριτική απέναντι στον Αιγύπτιο πρόεδρο είναι ότι, χωρίς να συνεννοηθεί με τους υπόλοιπους Άραβες ηγέτες, βιάστηκε να έρθει σε συμφωνία με το Ισραήλ που δεν περιλάμβανε τους Παλαιστίνιους. Αν πίεζε επιτυχώς για μια δίκαιη διευθέτηση των παλαιστινιακών αιτημάτων σήμερα ίσως να τον θυμόμασταν πολύ διαφορετικά.

Η αδιέξοδη και διαρκώς επιδεινούμενη κατάσταση στους Αγίους Τόπους μπορούσε και μπορεί να αναστραφεί αν υιοθετηθεί ένα πλαίσιο λύσης που θα απαντά στα βασικά αιτήματα των δύο μέρων. Ποια είναι αυτά; Για το Ισραήλ είναι η εμπέδωση αισθήματος ασφάλειας στους πολίτες του. Για τους δε Παλαιστίνιους ο τερματισμός της κατοχής και των δεινών που απορρέουν από αυτή. Συνακόλουθα η ευκταία λύση συνίσταται σε τέσσερις βασικούς άξονες.

Σε πρώτη φάση αναγνωρίζεται το Ισραήλ στα σύνορα του 1948. Η Δυτική Όχθη και η Γάζα θα συναποτελέσουν ένα ανεξάρτητο Παλαιστινιακό κράτος το οποίο θα χρηματοδοτηθεί επαρκώς από τη διεθνή κοινότητα τα πρώτα χρόνια ώστε να καταστεί βιώσιμο. Ειδικά για τη Γάζα ο αποκλεισμός οφείλει να αρθεί άμεσα και να προχωρήσει με ταχύτητα η ανοικοδόμηση της. Βασικές υποδομές όπως λιμάνι, αεροδρόμιο, μονάδες αφαλάτωσης και παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος οφείλουν να κατασκευαστούν άμεσα ώστε να μπει τέλος στην απομόνωση και την ακραία ανέχεια. Ενδεχομένως ο ισραηλινός φράχτης να μετακινηθεί λίγα χιλιόμετρα προς την πλευρά του Ισραήλ ώστε η γη στη μεθόριο να γίνει και πάλι εκμεταλλεύσιμη. Τέλος, πρέπει να υπάρχει φυσική διασύνδεση μεταξύ των δύο παλαιστινιακών περιφερειών. Σε μια εποχή όπου σχεδιάζεται η διάνοιξη διαδρόμου που θα διασχίζει κάθετα την Ευρώπη από τη Φιλανδία ως τη Μάλτα, η σύνδεση Γάζας και Δυτικής Όχθης μέσω ασφαλών υπόγειων ή υπέργειων αξόνων φαντάζει παραπάνω από εύκολη.

Το δεύτερο θέμα έχει να κάνει με τους εποικισμούς της Δυτικής Όχθης. Το Ισραήλ έχει εκκενώσει και άλλες φορές εποικισμούς αλλά όχι σε τέτοια κλίμακα. Και επειδή το κυρίως ζητούμενο είναι η εδαφική συνέχεια του παλαιστινιακού κράτους, αυτό που θα πρέπει να γίνει είναι να παραμείνουν μονάχα όσοι εποικισμοί είναι κοντά στη μεθόριο και ίσως να προσαρτηθεί ο πολυπληθής εποικισμός του Αριέλ. Κάποιες προσθήκες γης σε άλλα σημεία της μεθορίου προς όφελος των Παλαιστινίων θα ισορροπούσε τις απώλειες. Σε κάθε περίπτωση πάντως η κεντρική ιδέα απαιτεί το σύνολο σχεδόν της Δυτικής Όχθης να περάσει στο παλαιστινιακό κράτος χωρίς νησίδες ισραηλινής κυριαρχίας. Χωρίς δηλαδή διάσπαρτους εποικισμούς και στρατιωτικές βάσεις.

Το τρίτο κρίσιμο ζήτημα αφορά τη φύση του παλαιστινιακού κράτους. Κρίνοντας από την εμμονή των Ισραηλινών για αποστρατικοποίηση της Γάζας, δηλαδή την καταστροφή του οπλοστασίου της Χαμάς, γίνεται αντιληπτό ότι δεν θα δεχτούν ένα παλαιστινιακό κράτος με ένοπλες δυνάμεις. Με δεδομένη την υπεροπλία του Ισραήλ θα ήταν ασύμφορο και αφελές για τους Παλαιστίνιους να επιδοθούν σε κούρσα εξοπλισμών. Και επειδή το κυρίως ζητούμενο δεν είναι άλλο από το θέμα της κυριαρχίας, οι Παλαιστίνιοι θα αποδέχονταν μια φόρμουλα όπου θα διέθεταν μονάχα δυνάμεις εσωτερικής ασφάλειας με την προϋπόθεση ότι η διεθνής κοινότητα θα εγγυόταν την κυριαρχία του κράτους τους. Τι θα σήμαινε πρακτικά αυτό; Ότι υπό καμία συνθήκη ο ισραηλινός στρατός δεν θα εισερχόταν στα παλαιστινιακά εδάφη. Έτσι θα δινόταν τέλος στη ρουτίνα των ταπεινωτικών εφόδων στη μέση της νύχτας για την αναζήτηση υπόπτων. Υπενθυμίζεται πως αυτή η δραστηριότητα ανακυκλώνει όσο καμία άλλη την εχθρότητα των Παλαιστίνιων για τους Ισραηλινούς.

Τελευταίο και κρίσιμο είναι το θέμα των προσφύγων και της Ιερουσαλήμ. Ενώ δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για το ξεριζωμό των Παλαιστινίων το 1948 το επιχείρημα του Ισραήλ ότι αν επέστρεφαν τα εκατομμύρια των προσφύγων η φυσιογνωμία της χώρας θα αλλοιωνόταν, ακούγεται λογικό. Μια φόρμουλα που θα είχε μεγάλη πιθανότητα επιτυχίας συνίσταται στην παροχή μεγάλων οικονομικών κινήτρων στους πρόσφυγες που θα παραμείνουν, ή θα μεταφερθούν στα εδάφη του νέου παλαιστινιακού κράτους χωρίς όμως να τους αφαιρεθεί το τυπικό δικαίωμα της επιστροφής. Αυτή η προσέγγιση θα βοηθούσε πολλούς να κάνουν μια πραγματιστική επιλογή χωρίς να μπουν σε ένα εκβιαστικό δίλλημα που θα τραυμάτιζε περαιτέρω την αξιοπρέπεια τους. Αναφορικά με την Ιερουσαλήμ, το ανατολικό τμήμα της μαζί με την Πλατεία των Τεμένων οφείλει να δοθεί στους Παλαιστίνιους με τους Ισραηλινούς να διατηρούν διακριτική παρουσία στο Τείχος των Δακρύων. Τέλος, κάποιο τμήμα των εποικισμών πέριξ των Ιεροσολύμων θα παραμείνει και κάποιο θα διαλυθεί.

Η λύση που περιέγραψα συνοπτικά παραπάνω δεν είναι καινοφανής. Αντίθετα, όλοι οι εμπλεκόμενοι και οι ειδικοί ξέρουν εδώ και δεκαετίες ότι μόνο κάπως έτσι το Ισραήλ θα πετύχει την ομαλοποίηση με τον αραβικό και ισλαμικό κόσμο, θα αποκαταστήσει τη φήμη του στους προοδευτικούς κύκλους της Δύσης, και οι πολίτες του θα νιώσουν μακροπρόθεσμα ασφαλείς. Ομοίως, οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ ξέρουν πως μόνο μία τέτοια λύση θα δώσει μια αίσθηση δικαίωσης στους Παλαιστίνιους καθώς θα ερμηνεύσουν τις εξελίξεις ως αποτέλεσμα του αγώνα και των θυσιών τους. Ο τρόπος που αντέδρασαν όταν το 2005 οι Ισραηλινοί αποχώρησαν από τη Γάζα το δείχνει αυτό ξεκάθαρα.

Φυσικά μια απλή ματιά στα τεκταινόμενα στην περιοχή, ή στις διαρροές της «Συμφωνίας του Αιώνα» που προωθεί ο Τραμπ αρκεί για να γίνει σαφές πως η εφαρμογή της λύση που περιέγραψα δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα. Η απάντηση στο γιατί συμβαίνει αυτό βρίσκεται όχι τόσο στην αδιαλλαξία της ισραηλινής ηγεσίας, όσο σε εκείνη της ισραηλινής κοινωνίας. Οι φωνές για έντιμο συμβιβασμό στο Ισραήλ έχουν επισκιαστεί από αυτούς που πιστεύουν ότι η πολιτική του αστακού αποδίδει και ότι συνακόλουθα σε μερικά χρόνια οι Παλαιστίνιοι απλά θα τα παρατήσουν. Κάπως έτσι λοιπόν διαιωνίζεται η σημερινή αδιέξοδη κατάσταση με τους ακραίους της άλλης πλευράς να υπολογίζουν πως ένας λαός που δεν συνθηκολόγησε για 70 χρόνια, θα κρατήσει την ίδια στάση για αρκετές δεκαετίες ακόμα. Και πως, μέχρι τότε, θα βρει τον τρόπο να απειλήσει ουσιαστικά το Ισραήλ.



 



[1] Arnold Krammer, The forgotten friendship: Israel and the Soviet Bloc 1947-53 (Chicago: University of Illinois Press), 86.
[2] Laura Zittrain Eisenberg & Neil Caplan, Arab-Israeli Peace: Patterns, Problems, Possibilities (Bloomington: Indiana University Press, 1998), 77.