του Θάνου Καμήλαλη

Όσο παράδοξο κι αν μοιάζει το ερώτημα, ή παράλογη η εκτίμηση, υπάρχει εξαρχής ένα πολύ βασικό στοιχείο που συνηγορεί υπέρ της. Η ελληνική κυβέρνηση δεν ήταν αυτή που αποφάσισε να «λύσει το Μακεδονικό». Η εντολή ήρθε από τις ΗΠΑ, τον περασμένο χειμώνα, με στόχο των Αμερικανών το θέμα να έχει κλείσει μέχρι τον Ιούλιο, ώστε η γειτονική χώρα να ενταχθεί χωρίς αστερίσκους στο ΝΑΤΟ. Άλλωστε, όπως είχε αποφασίσει το ΝΑΤΟ στην περίφημη Σύνοδο του Βουκουρεστίου το 2008, η ένταξη της ΠΓΔΜ στη Διατλαντική Συμμαχία θα πραγματοποιηθεί μόνο όταν θα υπάρξει συμφωνία με την Ελλάδα για το ζήτημα του ονόματος. Με το ΝΑΤΟ να κερδίζει συνεχώς νέα μέλη στα Βαλκάνια και την γεωπολιτική αξία της περιοχής για τους Αμερικανούς να έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, η εντολή της κυβέρνησης Τραμπ στη χώρα που θέλει να γίνει «το Ισραήλ των Βαλκανίων», ο τοποτηρητής των ΗΠΑ στην περιοχή, φαίνεται, βάσει των διαπραγματεύσεων και του σαφούς χρονοδιαγράμματος, να ήταν σαφής και επιτακτική: «Βρείτε λύση άμεσα».

Κάπως έτσι, Ελλάδα και ΠΓΔΜ έχουν συρθεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για ένα θέμα που ίσως οι δύο κυβερνήσεις προσωπικά να μην είχαν κανένα πρόβλημα να λύσουν με αμοιβαίους συμβιβασμούς, αλλά παράλληλα, ενώπιον μιας συμφωνίας που θα τις φέρει αναπόφευκτα αντιμέτωπες με ισχυρές πιέσεις στο εσωτερικό τους. Για την κυβέρνηση της ΠΓΔΜ και το γειτονικό κράτος εν γένει, πιθανός συμβιβασμός θα φέρει μεν την είσοδο της στο ΝΑΤΟ, (στην «καλή πλευρά» των ΗΠΑ)  και θα κάμψει ένα εμπόδιο στον στόχο για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, διαδικασία που θα διαρκέσει όμως αρκετά χρόνια ακόμα. Από την άλλη όμως δε, μια συμφωνία θα σημάνει (μερική ή ολική) απώλεια της μακεδονικής ταυτότητας, του μόνο συνεκτικού κρίκου σε ένα εθνικό κράτος χωρίς ενιαία, κυρίαρχη γλώσσα ή θρησκεία και μεγάλες πολιτικές περιπέτειες λόγω της αλλαγής του Συντάγματος. 

Η ελληνική κυβέρνηση από την πλευρά της, έχει να αντιμετωπίσει τους δικούς μας εθνικούς μύθους. Οι θέσεις της θα έπρεπε να χαρακτηρίζονται από λογικές (από όσους βλέπουν ψήγματα αλυτρωτισμού στη γειτονική χώρα), μέχρι σκληρές και ακριβώς στα όρια που προβλέπει η διεθνής διπλωματία. Όμως, όλη αυτή η διπλωματική προσπάθεια προσκρούει σε άτοπα συνθήματα που διεγείρουν τα πάθη και όπως αποδείχθηκε, κινητοποιούν ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας: Το «Πουλάτε τη Μακεδονία» και το η «Μακεδονία είναι ελληνική» γαλούχησαν την ελληνική κοινωνία εδώ και 30 χρόνια, έστησαν πολιτικές καριέρες, έβγαλαν πρόσφατα εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου στους δρόμους σε μια περίοδο μάλιστα που οι μνημονικές καταστροφές δημιουργούν απάθεια. Αποτελούν βασικό σύνθημα της αξιωματικής αντιπολίτευσης (παρά το γεγονός ότι ήταν οι αποφάσεις του 1992 και του 2008 έγιναν επί κυβερνήσεων ΝΔ) και το μόνο σημείο που θα μπορούσε να οδηγήσει τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ σε, κάποιας μορφής τουλάχιστον, ρήξη. Συν τοις άλλοις, εν μέσω του τρίτου μνημονίου, είναι σημείο κοινής λογικής ότι το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε η ελληνική κυβέρνηση, θα ήταν η πολιτική φθορά και από ένα «εθνικό θέμα».

Όποια συμφωνία και να φέρει, η ελληνική κυβέρνηση θα κατηγορηθεί ότι «πουλάει τη Μακεδονία». Κανείς βέβαια δεν μπορεί να εξηγήσει το εξής:

Σημερινή κατάσταση: Μια χώρα δηλαδή που ονομάζεται εδώ και πάνω από 25 χρόνια ως Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, εσωτερικά αναφέρεται ως σκέτο Μακεδονία και προωθεί με κάθε ανεπίσημο τρόπο το «Μακεδονία» διεθνώς.

Πιθανή νέα κατάσταση: Μια χώρα που ονομάζεται π.χ. «Βόρεια Μακεδονία», αμετάφραστο στο εσωτερικό και το εξωτερικό της, αλλάζει το Σύνταγμά της απαλείφοντας κάθε (φημολογούμενο ως) στοιχείο αλυτρωτισμού και οποιαδήποτε αναφορά σε «Μακεδόνες».

Το πώς η σημερινή κατάσταση είναι καλύτερη από την πιθανή καινούρια δεν το γνωρίζουν ούτε όσοι κραυγάζουν για μήνες (χρόνια, δεκαετίες) κενά συνθήματα και δεν είναι τυχαίο που κανείς δεν μπορεί να αρθρώσει μια διαφορετική πρόταση, πέρα από επιθέσεις και χαρακτηρισμούς. Άλλωστε η Μακεδονία είναι γεωγραφική περιοχή και δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει με επιχειρήματα ότι οι πολίτες της ΠΓΔΜ βρίσκονται εντός των ορίων της.

Αυτά όμως, τελικά δεν έχουν σημασία. Συνοπτικά, η ελληνική κυβέρνηση έχει συρθεί από τις ΗΠΑ σε μια διαπραγμάτευση από την οποία γνωρίζει ότι έχει μόνο να χάσει πολιτικά. Βαδίζει σε μια πολύ λεπτή γραμμή, γιατί, από τη μία της επιβάλλεται να κάνει ό,τι μπορεί για να συμφωνήσει, από την άλλη όμως γνωρίζει ότι μια οποιαδήποτε συμφωνία θα έχει πολιτικό κόστος. Ο απεγκλωβισμός της, όπως σημειώνουν πηγές του TPP, θα μπορούσε να είναι το ναυάγιο, με την βασική προϋπόθεση ότι οι ΗΠΑ θα θεωρήσουν ότι η ευθύνη βαραίνει την ΠΓΔΜ

Παράλληλα λοιπόν με τους αλλεπάλληλους γύρους διαπραγματεύσεων, εκτιμάται ότι διεξάγεται ένας αγώνας για το ποια πλευρά είναι η λιγότερο αδιάλλακτη, ποια δηλαδή δείχνει, στους «ανωτέρους» της και στη διεθνή κοινότητα, ότι επιθυμεί πραγματικά τη λύση. Για να το θέσουμε ωμά, όταν, σε περίπτωση ναυαγίου, ο Τραμπ ρωτήσει «ποιος φταίει», η απάντηση να αφορά τους απέναντι. Όπως προσθέτουν πηγές που παρακολουθούν τις συζητήσεις, το… σκορ στην αδιαλλαξία αυτήν την στιγμή βαραίνει σημαντικά την ΠΓΔΜ.

Η ονοματομαχία

Τον περασμένο χειμώνα, ο Νίμιτς έθεσε ως βάση της διαπραγμάτευσης πέντε ονόματα:

  • Republika Nova Makedonija (Δημοκρατία της Νέας Μακεδονίας)
  • Republika Severna Makedonija (Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας)
  • Republika Gorna Makedonija (Δημοκρατία της Άνω Μακεδονίας
  • Republika Vardarska Makedonija (Δημοκρατία της Μακεδονίας του Βαρδάρη)
  • Republika Makedonija (Skopje) [Δημοκρατία της Μακεδονίας (Σκόπια)

Η ελληνική πλευρά απέρριψε εξαρχής το «Μακεδονία (Σκόπια)», για ευνόητους λόγους, ενώ έχει εκφράσει αντιρρήσεις, μόνο όμως σε επίπεδο τεχνικών κλιμακίων (και όχι σε επίπεδο ΥΠΕΞ) για το Nova Makedonija, υποστηρίζοντας σύμφωνα με πληροφορίες ότι ο προσδιορισμός «Νέα», όπως χρησιμοποιείται στην Ελλάδα, υποδηλώνει τραγωδία (π.χ. Μικρασιατική Καταστροφή) και σύνδεση με την ομώνυμη περιοχή. Στην αντίπερα όχθη, η κυβέρνηση του Ζαεφ έχει απορρίψει εκ των πραγμάτων το Vardarska Makedonija (κολλάει σε επιμέρους ζητήματα που απορρέουν από το όνομα και μπορεί να προκαλέσει εντάσεις με τη Βουλγαρία) και όπως μεταφέρει ο Μιχάλης Ιγνατίου, πληροφορία που επιβεβαιώνεται από πηγές του TPP, στη συνάντηση της Παρασκευής η πλευρά της ΠΓΔΜ απέρριψε το Gorna Makedonija. Για αυτούς τους λόγους, όπως μεταφέρεται από χθες, έχει κερδίσει έδαφος το «Severna Makedonija», το μόνο όνομα που προς το παρόν δεν συγκεντρώνει ισχυρές ενστάσεις και αναμένεται να βρεθεί στο επίκεντρο των συζητήσεων στις επόμενες συζητήσεις των δύο υπουργών Εξωτερικών στις Βρυξέλλες.

Παράλληλα με τα πέντε ονόματα Νίμιτς όμως, πριν μερικές μέρες το όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας του Ίλιντεν» βγήκε ξαφνικά στην επιφάνεια. Η διαρροή προήλθε από την ΠΓΔΜ και μάλιστα, ο ίδιος ο πρωθυπουργός της χώρας, Ζόραν Ζάεφ, στήριξε δημόσια την πρόταση. Πηγές χαρακτηρίζουν αυτές τις κινήσεις ως… διπλωματικό αυτογκόλ της κυβέρνησης Ζαέφ. Πολιτικά η κίνηση του εξηγείται. Η αναφορά στο Ίλιντεν και στην επανάσταση των Σλάβων του 1903 δίνει στη χώρα του το συνεκτικό ιστό που της λείπει μετά την απώλεια του μύθου για τους «απογόνους των αρχαίων Μακεδόνων). Διπλωματικά όμως, η ΠΓΔΜ έφυγε εκτός του πλαισίου Νίμιτς (δίνοντας εύκολο επιχείρημα στην Ελλάδα να απορρίψει την πρόταση), ενώ παράλληλα, ήταν η πρώτη φορά που ο Ζάεφ αποδέχθηκε το erga omnes (ονομασία για κάθε χρήση) και πρότεινε από μόνος του την αλλαγή του Συντάγματος.

Μπορεί η γραμμή της ΠΓΔΜ αυτήν τη στιγμή να είναι ότι αυτά ισχύουν μόνο για τη «Μακεδονία του Ίλιντεν», αλλά αυτά τα βήματα πίσω, σε συνδυασμό με το ότι το όνομα «κάηκε» άμεσα, έχουν δώσει σημαντικά πατήματα στην ελληνική πλευρά. Η αποστροφή, λίγες μέρες αργότερα, του εξαιρετικά φειδωλού συνήθως επί του θέματος, κυβερνητικού εκπροσώπου, Δημήτρη Τζανακόπουλο είναι ενδεικτική: «Η ελληνική κυβέρνηση χαιρετίζει ως θετική εξέλιξη τη -για πρώτη φορά- αποδοχή από την ηγεσία της ΠΓΔΜ του erga omnes, ωστόσο σε ό,τι αφορά την ονοματολογία, η ελληνική πλευρά επιμένει ότι η βέλτιστη λύση θα ήταν η επιλογή ενός ονόματος από αυτά που έχει καταθέσει ο Μάθιου Νίμιτς» ανέφερε συγκεκριμένα.

Επί της ουσίας, πραγματική συζήτηση για το «Ίλιντεν» δεν έγινε ποτέ και ο ελιγμός του Ζάεφ απορρίφθηκε γρήγορα από την ελληνική πλευρά, που είχε πολύ σοβαρά διπλωματικά πατήματα για να το κάνει, χωρίς να φανεί «αδιάλλακτη». Η ελληνική κυβέρνηση στη Νέα Υόρκη υπό τον Νίμιτς επανέφερε τις συζητήσεις στα 4 ονόματα, έχοντας πλέον και το περιστασιακό «ναι» του Ζάεφ στο erga omnes. Και όσο η πλευρά της ΠΓΔΜ δεν δέχεται το erga omnes για τα υπόλοιπα ονόματα, αποτελεί ακόμα έναν διπλωματικό πόντο της Ελλάδας στη μάχη για το «ποιος θα φταίει».

Το ερώτημα φυσικά είναι, τι γίνεται τώρα. Τα περιθώρια που έχουν θέσει οι ΗΠΑ είναι ασφυκτικά πλέον (η Σύνοδος του ΝΑΤΟ είναι στις 11-12 Ιουλίου) και αν δεν αλλάξει κάτι θεαματικά στις Βρυξέλλες σε σχέση με τις διαπραγματεύσεις στη Νέα Υόρκη, το σενάριο του ναυαγίου μοιάζει όλο και πιο κοντά. Ίσως όμως, η ελληνική κυβέρνηση να μην στεναχωρηθεί ιδιαίτερα με κάτι τέτοιο…