Μιλώντας στην ετήσια γενική συνέλευση της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, ο Κ. Μητσοτάκης δεσμεύθηκε πως σε περίπτωση που γίνει πρωθυπουργός θα δημιουργήσει «ένα αποτελεσματικό πλαίσιο προστασίας των τραπεζικών στελεχών, ώστε να προχωρήσουν σε γενναίες αναδιαρθρώσεις», για να επικεντρωθούν απερίσπαστοι στη διαχείριση των κόκκινων δανείων.

Τόνισε πως είναι προτεραιότητα να γίνει ξανά εύρωστο το τραπεζικό σύστημα και να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών, η οποία επλήγη από την άνοδο «των λαϊκιστών στην εξουσία», καθώς υπήρξε εκροή καταθέσεων που άγγιξε τα 40 δισεκατομμύρια. Πρόσθεσε ότι «οι ελληνικές επιχειρήσεις πρέπει να εμπιστευθούν το τραπεζικό σύστημα και τη νέα κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές» και να επιστρέψουν οι καταθέσεις από το εξωτερικό και την «Στρώμα Bank» (αναφορά στα χρήματα που κρατούν οι Έλληνες εκτός του τραπεζικού συστήματος).

Ζήτησε από τους τραπεζίτες να επιταχύνουν τους ρυθμούς μείωσης των κόκκινων δανείων και ισχυρίστηκε ότι δεν πρέπει να υπάρξει καμία ανοχή «σε υφιστάμενους μετόχους που χρεοκόπησαν τις επιχειρήσεις τους, άφησαν απλήρωτους τους εργαζομένους, έχουν τα λεφτά τους στο εξωτερικό και αρμενίζουν ανέμελα με τα κότερά τους στο εξωτερικό».

Επιτέθηκε στην κυβέρνηση για την απομείωση της αξίας των τραπεζών που διαθέτει το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), που υποχώρησε από τα 23 δισ. ευρώ που ήταν στα τέλη του 2013, στο 1,7 δισ. ευρώ σήμερα, επισημαίνοντας πως θα λογοδοτήσουν. «Τέτοια καταστροφή, τέτοιο οικονομικό έγκλημα δεν έχει ξαναγίνει και δεν θα παραγραφεί. Δεν είναι θέμα ρεβανσισμού, είναι ζήτημα λογοδοσίας και τελικά, δημοκρατίας. Οι ευθύνες θα αναζητηθούν στο ακέραιο».

Από την πλευρά του ο πρόεδρος της ΕΕΤ, Νίκος Καραμούζης, έκανε λόγο για «υπερβολικές διατάξεις» του ελληνικού νόμου σχετικά με τα στελέχη των ελληνικών τραπεζών και ζήτησε την αναθεώρηση του για «να δοθεί η δυνατότητα εκτός από τα άξια διεθνή τραπεζικά στελέχη, να αξιοποιηθεί και η εμπειρία και καταξιωμένων Ελλήνων στα διοικητικά των τραπεζών».