Δεν είναι Verstand, είναι Vernunft

Ο Ιmmanuel Kant διακρίνει ανάμεσα στην «κατανόηση» (Verstand) και τον «νου» (Vernunft). Η «κατανόηση» αφορά στην εμπειρία του φαινόμενου κόσμου, στην πρόσληψή του μέσα από τις κατηγορίες του υποκειμένου, και σε αυτήν ανήκει η επιστημονική γνώση, η οποία δύναται να έχει πειραματική επαληθευσιμότητα και διαψευσιμότητα. Ο «νους» λειτουργεί με «αιτήματα», τα οποία είναι μη εμπειρικώς αποδείξιμα καθ’ εαυτά, αλλά τα δεχόμαστε, επειδή κατά βάθος προϋποτίθενται για να έχει νόημα η ίδια η υποκειμενικότητά μας. Λ.χ. δεν μπορώ να αποδείξω εμπειρικώς- επιστημονικώς ότι είμαι ελεύθερος, αλλά το να είμαι ελεύθερος είναι στην ουσία η απαραίτητη προϋπόθεση για να έχει νόημα οτιδήποτε λέω ή κάνω. Σε αντίθεση με την κατανόηση (Verstand), ο νους (Vernunft) στοχεύει σε «ιδέες», μόνο που οι ιδέες δεν είναι αντικειμενικές υποστάσεις, όπως στον Πλάτωνα, αλλά άπιαστοι ορίζοντες, που ακριβώς, όμως, «ορίζουν» τη συγκρότηση της δικής μας υποκειμενικότητας. Κατά βάθος, η νεωτερικότητα προχωρά με παρόμοιες ιδέες, οι οποίες δεν έχουν σχέση με την αντικειμενική τους υπόσταση ή με την εμπειρική τους επαλήθευση, αλλά με τη συγκρότηση της υποκειμενικότητάς μας, με το νόημα που αποδίδουμε στον κόσμο, και κατ’ επέκταση με τη δευτερογενή επιτέλεσή τους. Σε πολλές περιπτώσεις, οι «ιδέες ορίζοντα» της νεωτερικότητας καταργούν προγενέστερα αυθαίρετα και αυταρχικά φαντασιακά, τα οποία εκμεταλλεύονταν οι έως τότε εξουσιαστές. Ωστόσο, στο βάθος, η νεωτερικότητα δεν βασίζεται σε μία εμπειρική απόδειξη των ιδεών ορίζοντά της, αλλά στο ότι αυτές είναι απαραίτητες, προκειμένου να αποκτήσουμε νόημα ως νεωτερικά υποκείμενα και κατ’ επέκταση να επιτελέσουμε αυτή τη νέα υποκειμενικότητα σε έναν καινοτόμο κόσμο. Λ.χ. η κατάργηση της δουλείας βασίζεται στην ιδέα ορίζοντα της ελευθερίας, στο ότι αν δεν είναι ελεύθεροι όλοι οι άνθρωποι δεν έχει νόημα η ελευθερία κανενός. Κατά συνέπεια, η επέκταση του δικαιώματος ψήφου σε όλους τους ελευθέρους δεν στηρίζεται σε εμπειρικά κριτήρια του είδους αν θα είναι σώφρονες ή όχι ψηφοφόροι, αλλά σε ένα είδος οιονεί «μεταφυσικού» κοινωνικού συμβολαίου, ότι μόνο αν είναι όλοι οι άνθρωποι ελεύθεροι και όλοι πολίτες, έχει νόημα η κοινωνία μας. Αντίστοιχα ισχύουν λ.χ. και με την επέκταση της ψήφου στις γυναίκες, η οποία δεν μπορεί να κριθεί από εμπειρικά κριτήρια για το αν θα είναι ορθολογικοί ψηφοφόροι οι γυναίκες, αλλά κατ’ εξοχήν από την ιδέα ορίζοντα της καθολικής ελευθερίας και πολιτειότητας όλων των ανθρώπων. Αυτή η ιδέα ορίζοντα, δευτερευόντως, λειτουργεί επιτελεστικά, λ.χ. οι μη λευκοί και οι γυναίκες καθίστανται «ώριμοι» ψηφοφόροι, αντίθετα προς τα μέχρι πρότινος ισχύοντα στερεότυπα, μέσα από την ίδια την πρακτική της εντάξεώς τους στο πολιτικό σώμα. (Αυτή η ιδέα ορίζοντα της καθολικότητας επεκτείνεται ριζοσπαστικά, αλλά εν ταυτώ και δοκιμάζεται άγρια από το κίνημα του αντισπισισμού ή αντιειδισμού που την επεκτείνει και σε άλλα ζώα πέραν του ανθρώπου).    

Αν στις θεμελιακές εκδοχές του Διαφωτισμού οι ιδέες ορίζοντα ήταν η ελευθερία και η πολιτειότητα (για τον Χριστιανό Kant ιδέα ορίζοντα είναι και η αθανασία), σήμερα η ιδέα ορίζοντα είναι η αγάπη και ο έρωτας. Το διαφωτιστικό και νεωτερικό αίτημά μας είναι η καθολικότητα της αγάπης και του έρωτα ως ορίζοντας με αυταξία πέρα ή αντίθετα από αναφορές σε μια τελεολογική εκδοχή της φύσης ή μια υπολογιστική αναφορά στην κοινωνική χρησιμότητα. Εννοώ ότι σε παλαιότερες εποχές ο έρωτας μπορεί να ήταν συνάρτηση του τι θεωρείτο ως «φυσικό» σε μια τελεολογική εκδοχή της φύσης, ήτοι σε τι «αποσκοπεί» μια φυσική διαδικασία, όπως η σεξουαλική αναπαραγωγή, ή του τι θεωρείται απαραίτητο για την κοινωνική ευταξία. Αυτό που φέρνει η νεωτερικότητα είναι η έμφαση στην υποκειμενικότητα καθ’ εαυτήν, το να έχουν νόημα ο έρωτας και η αγάπη ανεξάρτητα από τη βιολογική αναπαραγωγή και την κοινωνική ευγονική, το ότι είναι, δηλαδή, η προϋπόθεση για να έχουν νόημα όσα λέμε και πράττουμε ως υποκείμενα. Με αυτήν την έννοια ο αγώνας των ΛΟΑΤΚΙ είναι ένας αγώνας και για τους cis-gender, είναι, δηλαδή, ένας αγώνας για να έχουν νόημα οι ερωτικές σχέσεις και των cis-gender, όπως, αντιστοίχως, ο αγώνας για την ψήφο των γυναικών ήταν παλαιότερα ένας αγώνας για να έχει νόημα η πολιτική ύπαρξη και των ανδρών. Η γυναίκα ενός μη πατριαρχικού κόσμου είναι μια γυναίκα που αλλάζει και τον άνδρα ως ερώντα και με παρόμοια έννοια η ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα ενός κόσμου χωρίς ετεροκανονιστικότητα είναι μια κοινότητα που αλλάζει και το πώς οι cis-gender σχετίζονται με την ετερότητα αλλά και τον εαυτό τους ως αλληλεπιδρώντα με την ετερότητα. Το βαθύτερο διακύβευμα είναι να μπορεί να έχει νόημα ο έρωτας ως έκφραση αγαπητικής διυποκειμενικότητας που είναι ορίζων αυτοσκοπός, δεν υπάγεται δηλαδή στη φύση ή την κοινωνία ως ευρύτερη νόρμα. Το αίτημα αυτό είναι ένα αίτημα όλων μας και το αν θα εξασφαλιστεί για τους ανήκοντες στη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα επηρεάζει τον τρόπο που ερωτεύονται όλοι, και οι μη ΛΟΑΤΚΙ, όπως λ.χ. η κατάργηση της δουλείας επηρεάζει το πώς είναι ελεύθερος ο «ελεύθερος».

Στη θέση αυτή που θεωρεί τον αγώνα των Pride ως ολοκλήρωση του νεωτερικού προτάγματος μπορούν να εγερθούν πολλές ενστάσεις, από τις οποίες θα αναφερθώ σε δύο: Κατά πρώτον, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι ιδέες ορίζοντα της πρώιμης νεωτερικότητας ήταν κατ’ εξοχήν πολιτικές, λ.χ. η ελευθερία και η ιδιότητα του πολίτη που είναι άμεσα συνδεδεμένες με το κατά Rousseau «κοινωνικό συμβόλαιο», ο έρωτας και η αγάπη ως ιδέες ορίζοντα ανήκουν περισσότερο στην ιδιωτικότητα της «οικίας», παρά στην «πόλιν». Σε αυτό θα μπορούσε να αντιταχθεί ότι η συγκρότηση της οικίας είναι αναπόσπαστο προαπαιτούμενο της πόλεως και το πώς αντιλαμβανόμαστε τον έρωτα και την αγάπη καθορίζει το πώς αντιλαμβανόμαστε την ελευθερία και την πολιτειότητα. Μια κοινωνία όπου ο έρωτας και η αγάπη δεν υπάγονται στη φυσική τελεολογία και την κοινωνική ευταξία, αλλά είναι αυτοσκοποί υποκειμενικότητας, επιτελώντας δευτερογενώς μια εναλλακτική εκδοχή φύσης και κοινωνικής ευταξίας, είναι μια κοινωνία όπου λαμβάνουν διαφορετικό νόημα η ελευθερία και η πολιτειότητα. Είναι μια κοινωνία όπου είμαι ελεύθερος πολίτης λ.χ. για άλλους λόγους από το να γεννηθούν πολλά παιδιά που θα πολεμήσουν για το έθνος-κράτος μου ή από το να αποτυπωθεί στην πολιτεία μου η ιεραρχία μιας κοσμικής τάξης. Βιώνουμε στην πραγματικότητα ένα πρωθύστερο σχήμα. Η νεωτερικότητα άρχισε από τη διαμόρφωση των ιδεών ορίζοντα της πόλεως και τώρα σε μία όψιμη φάση της συγκροτεί τις ιδέες ορίζοντα της οικίας.

Μια δεύτερη ένσταση θα μπορούσε να είναι ότι ιστορικώς η νεωτερικότητα υπήρξε κατ’ εξοχήν μία περίοδος καταπίεσης και διωγμού των ομοφυλοφίλων. Σε αυτό μπορεί να ανταπαντηθεί ότι η νεωτερικότητα προχωρά διαλεκτικά μέσα από αντιφάσεις, οι οποίες σχετίζονται χωρίς οπωσδήποτε να εξαντλούνται στις αντιφάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Θα μπορούσε λ.χ. να θυμηθεί κανείς ότι ήταν κατ’ εξοχήν στις απαρχές της νεωτερικότητας που γνώρισε μια πρωτόγνωρη ακμή το δουλεμπόριο, το οποίο ακολουθούσε φθίνουσα πορεία στον φεουδαρχικό Μεσαίωνα. Η κατάργηση της δουλείας ήρθε αμέσως μετά την απόλυτη έξαρσή της, η οποία ανήκει επίσης στη νεωτερικότητα. (Δυστυχώς, στις μέρες μας το δουλεμπόριο θάλλει και πάλι υπό την ονομασία του trafficking). Παρομοίως, ορισμένα δικαιώματα των γυναικών εξασφαλίστηκαν μόνο αφού η γυναίκα είχε γνωρίσει έναν πολύ ασφυκτικό «κορσέ», με τη μεταφορική και κυριολεκτική σημασία, κοινωνικών ρόλων, που ενδέχεται να ήταν πιο καταπιεστικοί από ό,τι σε άλλες «παραδοσιακές» περιόδους. Επίσης, είναι στη νεωτερικότητα που θα επιβληθεί κατ’ εξοχήν η ταμπέλα του «ομοφυλόφιλου» ως σταθερής ταυτότητας. Όπως έχει επισημάνει ο Michel Foucault, σε προγενέστερες εποχές μπορεί να υπήρχαν σημαίνοντα για πρακτικές και ενέργειες «ομοφυλοφιλικές», αλλά δεν υπήρχε ένα σημαίνον που να αποδίδει μια σταθερή ταυτότητα στον λεγόμενο «ομοφυλόφιλο» ως έχοντα έναν πάγιο προσανατολισμό. Στη νεωτερικότητα είναι που συμβαίνει κατ’ εξοχήν η ταμπελοποίηση των ομοφυλοφίλων, ενώ στην αρχαιότητα ή, ακόμη, και στον Μεσαίωνα μπορεί να είχαμε έναν πιο φιλάνθρωπο αποφατισμό στα ζητήματα φύλου, με αποφυγή να ταμπελοποιηθεί ο άνθρωπος συνολικά για τον προσανατολισμό του και τα σημαίνοντα να αναφέρονται περισσότερο σε πράξεις και έξεις. Εντέλει, η κατάκτηση δικαιωμάτων για τη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα ήρθε μέσα από την έξαρση της δίωξής της. Θα μπορούσε να παρατηρηθεί, πάντως, ότι αυτό που συμβαίνει στην εποχή μας, δηλαδή η κατανόηση του έρωτα και της αγάπης στην καθολικότητά τους, χωρίς υποταγή στην τελεολογική φύση και την κοινωνική τάξη, είναι εκπλήρωση του βαθύτερου υποκείμενου αιτήματος της νεωτερικότητας, ανεξάρτητα από τις διαλεκτικές ανελίξεις που γνώρισαν οι ταμπελοποιήσεις και αποταμπελοποιήσεις ανθρώπων μέσα στις αντιφάσεις του αστικού καπιταλισμού.

Η υιοθεσία παιδιών από ομόφυλα ζευγάρια θα ήταν ένας παρόμοιος υποκείμενος ορίζοντας της νεωτερικότητας, καθώς αποσυνδέει τρόπον τινά την αναπαραγωγή του κοινωνικού σώματος από μια βιολογική τελεολογία. Και εδώ είναι συνήθως επιφανειακές οι διερωτήσεις για το αν ομόφυλα ζευγάρια μπορούν να ανταποκριθούν εξίσου καλά στον ρόλο των γονέων με ετερόφυλα ζευγάρια, ή συγκρίσεις, όπως λ.χ. αν το τάδε ετερόφυλο ζευγάρι κακοποίησε τα παιδιά του οπότε καταρρίπτεται η υποτιθέμενη ανωτερότητα των ετερόφυλων ή άλλες στατιστικές συγκρίσεις. Στην πραγματικότητα, η απόδοση της καθολικότητας της «οικίας» στη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα δεν είναι θέμα Verstand, είναι θέμα Vernunft. Δεν είναι κάτι που επιλύεται μέσω επίκλησης στην εμπειρία, στην επαληθευσιμότητα ή διαψευσιμότητα των πειραμάτων. Είναι ένα αίτημα της νεωτερικότητας να αποδοθεί στην καθολικότητα των ανθρώπων όχι μόνο η ελευθερία και η πολιτειότητα της πολιτικής ζωής, αλλά και ο έρωτας και η αγάπη της οικίας, συμπεριλαμβανομένης και της γονεϊκότητας, οποιοδήποτε και αν είναι (ή δεν είναι) το τίμημα και το κόστος. Αυτός είναι ο ορίζοντας, η θέα του οποίου μπορεί να χάθηκε στις στρεβλές εναντιοδρομίες του αστικού καπιταλισμού, χωρίς, όμως, να πάψει να υπάρχει. Αυτό που τίθεται ως αίτημα στην εποχή μας δεν είναι μόνο η ανοχή ή η ενθάρρυνση στη διαφορετικότητα και την εξαίρεση, το οποίο μπορεί να υπήρχε και στην αρχαιότητα. Είναι η απόδοση καθολικότητας σε ό,τι μέχρι πρότινος θεωρείτο εξαίρεση, είναι το αίτημα να υπάρχει μια ποικιλία ερωτικών και σεξουαλικών εκφράσεων υποκειμενικότητας, οι οποίες θα έχουν όλες πρόσβαση στην «οικία» ως αρμό της πόλεως, υπάγοντας τη φυσική και κοινωνική τάξη στην υποκειμενική έκφραση, αντί για το αντίστροφο. Με αυτές τις σημασίες, το πνεύμα της εποχής μας των Pride είναι κάτι πρωτόγνωρο και καινοτόμο στην Ιστορία της ανθρωπότητας, ακόμη κι αν είχαν υπάρξει και σε άλλες εποχές κοινωνίες χωρίς ομοφοβία ή και επιφυλάσσουσες προνομιακές θέσεις σε άτομα με ομοφυλόφιλη ερωτική ζωή.

Νικηφόρες διαδηλώσεις, συντακτικά καρναβάλια

Στα σημερινά Pride, επομένως, υπάρχει μια αμφισημία. Πρόκειται για παρελάσεις καταδιωγμένων, μερικοί από τους οποίους φέρουν και σήμερα ακόμη τα στίγματα του μαρτυρίου, -και δεν εννοούμε μόνο τα σημάδια καρφιών του Jason Αντιγόνη που αναλαμβάνει πότε τον ρόλο του υπέρφυλου Χριστού και πότε τη διττότητα του Βάκχου, αλλά τα τραύματα των προπηλακισμών, του bullying, των διακρίσεων, της προκατάληψης. Ταυτοχρόνως, όμως, πρόκειται τρόπον τινά για «διαδηλώσεις νικηφόρες». Σε μια εποχή, μάλιστα, που μας έχουν συνηθίσει να θεωρούμε τις διαδηλώσεις ως εκ προοιμίου ηττημένες και οιονεί μάχες οπισθοφυλακής, αυτό που είναι, όντως, εξαίρεση είναι μια διαδήλωση με προοπτική μακροπρόθεσμης νίκης, όπως στα Pride. Τα Pride θα μπορούσαν, επίσης, να περιγραφούν ως ένα «συντακτικό καρναβάλι», καθώς δεν πρόκειται για ένα καρναβάλι- βαλβίδα αποσυμπίεσης των κοινωνικών εντάσεων, όπως τα μεσαιωνικά καρναβάλια που περιγράφει μεταξύ άλλων ο Mikhail Bakhtin, όπου τα υπόσκυλα είχαν για περιορισμένο αριθμό ημερών τη δυνατότητα να ανατρέψουν συμβολικώς την καθεστηκυία τάξη, μόνο και μόνο για να επιστρέψει αυτή ισχυρότερη μετά το πέρας της κατευναστικής τελετουργίας. Έχουμε για πρώτη φορά ένα καρναβάλι που φιλοδοξεί να είναι «συντακτικό», να αποτελέσει, δηλαδή, μακροπρόθεσμα μια συντακτική εξουσία. Παρομοίως, προσωρινώς αμφίσημη είναι η συνύπαρξη ανάμεσα στην οδύνη του διαδηλωτή και το παρτάρισμα του περήφανου, τόσο στην ίδια την παρέλαση όσο και σε άφτερ πάρτι σε μπαράκια, όπως λ.χ. το Spinster ή το Ρομάντσο στο κέντρο της Αθήνας. Γιατί, εντέλει, μία από τις διεκδικήσεις που μπορούμε «περήφανα» να αναλάβουμε είναι ο διαδηλωτής που παρτάρει. Γιατί δεν είναι κακό μια διαδήλωση να μην ηττάται, ούτε είναι κακό η μη ήττα να πανηγυρίζεται.

«Γεβέντισμα- πανηγύρι»: η νέα διαλεκτική «Κυρίου- δούλου»

Το περαιτέρω ζήτημα που μπορεί να συζητηθεί είναι ο ειδικά αριστερός και αυθεντικά προοδευτικός χαρακτήρας εκδηλώσεων, όπως το Pride. Ως γνωστόν, ο αστικός φιλελευθερισμός (-νεοφιλελευθερισμός) και η Αριστερά είναι τα δύο τέκνα που ερίζουν για την κληρονομιά της νεωτερικότητας και πουθενά δεν είναι αυτό πιο εμφανές από τις εκδηλώσεις Pride, όπου συνυπάρχει η υποστήριξη των φιλελευθέρων μέσα και από κραταιούς θεσμούς και μήντια, αλλά και η κινηματική αγωνία των αριστερών. Η «περηφάνια» λέγεται και ενεργείται πολλαχώς: Μπορεί να είναι το ατομικό δικαίωμα να αποφασίζω βολονταριστικά για το φύλο μου ή τον προσανατολισμό μου ως κυρίαρχο υποκείμενο. Μπορεί, όμως, και να είναι η προσπάθεια να διαπραγματευτώ κάτι που δεν ελέγχω, μία ρευστή ταυτότητα σε έναν ανεπίκριτο μεταιχμιακό χώρο μεταξύ βιολογικής και κοινωνικής αιτιότητας, για την οποία, όμως, νιώθω ότι δεν πρέπει άλλο να ντρέπομαι. Το σημαντικό με τις εκδηλώσεις Pride είναι ότι επιμένουν σε μία χωρική συνύπαρξη, η ιδεολογική ερμηνεία της οποίας είναι επιγενόμενη και ανοικτή. Το χωρικό συνείναι που έχει στοιχεία από διαδήλωση, καρναβάλι, κοσμική λιτανεία ή επιτάφιο (με την καλιαρντή σημασία της λέξης) και καθ’ οδόν πάρτι, παρουσιάζει μια πολυσημία που αποτρέπει κάθε απριορική επιβολή σημασιών. Τα κύρια σημαίνοντα πάντως ήταν τα σωστά και καίρια: «Περηφάνια» και «Παρούσα». Η «περηφάνια» είναι το σημαίνον του καταπιεσμένου που έχει στιγματιστεί από τον κυρίαρχο λόγο, ενός υποκειμένου που υποκειμενοποιείται όχι μέσα από την κυριαρχία, αλλά από τη διαπόμπευση, και επιχειρεί διαλεκτικά να αντλήσει «περηφάνια» από το ίδιο το γεγονός του «κραξίματος». Η ΛΟΑΤΚΙ παραλλαγή της εγελιανής διαλεκτικής «Κυρίου- δούλου» είναι η διαλεκτική «κραξίματος- περηφάνιας», η μετατροπή του μίσους σε αγάπη, σύμφωνα με τους στίχους που τραγούδησε η Ευρυδίκη στο Athens Pride στο Σύνταγμα: «Μίσησέ με, δεν πειράζει, μου φτάνει που θα ξέρω πως νιώθεις και για μένα κάτι. Μίσησέ με, δεν με νοιάζει, εγώ θα καταφέρω το μίσος σου να κάνω αγάπη».


Η διαφωρά του νοήματος στα αυξανόμενα γράμματα του ΛΟΑΤΚΙ ακρωνυμίου

Στις εκδηλώσεις Pride πρυτανεύει η συν-παρουσία, εδραζόμενη στο διαλεκτικό πέρασμα από το «γεβέντισμα» στο «πανηγύρι», μια συνύπαρξη ανοικτή σε ερμηνείες, στην οποία εξάλλου συμμετέχουν και οι cis-gender, αφού ο αγώνας γίνεται και για αυτούς (με την ίδια έννοια που ο φεμινισμός γίνεται και για τους άντρες). Ένας αντιεξουσιαστής μπορεί βέβαια κάποτε και να θρηνήσει ότι ο ΛΟΑΤΚΙ δικαιωματισμός ενδέχεται να γίνει λάβαρο της παγκοσμιοποιητικής νεοφιλελεύθερης ΤΙΝΑ (There Is No Alternative= Δεν Υπάρχει Εναλλακτική) για περαιτέρω «ανθρωπιστικές» κατακτήσεις, με τρόπο πολύ παρόμοιο που ο Χριστιανισμός με τις αξίες της αγάπης και της καταλλαγής ήταν στον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση το λάβαρο για τους Σταυροφόρους και τους κονκισταδόρες. Όμως ο κοινωνικός φιλελευθερισμός είναι μια υπόθεση υπερβολικά σοβαρή για να την αφήσουμε στους φιλελέδες. Τα βαθύτερα αιτήματα, αλλά και οι τάσεις του ΛΟΑΤΚΙ κινήματος είναι αριστερά με την αυθεντικότερη σημασία του όρου. Είναι πλέον παρωχημένη η εποχή, την έλευση της οποίας φοβόντουσαν, στοχαστές, όπως ο Pier Paolo Pasolini και ο Michel Foucault ή ο Dominique Fernandez, ήτοι η εποχή όπου το «ετεροφυλόφιλος- ομοφυλόφιλος» κινδύνευε να γίνει το νέο ταυτοτικό δίπολο. Αυτό για το οποίο υποκειμενοποιούμαστε ως περήφανοι δεν είναι πια μια «ταυτότητα» ομοφυλόφιλου, αλλά ο αχαρτογράφητος αποφατισμός της συνύπαρξης των σωμάτων. Τι άλλο είναι η συνεχής προσθήκη γραμμάτων στους ΛΟΑΤ, που είναι πλέον ΛΟΑΤΚΙ, και στο μέλλον ενδεχομένως και πιο πολυγράμματοι, από την κατ’ εξοχήν ντεριντιανή διαφωρά; Η ταυτότητα του νοήματος αναβάλλεται, γιατί τα σημαίνοντα αποδεικνύονται ανεπαρκή. Αν παλιότερα κάναμε λόγο για «ομοφυλόφιλους», αντλώντας έναν όρο από την αστική ταμπελοποίηση, που κατήγγειλε ο Foucault, μετά μιλήσαμε για ΛΟΑΤ, που κι αυτό υποχώρησε μπροστά στο σημαίνον ΛΟΑΤΚΙ, που με τη σειρά του θα είναι μη ικανοποιητικό. Εδώ η αμφισημία μεταξύ πειρασμού και ανοίγματος είναι μεγάλη: Μπορεί στα δεκάδες genders που αναγνωρίζει το Φέισμπουκ να έχουμε μια ψηφιακή εκδοχή ολοκληρωτικού Πανοπτικού που ταμπελοποιεί τους ανθρώπους για να τους χειρίζεται ευκολότερα μέσω απρόσωπων και, κυρίως, ασώματων αλγορίθμων. Την ίδια στιγμή η διαρκής ανα-κάλυψη ή και εφ-εύρεση όλο και πιο πολλών ερωτικών προσανατολισμών τι άλλο είναι από μία αποδόμηση διχοτομικών διπόλων και πρόσκληση σε μια επίγνωση της ματαιότητας του φυλετικού θετικισμού; Η επίκαιρη διαπραγμάτευση, που θα διακρίνει το αριστερό τέκνο της νεωτερικότητας από το φιλελεύθερο, θα είναι αν ο αυτοπροσδιορισμός θα νοηθεί όχι ως μια κυρίαρχη πράξη, αλλά ως μια από θέση αδύναμου διαπραγμάτευση ενός ανεξέλεγκτου συμβάντος. Και όταν μιλάμε για διαπραγμάτευση εννοούμε ένταξη της «οικίας» στην «πόλιν», υπέρβαση του επιμέρους δικαιώματος στην κατεύθυνση μιας πολιτικής καθολικότητας, όπου ο φυλετικά αχαρτογράφητος θα συνυπάρχει με τον πιο κυριολεκτικά αχαρτογράφητο της προσφυγιάς, αλλά και της εγχώριας εμ-μονής στην κατ’ εξοχήν απροσδιοριστία που είναι το τοπικό ενσώματο συν-ανήκειν. Είναι με τη σημασία αυτή που οι «ugly is the new beautiful» συνοικίες του αθηναϊκού κέντρου περνάνε τον δικό τους Διαφωτισμό, αυτόν της αποφατικής σωματικότητας.