του Μηνά Κωνσταντίνου
 
Λένε πως η ιστορία γράφεται με απόσταση τριάντα ετών από τα πραγματικά γεγονότα, καθώς ο ιστορικός χρειάζεται αυτή τη σιωπή για να την καταγράψει πιο ώριμα, ή έστω, οι πρωταγωνιστές της να βρίσκονται επίσης σε στοιχειώδη απόσταση ασφαλείας από την καταγραφή της. Ιστορικός δεν είμαι του λόγου μου, ούτε και σε θέση να κρίνω συνολικά τα γεγονότα θεωρώ πως βρίσκομαι. Όμως με αφορμή τα επτά χρόνια και με τις συζητήσεις ακόμα να ανάβουν στις παρέες όταν η κουβέντα φτάνει στις πλατείες, νιώθω την ανάγκη να συμβάλω στο διάλογο με έναν απαραίτητο διαχωρισμό.
 
Αρχικά, δύσκολα μπορεί κανείς να εξετάσει το φαινόμενο των «Αγανακτισμένων» δίχως να λάβει υπόψη την γενικότερη κατάσταση που επικρατούσε στο ευρύτερο περιβάλλον.
 
Εναν χρόνο από την έλευση του ΔΝΤ και με το «σοκ και δέος» του καψίματος της Μαρφίν και των τεσσάρων ανθρώπων, η κυβέρνηση Παπανδρέου βάδιζε στον δεύτερο χρόνο διακυβέρνησής της, έχοντας μάλιστα κερδίσει και τις αυτοδιοικητικές εκλογές του Νοεμβρίου του 2010. Τότε που έμπαιναν οι βάσεις για την απώλεια ενός τετάρτου του ΑΕΠ. Η Ελευθεροτυπία όδευε στο λουκέτο, το ALTER είχε κλείσει και η δημόσια συζήτηση βρίσκεται σχεδόν χωρίς ούτε μία φωνή αντίθεσης στη μνημονιακή πολιτική, που φόρτωνε βάρη σε έναν ολόκληρο λαό σώζοντας τις τράπεζες ξένων χωρών, αλλά η τηλεόραση δεν έλεγε τίποτα. Η ενημέρωση εκτός συστήματος στηριζόταν σε μία σειρά από μπλογκς, τα οποία ασθμαίνοντας πασχίζαν να καλύψουν το κενό που είχε αφήσει το troktiko μετά τη δολοφονία του Σωκράτη Γκιόλια.
 
Κάτι οι Ισπανοί που δέκα ημέρες νωρίτερα είχαν πάρει τους δρόμους με τους δικούς τους Αγανακτισμένους, κάτι το κάλεσμα που πέρασε ακόμα και μέσα από την ντουντούκα του ΣΚΑΪ, η απάντηση του κόσμου που συνέρρευσε στην πλατεία Συντάγματος έμοιαζε κάτι παραπάνω από αυθόρμητη. Οι πρώτες «ανάσες ελευθερίας» ήταν γεγονός για ένα μεγάλο μέρος του κόσμου που είχε τις καταβολές στα πρόσφατα στίγματα της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από τον αστυνομικό Κορκονέα.
 
Τις ημέρες που ακολούθησαν, από ημέρα σε ημέρα, το «κίνημα της πλατείας» ανακάλυπτε και από κάτι νέο. Μετά την εντυπωσιακή συμμετοχή του κόσμου στις συνεχιζόμενες διαδηλώσεις, στις πλατείες εμφανίστηκαν γενικές συνελεύσεις και ανοιχτές συζητήσεις για θέματα που ακόμα τότε η κυρίαρχη ενημέρωση «αμελούσε» να μιλά.
 
Ακολούθως, ομάδες καθαριότητας, περιφρούρησης, νομικής υποστήριξης, ενημέρωσης στο διαδίκτυο, ιατρείο στην πλατεία Συντάγματος. Και παράλληλα, συζητήσεις, ενημερώσεις και ενημερωτικό υλικό για έννοιες άγνωστες από τον μέχρι τότε δημόσιο διάλογο όπως το χρέος, η οικονομική ολιγαρχία, οι τράπεζες, ο υψηλός δανεισμός, οι ευρωπαϊκές δεσμεύσεις. 
 
Σύντομα, ο καθαρός αέρας που ένιωθε κανείς περπατώντας ανάμεσα στους θύλακες της πλατείας μολύνθηκε από την κτηνώδη καταστολή του διημέρου 28-29 Ιουνίου, ημέρες ψήφισης του -τότε- Μεσοπρόθεσμου. Εκεί που η αντιμετώπιση των πρωτοφανών διαδηλώσεων πέρασε σε αγωνιώδη κατασταλτική φάση, καταφέρνοντας να συστήσει σε χιλιάδες ανθρώπους, που μέχρι τότε έλκονταν από τον ειρηνικό και βαθιά κοινωνικό χαρακτήρα των καλεσμάτων, το αποτρόπαιο πρόσωπο της νόμιμης βίας του κράτους.
 
Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Όπως ιστορία είναι και το γεγονός πως όσο συνέβαιναν όλα τα παραπάνω στην καρδιά του Συντάγματος, στην «επάνω πλατεία» αναπτυσσόταν κάτι που μέχρι τότε πολλοί δεν μπορούσαν να αναγνωρίσουν. Διότι αρχικά μπορεί τα ποδοσφαιρικά συνθήματα και τα γιουχαΐσματα να έμοιαζαν γραφικά, όμως το ακροδεξιό πρόσωπο που άρχιζε να προβάλει σύντομα πέρασε -αφελώς αλλά και σχεδόν μοιραία- σε δεύτερη μοίρα εμπρός στις κατασταλτικές επιθέσεις της αστυνομίας.
 
Είναι γεγονός πως είτε ως αυτόνομο κίνημα, είτε ως προάγγελος του ΣΥΡΙΖΑ, που εμφανίστηκε τότε αρωγός σε μία σειρά από ζητήματα που τέθηκαν στις πλατείες, θεωρείται σήμερα αποτυχημένο ως μέσο αντίστασης. Επτά χρόνια μετά, η πολιτική στην οποία αντιδρούσαμε τότε επιβλήθηκε και με το παραπάνω. Κανένα κίνημα δεν ανέτρεψε αυτή την πορεία.
 
Όμως σχετικά με τις πλατείες, όπως θα έπρεπε με κάθε αντίστοιχο γεγονός, οι «νίκες» έχουν αξία την ώρα που συμβαίνουν. Ή όπως έγραφε ο Εφήμερος στο τελευταίο του άρθρο για την ΕΡΤ, «όλοι όσοι έδωσαν τη μάχη εκείνες τις ημέρες, αυτοί οι ήρωες, αξίζουν τον “σεβασμό της στιγμής”. Χωρίς αυτούς δεν θα μπορούσαμε σήμερα να μιλάμε για το πόσο απογοητευτήκαμε από την κατάληξη. Χωρίς τις θυσίες τους δεν θα ξέραμε ότι γίνεται να αντισταθείς».
 
Θέλω να πω, μπορεί η ιστορία των Αγανακτισμένων -όπως η ιστορία της ΕΡΤ, όπως το δημοψήφισμα, η αυθόρμητη αντίδραση του προσφυγικού- να είχε πορεία φθίνουσα και αμφιλεγόμενη, όμως τη στιγμή που συνέβαινε το κάθε γεγονός καταγραφόταν μια σημαντική συλλογική νίκη. Και κάθε νίκη από αυτές, παρά την μετέπειτα αναντίστοιχη με την αξία της πορεία, αποτελούσε πρώτης τάξεως υλικό για το κυνήγι της επόμενης. Το γεγονός πως οι νίκες αυτές εναλλάχθηκαν με βαριές ήττες, δεν αποτελεί καλό λόγο για να τις πετά κανείς στα σκουπίδια. Μπορεί αρκετοί από τους ανθρώπους που βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή των πλατειών να κάθονται σήμερα σε υπουργικά γραφεία και γραμματείες, όμως στις πλατείες ήταν και άλλοι. Που έπειτα βρέθηκαν σε άλλες πλατείες, σε σχολές, σε συνδικάτα, σε συλλογικότητες κοινωνικής δράσης, σε θέατρα και σε σκηνές, σε παραλίες των προσφυγόνησων και στους καταυλισμούς.
 
Η δε παραχάραξη και απόκρυψη πραγματικών ειδήσεων από τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης, την περίοδο των πλατειών γέννησε την πιο έντονη αμφισβήτησή τους. Μπορεί τα περισσότερα ανεξάρτητα ΜΜΕ που ξεπήδησαν να πέρασαν εξίσου εκκωφαντικά κάτω από τον πήχη των περιστάσεων, όμως αναμφίβολα, η λογική «το είπε ο Ευαγγελάτος άρα είναι αλήθεια» δέχθηκε τότε τα πρώτα καίρια πλήγματά της.
 
Αν για κάτι δεν χρειάζεται διατριβή ιστορικού για να το διαπιστώσει κανείς, είναι πως η επιρροή του κύματος πληροφοριών και δραστηριοτήτων που χτύπαγε για εβδομάδες τις πλατείες, οδήγησε στην εκτροπή του τερατώδους και φασιστικής έμπνευσης «μαζί τα φάγαμε» και έθεσε γόνιμες αμφιβολίες σε ζητήματα στα οποία μέχρι τότε κυριαρχούσε μια νωθρή βεβαιότητα. Μία άλλη οπτική διαχύθηκε στον δημόσιο διάλογο, συμπαρασύροντας το πολιτικό σκηνικό.
 
Το τι έκανε με αυτή τη δυναμική ο ΣΥΡΙΖΑ μετέπειτα είναι ένα άλλο ζήτημα, όπως και το ποιος τάισε το τέρας της ακροδεξιάς, εάν οι πλατείες ήταν απλώς δούρειος ίππος για πολιτικές καριέρες ή βαλβίδα εκτόνωσης, εάν έπρεπε να έχει κάποια άλλη τακτική απέναντι στους κομματικούς σχηματισμούς που τις πλησίαζαν, εάν ήταν κάποιο δόλιο αποσταθεροποιητικό σχέδιο ξένων κέντρων εξουσίας ή ευθυγράμμιση των πλανητών που συμβαίνει μια φορά στα χίλια χρόνια. Όλα αυτά και άλλα τόσα, είπαμε, θα τα κρίνει η ιστορία.
 
Εκείνο που σίγουρα δεν χρειάζεται επιπλέον ιστορικός χρόνος για να κριθεί, είναι το κενό της ανεξαρτησίας της ενημέρωσης. Η σημερινή της αδυναμία αποδεικνύει πως από τότε ήταν ένα από τα πιο τρωτά σημεία κάθε προσπάθειας για μία διαφορετική συζήτηση. Το κενό μετατρέπεται σε έλλειμμα δημοκρατίας και η συζήτηση τελικά ματαιώνεται διαρκώς, και μέχρι να καλυφθεί το κενό θα είναι καταδικασμένη να καίει διακριτικά και να αναζωπυρώνεται κατά τόπους και ευκαιριακά, πριν επιστρέψει ξανά στο ακίνδυνο κάπνισμά της.